Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Lenin Registered



ΣΑΝ  ΠΟΛΥ-ΠΟΛΥ μαλάκες που είμαστε, όπως είχε την ευφυΐα να διαπιστώσει και κάποιος σχολιαστής ένα post πιο πίσω, δεν είχαμε φροντίσει ποτέ να κατοχυρώσουμε το δικαίωμα να κάνουμε χρήση των ιδεών, των σκέψεων και των γενικά τών επεξεργασιών του Λένιν σε ζητήματα θεωρίας, τακτικής και στρατηγικής. Συνειδητοποιήσαμε αυτή την (πολύ μεγάλη) μαλακία μας από τις αρνητικές αντιδράσεις που δημιούργησε η προηγούμενη ανάρτησή μας, όπου τολμήσαμε να συνδέσουμε κάποιες απόψεις τού Βλαδίμηρου με τη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα και με τις δικές μας εκτιμήσεις για τη βέλτιστη σήμερα δυνατή τακτική που πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά —κάτι που δικαιούνται να κάνουν μόνο όσοι έχουν κατοχυρώσει το όνομα του Λένιν και, συνεπώς, μόνο αυτοί μπορούν νόμιμα να φέρουν τον τίτλο τού λενινιστή. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Οι προθεσμίες για να ρετζιστραριστούμε ως λενινιστές έχουν κλείσει και είναι αργά πια…


ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ήταν βέβαια το γεγονός πως η στρατηγική υποχώρηση της ΝΕΠ που σάλπισε ο Λένιν και την οποία υπενθυμίσαμε φαίνεται να δικαιώνει (να νομιμοποιεί κατά την πολύ ειδική έκφραση μιας σχολιάστριας που κατά τα άλλα όμως δήλωσε μη ειδική… ;-) ) την τακτική που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και γενικά τη στάση του απέναντι στο πρόβλημα του ευρώ και το ζήτημα της ΕΕ. Λέμε φαίνεται να δικαιώνει γιατί βέβαια ποτέ δεν ξεχνάμε ότι σε αυτό το ετερόκλητο σύνολο πολιτικών δυνάμεων που αποτελεί τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένας πολύ σκληρός πυρήνας ορκισμένων ‘‘ευρωπαϊστών’’ που θα προτιμούσαν να τους γδάρουν ζωντανούς παρά να συνυπογράψουν μία έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Οπότε, γι’ αυτούς, η στάση τού ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ευρώ δεν είναι καθόλου ένας δυσάρεστος πλην όμως αναγκαίος συμβιβασμός, αλλά θετική στρατηγική επιδίωξη. Δικαιώνει όμως (και καθόλου φαινομενικά πια) εμάς και όσους τυχόν συμμερίζονται την ίδια πάνω-κάτω προσέγγιση. Ποια είναι αυτή η προσέγγιση την οποία, παρά το ότι την έχουμε εκθέσει αρκετές φορές τις τελευταίες ημέρες, δεν ‘‘εννοούν’’ να αντιληφθούν ορισμένοι διαφωνούντες αναγνώστες μας; Ας την επαναλάβουμε για άλλη μια φορά:

Η συμβιβαστική, επαμφοτερίζουσα και αντιφατική τακτική (όχι στο μνημόνιο/ναι στο ευρώ) που, ηθελημένα ή αθέλητα, τυχαία ή εκ του πονηρού, από στρατηγική σκέψη ή από απουσία σκέψης, ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι σε αντιστοιχία με τη στάση τού μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Άρα μεγιστοποιεί στο έπακρο την πιθανότητα σχηματισμού μιας αριστερής κυβέρνησης, η οποία βέβαια θα κληθεί να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της: να ταΐσει τον σκύλο, διατηρώντας ταυτόχρονα και την πίτα ολόκληρη. Αυτή η εξέλιξη, εξέλιξη που δεν θα συντελεστεί βέβαια σε μία βδομάδα, είναι η καλύτερη, αν όχι η μόνη δυνατή, για να συνειδητοποιήσει ο ίδιος ο λαός, μέσα από τη δική του πια εμπειρία, ποια είναι τα όρια αυτής της προσπάθειας. Όταν θα συμβεί αυτό, θα κληθεί κι εκείνος να πάρει τις αποφάσεις του και να αναλάβει τις ευθύνες του, για τώρα και για το μέλλον. Τελεία και παύλα._


ΑΥΤΟ ΛΕΜΕ και ξαναλέμε εδώ και μερικές μέρες. Αυτό αναλύσαμε παίζοντας σκάκι, αυτό προσπαθήσαμε να πούμε και στην προηγούμενη ‘‘λενινιστική’’ ανάρτηση. Όχι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι σαν το …ΚΚΡ(μπ), ή ότι ο Τσίπρας είναι η μετεμψύχωση του …Λένιν —αυτό δηλαδή που ‘‘βόλεψε’’ ορισμένους σχολιαστές να καταλάβουν (αλλά και κάποιους άλλους λενινιστές με ‘‘ονομασία προελεύσεως’’, που δεν έρχονται εδώ, ίσως για να μη κολλήσουν ρεφορμισμό… ;-) ).


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο φίλος RED FAITH αξίζει μία ιδιαίτερη —και εύφημη— μνεία. Αν και οπαδός τού ΚΚΕ, τού κόμματος δηλαδή που έχει καπαρώσει τον Λένιν κατά προτεραιότητα, δεν ήρθε εδώ ούτε για να βρίσει, ούτε για να μας κατηγορήσει για καπηλεία ή απόπειρα ξεπλύματος του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα. Ήρθε για να εκφράσει τις διαφωνίες του καθαρά και μαχητικά. Όχι όμως για να μας αποκαλέσει μαλάκες ή σιχαμένους προπαγανδιστές της σοσιαλδημοκρατίας, όπως έκανε ο ανώνυμος σχολιαστής —κατά πάσα πιθανότητα ομοϊδεάτης του. Πώς να μη τον ξεχωρίσουμε;


Η εικόνα είναι από το publicphoto.org

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Όταν ο Λένιν έκανε ‘‘κωλοτούμπες’’ και είχε το ‘‘θράσος’’ να τις προπαγανδίζει κιόλας! (Η ‘‘οπορτούνα’’ του κερατά!)



Στον απόηχο της προπροηγούμενης ανάρτησής μας, όπου επιχειρήσαμε να αναλύσουμε τους λόγους που καθιστούν την προεκλογική τακτική τού ΣΥΡΙΖΑ ως τη βέλτιστη δυνατή για την Αριστερά στην παρούσα φάση, και εν μέσω των καθημερινών ομοβροντιών που εξαπολύονται εξ αριστερών εναντίον του για τις ‘‘κωλοτούμπες’’ του σε σχέση με την καταγγελία του μνημονίου, κρίνουμε χρήσιμο να καταφύγουμε στον Βλαδίμηρο. Στον Βλαδίμηρο της εποχής της ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική). Τι ήταν στην πολιτική ουσία της αυτή η περίφημη (όσο και απωθημένη και αποσιωπημένη) ΝΕΠ, μια από τις πιο εμπνευσμένες ιδέες τού Λένιν; Δεν ήταν τίποτε παραπάνω από την αναγνώριση του γεγονότος ότι οι μπολσεβίκοι είχαν απλώσει τα πόδια τους πολύ πιο έξω από όσο τους επέτρεπε το πάπλωμα των αντικειμενικών συνθηκών! Ο ενθουσιώδης αλλά επιπόλαιος βολονταρισμός τους να επιβάλουν εδώ και τώρα και μέσω διαταγμάτων και διαταγών τη ριζική αλλαγή των σχέσεων παραγωγής από καπιταλιστικές σε σοσιαλιστικές άμεσα και καθολικά, εγχείρημα έτσι κι αλλιώς ελάχιστα ευκολότερο από το να διαπλεύσεις τον Ατλαντικό ωκεανό κολυμπώντας, προσέκρουσε με πάταγο στην αμείλικτη πραγματικότητα. Η Ρωσία, το 1921, τη χρονιά δηλαδή που έγινε η στροφή στην οικονομική πολτική, έβγαινε κατεστραμμένη από τον τριετή εμφύλιο πόλεμο: η βιομηχανική παραγωγή είχε καταβαραθρωθεί και οι λίγες υποδομές που υπήρχαν στην προπολεμική, από τότε υπανάπτυκτη Ρωσία, είχαν κι αυτές διαλυθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι αγρότες, υποχρεωμένοι από τη Σοβιετική εξουσία να παραδίδουν όλο το πλεόνασμα της παραγωγής τους, άρχισαν να κρύβουν τα τρόφιμα. Η πείνα δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της στις μεγάλες πόλεις. Η απογοήτευση έφερε τις πρώτες μουρμούρες ανάμεσα στις μάζες που υποστήριζαν τους μπολσεβίκους. Σύντομα η δυσαρέσκεια γενικεύτηκε. Η Σοβιετική εξουσία, σταδιακά, έχανε την επαναστατική νομιμοποίησή της.  Τότε ήταν που ο Λένιν, βλέποντας το καράβι να πηγαίνει πάνω στα βράχια, αποφάσισε, εισηγήθηκε και έπεισε (όχι φυσικά χωρίς αντιδράσεις: πάντα υπάρχουν οι ‘‘καθαροί’’ και οι ‘‘μόνοι συνεπείς’’...) για τη ζωτική αναγκαιότητα της ΝΕΠ. Δηλαδή, για τη ζωτική ανάγκη που, με επίδικο ζήτημα την επιβίωση ή το τέλος τής Επανάστασης,  υποχρέωνε τους μπολσεβίκους να κάνουν «δύο βήματα πίσω» και να επαναφέρουν σε ένα ελεγχόμενο βαθμό (αλλά να επαναφέρουν!) τις καπιταλιστικές εμπορευματικές σχέσεις παραγωγής, συνεργαζόμενοι και με ξένους κεφαλαιούχους.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την εισήγηση του Λένιν στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Επιτρόπων Πολιτικής Διαφώτισης, τον Οκτώβριο του 1921. Σε όσους αναρωτηθούν καλόπιστα τι σχέση έχει ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και η επανάστασή τους με την προεκλογική τακτική τού ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα με την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά και το πνεύμα που πρέπει να υιοθετήσει, θα θέλαμε να πούμε ότι ο μοναδικός τρόπος για να λυθούν οι απορίες τους είναι να διαβάσουν προσεκτικά. Πιστεύουμε ότι δεν θα δυσκολευτούν να διακρίνουν κάποια διδάγματα, χρήσιμα ακόμα και στις ριζικά διαφορετικές συνθήκες τής σημερινής Ελλάδας (προς διευκόλυνσή τους έχουμε τονίσει ορισμένα σημεία). Σε όσους πάλι αναρωτηθούν το ίδιο, αλλά με απορριπτική, ειρωνική ή και κοροϊδευτική προδιάθεση, θα θέλαμε να πούμε:

Σύντροφοι, καμία σχέση δεν έχει ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και η επανάστασή τους με τη σημερινή Ελλάδα. Καμία! Όπως ακριβώς και το δάχτυλο, με το οποίο προσπαθούμε να σας δείξουμε το φεγγάρι, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ίδιο το φεγγάρι!...

ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ



ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΜΑΣ

Στις αρχές τού 1918 υπολογίζαμε πως θα έχουμε μια ορισμένη περίοδο που η ειρηνική οικοδόμηση θα είναι δυνατή. Με τη σύναψη της ειρήνης τού Μπρεστ[1] νομίσαμε πως ο κίνδυνος απομακρύνθηκε και πως μπορούσαμε να αρχίσουμε την ειρηνική οικοδόμηση. Μα γελαστήκαμε, γιατί στα 1918 μας απείλησε —μαζί με την εξέγερση του τσεχοσλοβακικού σώματος και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου που κράτησε ως το 1920— ένας πραγματικός κίνδυνος πολέμου. Εν μέρει κάτω από την επίδραση των προβλημάτων τού πολέμου που μας πλημμύρισαν και της απελπιστικής, θα έλεγε κανείς, κατάστασης που βρισκόταν τότε η Δημοκρατία κατά τη λήξη τού ιμπεριαλιστικού πολέμου, κάτω από την επίδραση αυτών τών παραγόντων και πολλών άλλων κάναμε το λάθος να αποφασίσουμε να περάσουμε αμέσως στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή τών προϊόντων. Πιστέψαμε πως οι αγρότες με το σύστημα της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων θα μας εξασφαλίσουν το ψωμί που χρειαζόμαστε, και μεις θα το κατανέμουμε στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, κι έτσι θα έχουμε κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή.

Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε σχηματίσει στο μυαλό μας ένα τέτοιο ακριβώς συγκεκριμένο και καθαρό σχέδιο, αλλά τέτοιο περίπου ήταν το πνεύμα με το οποίο δρούσαμε. Αυτή, δυστυχώς, είναι η αλήθεια. Λέω: δυστυχώς, γιατί η λιγόχρονη πείρα μάς έπεισε πως ήταν λαθεμένη αυτή η ενέργεια που ερχόταν σε αντίφαση με αυτά τα οποία γράφαμε πριν σχετικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, υπολογίζοντας πως χωρίς μια περίοδο σοσιαλιστικού υπολογισμού και ελέγχου δεν μπορούσαμε να φτάσουμε ούτε στην πιο χαμηλή βαθμίδα τού κομμουνισμού. Στις θεωρητικές εργασίες μας, αρχίζοντας από το 1917, όταν το πρόβλημα της ανάληψης της εξουσίας ήταν στην ημερήσια διάταξη και οι μπολσεβίκοι το παρουσίασαν σε ολόκληρο το λαό, στη φιλολογία μας υπογραμμιζόταν κατηγορηματικά πως είναι απαραίτητο το μακρόχρονο και περίπλοκο πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία (και θα είναι τόσο πιο μακρόχρονο, όσο λιγότερο η κοινωνία αυτή είναι αναπτυγμένη), πέρασμα μέσω τού σοσιαλιστικού υπολογισμού και ελέγχου, έστω και μια τουλάχιστον πρόσβαση που οδηγεί στην κομμουνιστική κοινωνία.


ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Αυτό το πράγμα σαν να το ξεχάσαμε, όταν μέσα στον πυρετό τού εμφυλίου χρειάστηκε να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα στον τομέα τής οικοδόμησης. Και η ουσία τής νέας οικονομικής μας πολιτικής σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται, ότι δηλαδή στο σημείο αυτό πάθαμε σοβαρή ήττα και αρχίσαμε να κάνουμε στρατηγική υποχώρηση: «Εφ’ όσον δεν μας τσάκισαν τελειωτικά, ας υποχωρήσουμε κι ας αρχίσουμε την αναδιοργάνωση από την αρχή, μα πιο σταθερά.». Καμιά αμφιβολία δεν μπορούν να έχουν οι κομμουνιστές πως πάθαμε πάρα πολύ βαριά οικονομική ήττα στο οικονομικό μέτωπο, μια και συνειδητά βάζουν ζήτημα για τη νέα οικονομική πολιτική. Και στο σημείο αυτό είναι βέβαια αναπόφευκτο να βρεθεί μια μερίδα ανθρώπων σε κατάσταση απογοήτευσης, σχεδόν πανικού, και εξ αιτίας τής υποχώρησης να αρχίσουν οι άνθρωποι αυτοί να πανικοβάλλονται. Αυτό το πράγμα είναι αναπόφευκτο. Ξέρουμε πως, όταν ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε, η νίκη του άρχιζε από τη στιγμή που το έβαζε στα πόδια μπροστά στον εχθρό, και κάθε φορά σε κάθε μέτωπο μια μερίδα ανθρώπων περνούσε αυτήν την περίοδο του πανικού. Μα κάθε φορά —και στο μέτωπο του Κολτσάκ και στο μέτωπο του Ντενίκιν και στο μέτωπο του Γιουντένιτς και στο πολωνικό μέτωπο και στο μέτωπο του Βράνγκελ— κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο: αφού μας τις έβρεχαν για τα καλά, μία και κάποτε και περισσότερες φορές, εμείς επαληθεύαμε την παροιμία: «ένας δαρμένος αξίζει όσο αξίζουν δύο άδαρτοι». Αφού τις τρώγαμε μια φορά, αρχίζαμε την επίθεση σιγά, συστηματικά και προσεχτικά.

Βέβαια, τα προβλήματα στο οικονομικό μέτωπο είναι πολύ πιο δύσκολα από τα προβλήματα του πολεμικού μετώπου, μα υπάρχει μια γενική ομοιότητα στα βασικά γνωρίσματα της στρατηγικής. Στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντενίκιν είτε ο Πιλσούδσκι, μια ήττα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο ουσιαστική και επικίνδυνη. Η ήττα αυτή εκφράστηκε με το γεγονός ότι η οικονομική μας πολιτική στους ανώτερους κρίκους της ήταν ξεκομμένη από τους κατώτερους και δεν οδήγησε στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων, που το πρόγραμμα του Κόμματός μας έβαζε σαν βασικό και άμεσο καθήκον.

Το σύστημα της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων τού χωριού, αυτός ο άμεσος κομμουνιστικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων οικοδόμησης στην πόλη, εμπόδιζε την άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων και στάθηκε η βασική αιτία τής βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης που αντιμετωπίσαμε την άνοιξη του 1921. Να γιατί χρειάστηκε να γίνει αυτό που, από την άποψη της γραμμής μας, της πολιτικής μας, δεν μπορώ να το πω διαφορετικά, παρά σοβαρότατη ήττα και υποχώρηση. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να πούμε πως η υποχώρηση αυτή μοιάζει με υποχώρηση του Κόκκινου Στρατού, με πληρη τάξη σε προκαθορισμένες θέσεις. Είναι αλήθεια πως οι θέσεις ήταν προκαθορισμένες. Αυτό μπορούμε να το ελέγξουμε, αν αντιπαραβάλουμε τις αποφάσεις που πήρε το Κόμμα μας την άνοιξη του 1921 με την απόφαση του 1918 που ανάφερα πιο πάνω. Οι θέσεις προκαθορίστηκαν, μα η υποχώρηση προς αυτές τις θέσεις έγινε (και σε πολλά μέρη τών επαρχιών γίνεται και τώρα) με αρκετή και μάλιστα υπερβολική αταξία.


[...]


ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΑΜΕΣΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

Δεν πρέπει να υπολογίζουμε σε ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό. Πρέπει να στηρίζουμε την οικοδόμηση στο προσωπικό ενδιαφέρον τού αγρότη. Μας λένε: «Το προσωπικό ενδιαφέρον τού αγρότη στηρίζεται στην αναβίωση της ατομικής ιδιοκτησίας». Όχι, εμείς ποτέ δεν καταργήσαμε την προσωπική ιδιοκτησία στα είδη κατανάλωσης και στα εργαλεία όσον αφορά στους αγρότες. Καταργήσαμε την ατομική ιδιοκτησία τής γης, μα ο αγρότης και προηγούμενα οργάνωνε το νοικοκυριό του χωρίς να είναι η γη ατομική του ιδιοκτησία, όπως λόγου χάρη σε νοικιασμένη γη. Το σύστημα αυτό υπήρχε σε πάρα πολλές χώρες. Εδώ τίποτε το ακατόρθωτο δεν υπάρχει από οικονομική άποψη. Η δυσκολία είναι πώς να κεντρίσουμε το προσωπικό ενδιαφέρον. Πρέπει επίσης να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον τού κάθε ειδικού, έτσι που να έχει συμφέρον από την ανάπτυξη της παραγωγής.

Ξέραμε πώς να το κάνουμε αυτό; Όχι δεν ξέραμε! Πιστεύαμε πως σε μια χώρα με αποταξικοποιημένο προλεταριάτο θα μπορούσαμε να ρυθμίζουμε την παραγωγή και την κατανομή με μια απλή κομμουνιστική προσταγή. Θα χρειαστεί να αλλάξουμε πορεία, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε το προλεταριάτο να κατανοήσει αυτό το πέρασμα. Τέτοια προβλήματα ποτέ άλλοτε δεν έβαλε η Ιστορία. Αν δοκιμάζαμε να λύσουμε το πρόβλημα αυτό κατ’ ευθείαν, με κατά μέτωπο, ας πούμε, επίθεση, θα αποτυχαίναμε. Τέτοια λάθη γίνονται σε κάθε πόλεμο και δεν τα θεωρούν λάθη. Αν δεν πέτυχε η κατά μέτωπο επίθεση, θα περάσουμε στην τακτική τού ελιγμού, στη μέθοδο της πολιορκίας και του λαγουμιού.


[1] Η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Κεντρικών Δυνάμεων και της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας που υποχρεώθηκε να υπογράψει η κυβέρνηση των μπολσεβίκων. Η ιδέα της σύναψης ειρήνης και της απόσυρσης της Ρωσίας από τον Μεγάλο Πόλεμο ήταν μία ιδέα τού Λένιν, που αρχικά δεν συγκέντρωσε υπέρ της παρά μια μικρή μειοψηφία στο κόμμα τών μπολσεβίκων κι ακόμα πιο μικρή στα Σοβιέτ. Πολεμήθηκε σφοδρά από την ομάδα τών Αριστερών Κομμουνιστών υπό τον Μπουχάριν, τους κατ’ εξοχήν πιστούς εκείνη την περίοδο της ‘‘ιδεολογικής καθαρότητας’’  και της ‘‘επαναστατικής συνέπειας’’. Η αμείλικτη πραγματικότητα, η ακλόνητη επιμονή τού Λένιν (μαζί με τη γαϊδουρινή υπομονή του) και η ικανότητά του να πείθει μετέστρεψαν τη γνώμη τής πλειοψηφίας και η Συνθήκη τελικά υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου τού 1918. Η Ρωσία έχανε περίπου το 1/4  τών εδαφών της και το 1/3 τού πληθυσμού της. Αλλά η Επανάσταση έμενε ζωντανή!


Η photο είναι από το mygranma.wordpress.com

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Γιατί φάγαμε μέλι που αποδείχθηκε ότι ο Τσίπρας είχε φάει πόρτα από τον Ολάντ (όπως έδειξαν τα κρουασάν που έφαγε ο Βενιζέλος!)



ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ότι αμέσως μετά τις εκλογές τής 6ης Μαΐου στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ο Αλέξης Τσίπρας επιδίωξε να συναντηθεί με τον νεοεκλεγμένο Γάλλο Πρόεδρο. Μάλιστα, από τα γραφεία τού ΣΥΝ στην Κουμουνδούρου (το μέρος όπου, σύμφωνα με κάποιες εσκεμμένα(;) απληροφόρητες πηγές, περίπου μπαινοβγαίνουμε —lol!), φρόντισαν να προαναγγείλουν την πρόθεσή του. Η απάντηση στο σχετικό αίτημα ήταν αρνητική και η τεκμηρίωσή της ακαταμάχητη: σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ο Πρόεδρος της Γαλλίας δεν συναντάται επίσημα με απλούς αρχηγούς.

Όμως, (πάντα υπάρχει ένα όμως σ’ αυτή τη ζωή!), στις αρχές τής εβδομάδας που τελειώνει σήμερα, αποδείχθηκε ότι ο Αλέξης Τσίπρας, τελικά, δεν είχε προσκρούσει σε κανένα πρωτόκολλο της γαλλικής Προεδρίας. Είχε προσκρούσει κατά μέτωπο, μούρη με μούρη που λένε, με τη βαριά, δρύινη εξώπορτα του Προεδρικού Μεγάρου στα Ηλύσια Πεδία! Διότι ο Γάλλος Πρόεδρος, την Τρίτη που μας πέρασε, δέχθηκε και καλοδέχθηκε τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον ηγέτη τής τέως Μεγάλης ‘‘Δημοκρατικής’’ Παράταξης. Όπερ έδει δείξαι!

Το τι μέλι φάγαμε, δεν λέγεται! Όχι βέβαια επειδή στραπατσαρίστηκε η πρόσοψη του ‘‘ωραίου Αλέξη’’! Παρά το ότι δεν θα είχε κανένας από μας και πολύ τύχη, αν ‘‘κονταροχτυπιόταν’’ μαζί του για την κατάκτηση κάποιας ‘‘ωραίας ύπαρξης’’, χαιρέκακοι δεν είμαστε. Οι λόγοι τής χαράς μας ήταν καθαρά πολιτικοί.


ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ την παραμικρή αμφιβολία ότι η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα να επιδιώξει συνάντηση με τον Φρανσουά Ολάντ, σε συνδυασμό και με την πρόσφατη εξόρμησή του σε Παρίσι και Βερολίνο, αποσκοπούσε σε δύο θετικές αναμενόμενες επενέργειες.

Η πρώτη ήταν διττή: αφ’ ενός να δείξει στους μεγάλους αριθμούς πολιτών που συσπειρώνει πια ο ΣΥΡΙΖΑ ότι ο ηγέτης τού σχήματος έχει τα κότσια να συνομιλεί ως ίσος προς ίσον με ευρωπαίους ηγέτες, ακόμα και των κυρίαρχων χωρών τής Ευρώπης και, αφ’ ετέρου, ότι διαθέτει το απαιτούμενο πολιτικό βάρος για να γίνεται αποδεκτός ως συνομιλητής από αυτούς. Η δεύτερη, να δώσει ένα πρώτο έμπρακτο δείγμα τού γιατί η ιδέα ενός από αριστερές θέσεις ορμώμενου πανευρωπαϊκού μετώπου κόντρα στην επίθεση που δέχονται οι υφιστάμενες την εκμετάλλευση τάξεις είναι ρεαλιστική.  

Επί της αρχής δεν έχουμε την παραμικρή αντίρρηση για καμία από αυτές τις επιδιώξεις. Ούτε και πιστεύουμε πως είναι παντελώς αθεμελίωτες. Αλλά, σε αυξανόμενο βαθμό, κατά τη σειρά παράθεσή τους, έχουν όλες και κάποιο ανυπέρβλητο όριο:

1. Πράγματι, ο Αλέξης Τσίπρας έχει κότσια. Όμως, τα κότσια που διαθέτει κάποιος δεν τον εξασφαλίζουν από το ενδεχόμενο να τις ...αρπάξει! Ο βολονταρισμός είναι δωρεάν. Αλλά μόνο στην ...είσοδο! Στην έξοδο καλείσαι πάντα να καταβάλεις κάποιο τίμημα. Φοβόμαστε ότι ο Τσίπρας δεν δέχθηκε με γενναιότητα (άρα και σοφία) να καταβάλει το τίμημα. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αλλιώς την (χοντρο)πατάτα που έκανε να αποκαλέσει τον Ολάντ, έστω δυνητικά και υπό προϋποθέσεις, «Ολαντρέου». Γιατί, αν προσβλέπεις σε μια συμμαχία με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (σωστά ή λάθος, αδιάφορο εν προκειμένω), αν έχεις δημιουργήσει την εντύπωση ότι «κάτι αλλάζει στην Ευρώπη» με την εκλογή τού Ολάντ, δεν τσινάς[1] στο πρώτο σκαμπίλι σαν τον υποψήφιο μπρουτάλ εραστή που με το πρώτο όχι λέει «άντε μωρή παλιοχαμούρα, πολύ αξία σού ’δωσα»![2] Elementary, my dear Alexis!

2. Ανεξάρτητα από το προσωπικό πολιτικό βάρος τού Αλέξη Τσίπρα ή τη δημοφιλία του στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την εκλογική δύναμη και δυναμική τού ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από τον φόβο τού ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού για τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει η ελληνική περίπτωση για το ευρώ, δεν παύει ο βαθμός της αποδοχής τού ηγέτη τού ΣΥΡΙΖΑ από τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια να είναι συνάρτηση και τής θέσης που κατέχει αυτή τη στιγμή η χώρα μας στην ιεραρχία τών χωρών τής ΕΕ. Δεν ξέρουμε αν ο Τσίπρας είχε την εντύπωση ότι ζητούσε να συνομιλήσει με τον Πρόεδρο απλώς μιας από τις ‘‘Ενωμένες Πολιτείες τής Ευρώπης’’. Καλού-κακού όμως θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε από εδώ ότι ζητούσε να συνομιλήσει με τον Πρόεδρο της Γαλλίας, δηλαδή ενός (καπιταλιστικού) έθνους-κράτους. Και όπως συμβαίνει με τα δάχτυλα, έτσι συμβαίνει και με τα (καπιταλιστικά) έθνη-κράτη: δεν είναι όλα ίσα! Ιδίως εκείνα που τελούν υπό οικονομική (και δικαστική!) επιτροπεία!

3. Πανευρωπαϊκό αριστερό μέτωπο; Χμ... ‘‘Κλέβοντας’’ τον Γκάντι απαντούμε: θα ήταν μια καλή ιδέα![3] Δυστυχώς, όπως όλες οι καλές ιδέες, παρουσιάζει και μεγάλες δυσκολίες. Δεν θα αναφερθούμε σε λεπτομέρειες, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Θα περιοριστούμε όμως να θυμίσουμε στον Αλέξη Τσίπρα και σε όποιον άλλο αρμόδιο του ΣΥΡΙΖΑ ότι μία από τις δυσκολίες είναι και η ανισόμετρη ανάπτυξη καθώς και οι ιστορικές ως επί το πλείστον ιδιομορφίες του εργατικού κινήματος που παρατηρούνται από χώρα σε χώρα τής ΕΕ. Μπορεί να είμαστε όλοι Ευρωπαίοι, αλλά δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Ο πολιτικός σεισμός με τον οποίο ισοδυναμεί το αποτέλεσμα των εκλογών τής 6ης Μαΐου στην Ελλάδα δεν έχει την ίδια ένταση με αυτόν που προξένησαν οι εκλογές στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση: αν ο πρώτος, στην κλίμακα των πολιτικών Ρίχτερ, ήταν 6άρης, ο δεύτερος ίσα που κούνησε τη βελόνα. Μπορεί να μην είναι ακριβώς αέρας κοπανιστός, όπως είπε η Αλέκα Παπαρήγα. Είναι όμως πολύ περισσότερο αέρας κοπανιστός, παρά ‘‘τυφώνας Ολάντ’’! Ας μη φαντασιώνονται λοιπόν ένα αριστερό πανευρωπαϊκό μέτωπο με τον Ολάντ σημαιοφόρο και επί κεφαλής (τον Ολάντ που επιμένει στο μαστίγιο της τήρησης των δεσμεύσεων τού μνημονίου με λίγο περισσότερο καρότο ‘‘ανάπτυξης’’, όπως και ο ηγέτης τών Γερμανών σοσιαλδημοκρατών...). Ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος έδειξε με απόλυτη σαφήνεια ποιων πολιτικών δυνάμεων θέλει να είναι σημαιοφόρος, δεχόμενος μετά χαράς τον Ευάγγελο Βενιζέλο,[4] αφού πρώτα είχε στείλει άρον-άρον τον Τσίπρα στον οδοντίατρο! Και η γαλλική Αριστερά, με υποδιπλάσια εκλογικά ποσοστά από τη δική μας, δεν βλέπει ούτε τη σκόνη μας! Δεν θα κάνουμε ...ανάποδη πορεία προς τα πίσω για να μας ...προλάβουν οι βραδυπορούντες Γάλλοι σύντροφοι. Εμείς ξεμπερδέψαμε με το δικό μας ΠΑΣΟΚ. Να κόψουν το λαιμό τους και να ξεμπερδέψουν κι αυτοί με το δικό τους.[5] Μετά, το συζητάμε και το πανευρωπαϊκό μέτωπο!


ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ, γιατί φάγαμε μέλι με το ‘‘πάθημα’’ του Αλέξη Τσίπρα. Γιατί φάνηκαν τα όρια που έχουν σήμερα οι ευρωπαϊκοί στρατηγικοί προσανατολισμοί του ελληνικού αριστερού κινήματος. Θα ανοίξουμε σαμπάνιες όταν αισθανθούμε πως έχουν αντληθεί και τα ανάλογα μαθήματα. Να υποθέσουμε ότι  αυτός είναι ο λόγος που έπεσε μουγκαμάρα για το γεγονός σε γνωστά στέκια τού ΣΥΝ («Αυγή», Red Notebook, Left), σε αντίθεση με τις θριαμβολογίες (χωρίς τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας...) για την ήττα τού σαρκοζισμού; Να υποθέσουμε δηλαδή ότι το μελετάνε το πράγμα;

Μακάρι!


[1] Για να δείξεις, ίσως, ότι είσαι αριστερός και όχι σοσιαλδημοκράτης; Υπάρχουν άλλα και πολύ πιο λαμπρά πεδία δόξης γι’ αυτό...

[2] Για να μην αναφερθούμε στην άφθονη τροφή την οποία  προσέφερε στους εγχώριους ‘‘παπαγάλους’’, πράσινους και μπλε, να εξεπολύσουν τους προπαγανδιστικούς μύδρους τους για τον «ανεύθυνο Τσίπρα» (λέγε με ΣΥΡΙΖΑ) που επιτίθεται «στους καλύτερους συμμάχους τής Ελλάδας, υπονομεύοντας τη θέση τής χώρας»...

[3] Ρώτησε κάποιος τον Γκάντι: «Τι γνώμη έχετε για τον δυτικό πολιτισμό;». Κι εκείνος απάντησε: «Θα ήταν μια καλή ιδέα». (Το αναφέρει ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν σε κάποιο δοκίμιό του.)

[4Ως φανατικός ‘‘αντισταλινικός’’, μπορούσε ποτέ να μην υποστηρίξει τους πραγματικούς (αστικο)δημοκράτες;

[5] Για να τα λέμε όλα, χλωμό το βλέπουμε, όπως εξηγούσαμε εδώ.


Η photo είναι από το gossip-shopping.blogspot.com. Η ‘‘οδοντοτεχνία’’, δική μας.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Ματ σε ν+1 κινήσεις. Παίζουν οι Κόκκινοι.



Τα όσα γίνονται στη χώρα εδώ και δύο περίπου χρόνια, θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με διάφορα παίγνια. Γι’ αυτό που κυρίως θέλουμε να επισημάνουμε με το σημερινό μας σημείωμα όμως, μας φαίνεται ότι το πιο κατάλληλο είναι το σκάκι κι αυτό επιλέγουμε. Έτσι λοιπόν, εγκαταλείπουμε —προσωρινά— το τραπέζι τής πόκας με την πράσινη τσόχα και παίρνουμε θέση μπροστά σε μία σκακιέρα.

Οι αντίπαλοι

Από τη μια μεριά η άρχουσα τάξη και οι σύμμαχοί της. Μια και συνηθίζουν να εμφανίζουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους ως συμφέροντα όλου τού έθνους (κι ας είναι αισχρή μειοψηφία), κι αφού επιμένουν να προσποιούνται  ότι όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα είμαστε ίσοι κι όμοιοι από τη στιγμή που όλοι είμαστε Έλληνες (έτσι τους βολεύει, να θεωρούν ως υπέρτατο κριτήριο αυτό της εθνικότητας), ας τους ντύσουμε το εθνικό χρώμα κι ας τους ονομάσουμε Μπλε.

Απέναντί της βρίσκεται η κατ’ εξοχήν υποτελής τάξη —όλοι εκείνοι δηλαδή που έχουν ως μοναδικό τρόπο επιβίωσης την πώληση της εργασίας τους έναντι μισθού, ημερομισθίου, αμοιβής με το κομμάτι, κ.λπ.— μαζί με τους δικούς της συμμάχους. Αυτούς πάλι, μια και πιστεύουν ότι το υπέρτατο κριτήριο κατηγοριοποίησης των ανθρώπων δεν είναι η εθνικότητά τους ή το χρώμα τους, αλλά η κοινωνικοοικονομική τάξη στην οποία εντάσσονται αντικειμενικά, κι αφού αυτές οι απόψεις είναι ταυτισμένες εδώ και περίπου ενάμισο αιώνα με την Αριστερά, ας τους δώσουμε το χρώμα της κι ας τους πούμε Κόκκινους. Στο σχολιασμό τού αγώνα θα προσπαθήσουμε να είμαστε αντικειμενικοί. Όχι φυσικά επειδή είμαστε αμερόληπτοι (αρκετούς ‘‘αμερόληπτους’’ έχει η μπλογκόσφαιρα, δεν μας χρειάζεται), αλλά ακριβώς επειδή η μεροληψία μας υπέρ των Κόκκινων είναι διακηρυγμένη και δεδομένη. 

Με όρους κανονικού παιχνιδιού οι Μπλε αντιστοιχούν στα λευκά. Έχουν δηλαδή το πλεονέκτημα της πρώτης κίνηση (στο σκάκι οι παίκτες παίζουν εναλλάξ, αλλά η παρτίδα ξεκινάει πάντα με κίνηση των λευκών). Σε αντίθεση όμως με ό,τι συμβαίνει στο πραγματικό σκάκι, όπου, ceteris paribus, η κατάσταση σύντομα εξισορροπείται, στον παραλληλισμό που κάνουμε εδώ, οι Μπλε, ως άρχουσα τάξη, διαθέτουν πάντα ένα σταθερό πλεονέκτημα. Η πλεονεκτική θέση τους ισχυροποιείται, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι χαρακτηρίζονται από σημαντικά ικανοποιητικό βαθμό ομοφωνίας μεταξύ τους όσο αφορά στη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν στην παρούσα φάση τής παρτίδας, ενώ οι Κόκκινοι όχι (ακόμα χειρότερα: συχνά σπαράσσονται από εσωτερικές έριδες και ανταγωνισμούς!). Κατά τα άλλα, οι αντίπαλοι έχουν τις δικές του αρετές και αδυναμίες ο καθένας.

Βασικά σημεία σκακιστικής στρατηγικής

Πριν δούμε τη συγκεκριμένη μεταφορική μας παρτίδα, είναι απαραίτητο, για την κατανόηση του κεντρικού νοήματος της ανάλυσης που επιχειρούμε με το παρόν κείμενο, να έχετε κατά νου κάποια βασικά ζητήματα σκακιστικής στρατηγικής, σύμφωνα με τα οποία προσδιορίζεται ο χαρακτήρας που μπορεί να πάρει μία πραγματική σκακιστική παρτίδα —εννοείται και μία μεταφορική σαν αυτή που έχουμε στήσει εδώ. (Εξυπακούεται ότι πολλά από τα αμέσως παρακάτω ισχύουν για κάθε σχεδόν παιχνίδι, αλλά, θυμίζουμε, έχουμε διαλέξει να ‘‘παίξουμε’’ σκάκι.)

Γενικά λοιπόν μιλώντας, οι δύο βασικές επιλογές που έχει κάθε παίκτης είναι τρεις: 1: Επιθετική στρατηγική, 2: Αμυντική  και 3: (η ενδιάμεσή τους) Επιφυλακτική. Επειδή όμως το σκάκι, όπως τα περισσότερα παιχνίδια άλλωστε, είναι διαδραστικό —με πιο πολιτικούς όρους: διαλεκτικό— δεν έχει νόημα να μείνουμε εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε εξετάζοντας τις καταστάσεις που προκύπτουν στη σκακιέρα, ανάλογα με τις επιλογές και των δύο παικτών. Μ’ άλλα λόγια, να δούμε τι προκύπτει μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση τους. Έτσι λοιπόν:

Η συσχετιστική εξέταση μας φέρνει μπροστά σε δύο ενδεχόμενα: 1. Οι αντίπαλοι ακολουθούν διαφορετική στρατηγική και 2. Οι αντίπαλοι ακολουθούν όμοια στρατηγική. Αν ισχύσει το πρώτο η παρτίδα αργά ή γρήγορα ξεκαθαρίζει: η μία πλευρά αποκτά την υπεροχή και η άλλη προσπαθεί να ανταπεξέρθει στην πίεση (δεν μπαίνουμε σε λεπτομέρειες περί ενεργητικής ή παθητικής άμυνας και τα παρόμοια). Αυτό μας οδηγεί σε εμφανείς καταστάσεις ανισορροπίας, οι οποίες, ακριβώς επειδή είναι ανισόρροπες, συχνά, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ανισορροπία δεν προδικάζει το αποτέλεσμα, πάντα υπάρχουν τα περιθώρια της ανατροπής. Ωστόσο, το προδιαγράφουν, αν η ανατροπή δεν συντελεστεί.

Οι πιο ενδιαφέρουσες καταστάσεις προκύπτουν στην περίπτωση που και οι δύο αντίπαλοι ακολουθήσουν όμοια στρατηγική. Έτσι, αν παίξουν επιθετικά, η σκακιέρα γίνεται ένα φαντασμαγορικό πεδίο μάχης με εκατέρωθεν οξείες επιθέσεις και αντεπιθέσεις, καταδρομικές ενέργειες και διεισδύσεις στα μετόπισθεν του αντιπάλου, παγίδες και αντιπαγίδες, σε όλο το πλάτος τού μετώπου. Ο χαρακτήρας τής σύγκρουσης είναι μάλλον τακτικός και θα λέγαμε πως θυμίζει τον πόλεμο κινήσεων τού Γκράμσι. Αν πάλι ακολουθήσουν αμυντική ή επιφυλακτική στρατηγική (τα όρια μεταξύ τους, πολύ συχνά, είναι δυσδιάκριτα) η σκακιέρα είναι ‘‘ήσυχη’’ —φαινομενικά και μόνο βέβαια. Οι αντίπαλοι επιδιώκουν να πάρουν τις κατάλληλες θέσεις με ‘‘ήρεμες’’ κινήσεις, χωρίς να βιάζονται ή να εκβιάζουν τα πράγματα, έτσι ώστε να αποκτήσουν σταδιακά στρατηγικό πλεονέκτημα πριν πέσει η πρώτη ‘‘ντουφεκιά’’. Ανατρέχοντας και πάλι στη γραμσιανή ορολογία δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε ότι αυτού του τύπου οι παρτίδες θυμίζουν τον πόλεμο θέσεων —είναι χαρακτηριστικό εξ άλλου ότι στη σκακιστική βιβλιογραφία αναφέρονται ως παρτίδες ποζισιονέλ.

Εγκαταλείπουμε αυτή την ενότητα για να επικεντρωθούμε στους Μπλε και τους  Κόκκινους, με τρεις ακόμα καίριες επισημάνσεις που πρέπει να κρατήσετε στις αποσκευές σας, συνεχίζοντας το αναγνωστικό ταξίδι:

Α. Κάθε παρτίδα εκτυλίσσεται σε διάφορες φάσεις. Κατά τη διάρκειά της οι αντίπαλοι διαφοροποιούν τη στρατηγική τους ανάλογα με τις συνθήκες. Έτσι και ο χαρακτήρας της δεν είναι μόνιμος και σταθερός. Η κατάσταση στη σκακιέρα τροποποιείται: οι λυσσαλέες μάχες μπορούν να διαδεχθούν μία ‘‘ήρεμη’’ ποζισιονέλ διάταξη και αντιστρόφως, ο επιτιθέμενος ή αμυνόμενος να μετατραπεί στο αντίθετό του, κ.ο.κ.

Β. Είπαμε πριν ότι κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού διαμορφώνονται στη σκακιέρα διάφορες καταστάσεις (ισορροπίας, ανισορροπίας, περίπλοκες, ‘‘ήρεμες’’, κ.λπ.). Υπάρχει όμως μία ιδιόμορφη κατάσταση στην οποία πρέπει να αναφερθούμε ιδιαιτέρως.

Είναι η κατάσταση zugzwang (τζούνγκβανγκ). Σ’ αυτήν, ο παίκτης που είναι η σειρά του να παίξει ...χάνει! —ή περιέρχεται σε σαφώς μειονεκτική θέση. Όποια κίνηση κι αν κάνει! Μερικές φορές δε, αν και αυτό συμβαίνει σπάνια, περιέρχονται και οι δύο παίκτες σε κατάσταση zugzwang, δηλαδή όποιος και να κάνει κίνηση χάνει. Ο πιο άτυχος είναι βέβαια αυτός που όντως είναι υποχρεωμένος να παίξει: χάνει μόνο και μόνο γιατί ήταν η σειρά του!

Γ. Η διάκριση που κάναμε για τις στρατηγικές ισχύει και για τις μεμονωμένες κινήσεις: υπάρχουν κινήσεις επιθετικές, αμυντικές, ή, το ενδιάμεσό τους, επιφυλακτικές. Ωστόσο πρέπει κι εδώ να μνημονεύσουμε ξεχωριστά μία ειδική περίπτωση.

Πρόκειται για τις κινήσεις αναμονής. Είναι αυτές που αποσκοπούν απλώς και μόνο στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Ο παίκτης που κάνει μια τέτοια κίνηση εκτιμά ότι οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν την ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας ούτε όμως και τον υποχρεώνουν να κινηθεί αποτρεπτικά έναντι κάποιας συγκεκριμένης απειλής αφού διαπιστώνει ότι τέτοια απειλή δεν υφίσταται. Έτσι, επιλέγει να περιμένει μια πιο κατάλληλη στιγμή με κινήσεις που δεν έχουν ουσιαστική σημασία.

Από τη θεωρία στην πράξη

Πώς εφαρμόζονται όλα τα παραπάνω στην παρτίδα Μπλε vs Κόκκινοι και ποια είναι η πρακτική αξία τους για κάποιον που θα ήθελε να φωτίσει την παρούσα φάση τής σύγκρουσης, επ’ ωφελεία βέβαια τών δικών μας; Ας εξετάσουμε κατ’ αρχήν την κατάσταση στη σκακιέρα μας. Είναι όμως χρήσιμο να φτάσουμε εκεί μέσα από μια σύντομη αναδρομή.

Η παρτίδα άρχισε πριν από δύο χρόνια πάνω-κάτω με σφοδρή επίθεση των Λευκών. Οι Κόκκινοι, μετά το πρώτο σάστισμα, άρχισαν σιγά-σιγά να οργανώνουν την άμυνά τους. Στην αρχή, καθώς ήταν αιφνιδιασμένοι, η άμυνα που αντέταξαν ήταν παθητική. Σταδιακά πέρασαν σε όλο και πιο ενεργητική, ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου χρόνου τής παρτίδας, το 2011, όταν και οργάνωσαν ακόμα και ένα-δυο ισχυρές αντεπιθέσεις που έφτασαν στο σημείο να κλονίσουν τους Λευκούς, χωρίς όμως να γίνει δυνατό να οδηγηθούν σε κατάρρευση. Ένας από τους λόγους οι οποίοι τούς επέτρεψαν να την αποφύγουν ήταν και οι αλλαγές τις οποίες έκαναν στα γενικά τους επιτελεία, μία το καλοκαίρι τού 2011 και μία το φθινόπωρο. Οι αλλαγές, ιδίως η δεύτερη, είχαν σαν αποτέλεσμα μία κάποια αδρανοποίηση των Κόκκινων —αποτέλεσμα της στάσης αναμονής εν όψει τών νέων σχεδίων τών αντιπάλων τους. Σύντομα όμως, με αποκορύφωμα τον Φεβρουάριο τού 2012, η σκακιέρα έγινε και πάλι άνω-κάτω. Κάτω από την πίεση, οι Λευκοί αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τη μορφή τήν οποία επεδίωκαν να προσδώσουν στη σύγκρουση οι αντίπαλοί τους: αναγκάστηκαν να προκηρύξουν εκλογές. Εκεί, υπέστησαν μία μεγάλη, πλην όχι αποφασιστική ήττα. Οι προσπαθειές τους να απεμπλακούν δεν τελεσφόρησαν και είναι τώρα υποχρεωμένοι να δώσουν δεύτερη εκλογική μάχη. Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Και εν όψει τών επαναληπτικών εκλογών, η κατάσταση στη σκακιέρα χαρακτηρίζεται από μία εξαιρετικά εύθραυστη ισορροπία, αφού, σύμφωνα με όλες τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, οι Μπλε και οι Κόκκινοι συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους χωρίς όμως καμία πλευρά να έχει αποκτήσει ξεκάθαρη αριθμητική υπεροχή. 

Οι στρατηγικές τών αντιπάλων

Σε καταστάσεις εύθραυστης ισορροπίας ακόμα και μια μικρή αλλαγή μπορεί να κάνει τη μεγάλη διαφορά που θα την ανατρέψει υπέρ τού ενός ή του άλλου αντιπάλου. Πόσω μάλλον η μεγάλη που επιχειρούν οι Μπλε. Ποια είναι αυτή; Μα φυσικά η αλλαγή τής ατζέντας, σύμφωνα με την ορολογία τού συρμού.

Η ατζέντα με την οποία πήγαμε στις προηγούμενες εκλογές ήταν εκείνη τού μνημονίου/αντιμνημονίου. Αυτή ήταν η επιλογή των Κόκκινων —κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, αφού όπως είπαμε είναι διχασμένοι— και κατάφεραν να την επιβάλλουν. Όπως έδειξαν τα πράγματα, η επιλογή τους ήταν απόλυτα ορθή. Κι επειδή οι Μπλε μπορεί να είναι ό,τι είναι, αλλά, για να τα λέμε όλα, δεν είναι και χαζοί, προσπαθούν με νύχια και με δόντια να τροποποιήσουν την ατζέντα από μνημόνιο/αντιμνημόνιο σε ευρώ/δραχμή. Τι λόγο έχουν οι Κόκκινοι να δεχθούν αυτή την αλλαγή; Έναν μόνο: να θέλουν να αυτοκτονήσουν! Γιατί η αποδοχή της θα σήμαινε πως θα περιέπιπταν σε κατάσταση zugzwang, όπου, θυμηθείτε, όποια κίνηση κι αν κάνεις, χάνεις! Πράγματι: μία οριστική, αμετάκλητη και τελεσίδικη θέση τών Κόκκινων υπέρ του ευρώ, ανεξαρτήτως των καταστροφών που θα υποστεί η ελληνική κοινωνία στο μέλλον, ακυρώνει πλήρως την αντιμνημονιακή στρατηγική τους και τους αποκόπτει από ένα μεγάλο και μάλλον διογκούμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα! Και μία διακήρυξη υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα τώρα, με την πλειοψηφία των εργαζομένων να μην έχει πειστεί ακόμα πως δεν υπάρχει ελπίδα εντός τού  ευρώ τους θέτει αυτομάτως εκτός παιχνιδιού. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε μία παρέκβαση.

Όλοι ξέρουμε πως οι δημοσκοπήσεις με αντικείμενο το ευρώ δείχνουν μία συντριπτική υπεροχή υπέρ τής παραμονής στην ευρωζώνη με μία αναλογία περίπου 4/1. Έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον μία ποιοτική παράμετρος των διαθέσεων των πολιτών έναντι του ευρώ, η οποία, απ’ όσο τουλάχιστον ξέρουμε εμείς, είναι η πρώτη φορά  που τίθεται  υπό εξέταση σε έρευνα κοινής γνώμης. Αυτό έγινε την προηγούμενη εβδομάδα σε μία έρευνα της Pulse RC που δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι. Σ’ αυτήν λοιπόν, το ερώτημα δεν ήταν απλώς «ευρώ ή δραχμή;», αλλά: α) ευρώ μέχρις ενός ορίου κόστους και θυσιών, β) ευρώ ανεξαρτήτως κόστους και γ) δραχμή τώρα. Τα αποτελέσματα; α) 54%, β) 34% και γ) 7%. Κρατήστε κι αυτή τη ‘‘λεπτομέρεια’’, καθώς θα προχωράτε στην ανάγνωση, αλλά κι όταν θα έχετε φύγει πια από εδώ...

Επανερχόμενοι στη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν οι Κόκκινοι: Όπως οι αντίπαλοί τους προσπαθούν πάση δυνάμει να αλλάξουν την ατζέντα των επικείμενων εκλογών, άλλο τόσο κι εκείνοι πρέπει να επιμείνουν στη διατήρηση της ατζέντας που τους έφερε ένα βήμα από την πρώτη θέση στις προηγούμενες. Μνημόνιο/αντιμνημόνιο λοιπόν, μέχρι το τελευταίο λεπτό τής προεκλογικής εκστρατείας! Φυσικά, θα εξακολουθήσουν να πιέζονται αφόρητα από τους Μπλε και τους συμμάχους τους —φανερούς και κρυφούς. Εξ άλλου, τα δύο ζητήματα είναι στενά συνδεδεμένα για την ώρα. Όμως εδώ οι Κόκκινοι θα πρέπει να κάνουν χρήση της ιδέας που κρύβεται πίσω από τις κινήσεις αναμονής. Κατά ευτυχή σύμπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ηγείται των Κόκκινων σε αυτή τη φάση,  έχει την κατάλληλη ‘‘υποδομή’’ για να ακολουθήσει με επιτυχία αυτή την τακτική.  Οι πολλές και ποικίλες απόψεις στο εσωτερικό του συναιρούνται τελικά σε μία εικόνα απροσδιοριστίας και αμφισημίας σχετικά με το ζήτημα του ευρώ. Κι αυτή η αμφισημία και απροσδιοριστία, σταθερό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου σχήματος και συνήθως όχι για καλό, τον κάνουν τώρα ιδανικό παίκτη κινήσεων αναμονής. Έτσι μπορεί να κινείται με άνεση χωρίς όμως να παίρνει συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ό,τι ακριβώς επιβάλλεται να κάνουν οι Κόκκινοι στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Παραδόξως —μάλλον όχι και τόσο παραδόξως, μια και, όπως υπενθυμίσαμε ήδη, οι Κόκκινοι είναι διχασμένοι— το ηγετικό σχήμα τής κόκκινης παράταξης σε αυτή τη φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν πιέζεται να πάρει θέση στο δίλημα ευρώ/δραχμή μόνο από τους αντιπάλους του. Πιέζεται και από τους μενσεβίκους (μειοψηφία) τών Κόκκινων.

Η πολυπληθέστερη και πιο μαχητική ομάδα τους, αυτή που χαλάει τον κόσμο επικρίνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ για οπορτουνισμό και κρυφή στήριξη του συστήματος, πιστεύει ότι πρέπει και ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να αποδείξει ότι όντως ανήκει κι αυτός στους Κόκκινους, να συνταχθεί με τη θέση τους υπέρ τής αποχώρησης από το ευρώ και την ΕΕ και να το δηλώσει καθαρά και ξάστερα εδώ και τώρα.

Μία άλλη μικρότερη ομάδα μενσεβίκων αποτελείται από επίσης πεπεισμένους ότι δεν υπάρχει ελπίδα μέσα στην ευρωζώνη. Αυτοί όμως τηρούν μια πιο συμβιβαστική στάση. Δεν απαιτούν σώνει και ντε την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην άποψή τους και επομένως δεν τον κατηγορούν γι’ αυτό. Τον επικρίνουν όμως επειδή δεν προετοιμάζει το λαό «δια παν ενδεχόμενο». Συγκεκριμένα για το ενδεχόμενο η σύγκρουσή μας με το Διευθυντήριο των Βρυξελλών με αντικείμενο το μνημόνιο να μας οδηγήσει εκτός ευρώ.

Κατά την άποψή μας, αμφότερες οι ομάδες των μενσεβίκων κάνουν βασικά λάθη τακτικής που, εκτιμούμε, προδίδουν έλλειμμα ξεκάθαρης στρατηγικής (ή και μεγάλη αδυναμία χάραξης ορθής στρατηγικής)

Timing (ή πότε είναι καιρός να είναι καιρός;)

Σύμφωνα με τις αιτιάσεις της πρώτης ομάδας των πιο μαχητικών και αδιάλλακτων μενσεβίκων που συνοπτικά εκθέσαμε λίγο παραπάνω, το συμπέρασμα που θα μπορούσε κάποιος να βγάλει αβίαστα είναι ότι πιστεύουν πως τώρα είναι ο καιρός για ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ και, επομένως, τώρα πρέπει οι Κόκκινοι να σαλπίσουν το σύνθημα της ‘‘γενικής εφόδου’’: Εξω από το ευρώ και την ΕΕ! Σωστά; Λάθος! Γιατί ενώ εξαπολύουν τους μύδρους τους, από την άλλη, την ίδια στιγμή, εκτιμούν και αυτοί, όπως ακριβώς πολλοί Κόκκινοι της πλειοψηφίας, πως «ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για ρήξεις»! Ποιος μπορεί να αρνηθεί όμως, ότι η αποχώρησή μας από το ευρώ είναι μία μεγάλη ρήξη; Άρα, πότε να υποθέσουμε ότι έχουν δίκιο; Όταν εκτιμούν ότι το timing δεν είναι το κατάλληλο για ρήξη, ή όταν καταλήγουν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα; Και πώς είναι δυνατόν να εμπιστευτείς κάποιους που οι εκτιμήσεις τους για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα διαφέρουν τόσο πολύ;

Οι μενσεβίκοι τής δεύτερης ομάδας, κάνουν ένα επίσης βασικότατο λάθος. Απορροφημένοι καθώς είναι με τα δικά μας ζητήματα, φτάνουν στο σημείο να ξεχνούν πως εκτός από εμάς υπάρχει κι ο αντίπαλος! Έτσι, όπως συμβαίνει και στο κανονικό σκάκι όπου έχουμε το φαινόμενο της ‘‘τύφλωσης’’ των σκακιστών, ενώ κοιτάζουν με προσοχή τη σκακιέρα, αποτυγχάνουν να διακρίνουν το προφανές: Δεν είναι μόνο οι Κόκκινοι στα ασπρόμαυρα τετράγωνα. Είναι και οι Μπλε! Οι οποίοι Μπλε θα έκαναν πραγματικό πάρτι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούσε τώρα την προετοιμασία «δια παν ενδεχόμενο», συνδυάζοντάς την με την προεκλογική εκστρατεία. Τι χρεία άλλων μαρτύρων θα είχαν οι άνθρωποι από εμάς τους ίδιους, για να στηρίξουν, ακλόνητα αυτή τη φορά, το επιχείρημά τους «Ο ΣΥΡΙΖΑ μας οδηγεί στη δραχμή» και να μας οδηγήσουν έτσι στις 17 Ιουνίου εκ του ασφαλούς στην ήττα; Πρέπει να ενημερωθεί ο λαός πριν πάρει τις αποφάσεις του ώστε να προετοιμαστεί «δια παν ενδεχόμενο»; Φυσικά! Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει άνθρωπος ανάμεσα στους Κόκκινους που θα το αρνηθεί αυτό! Αλλά και δεν νομίζουμε ότι εκείνο που προέχει τώρα είναι η προετοιμασία του λαού σε αυτό ειδικά το ζήτημα. Εκείνο που προέχει τώρα είναι η διεκδίκηση της εκλογικής νίκης.

Τελικά, πότε θα είναι ο καιρός να είναι καιρός;

Ειλικρινά δεν το ξέρουμε. Και δεν νομίζουμε να ξέρει κανείς πότε θα φτάσει ο κόμπος τού ευρώ στο χτένι τού ελληνικού λαού. Εκείνο το οποίο ξέρουμε όμως είναι ότι, καθώς ο κόμπος όλο και πλησιάζει, όλο και περισσότεροι Έλληνες θα αρχίζουν να σκέπτονται το πρόβλημα πιο σοβαρά και να εξετάζουν από μόνοι τους όλα τα ενδεχόμενα (η έρευνα που αναφέραμε πιο πάνω είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττη επ’ αυτού). Και ξέρουμε και το άλλο: Όσο κι αν παραμένει διχασμένος, όσο κι αν φαίνεται να θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, η ίδια η εμπειρία —η δική του εμπειρία· όχι αυτά που λέμε εμείς, ο Τσίπρας ή η Παπαρήγα!— είναι εκείνη που θα του δείξει τα όρια που, υπό τους παρόντες ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δύναμης ή κάποιους άλλους ‘‘ευνοϊκότερους’’, έχει η σιδερένια φτέρνα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Δεν πιστεύουμε πάντως πως ο ελληνικός λαός, όπως και κάθε λαός, θα επιλέξει να αυτοκτονήσει συλλογικά, λύση που επιλέγουν ατομικά με αυξανόμενους ρυθμούς πολλοί απελπισμένοι συμπατριώτες μας.

Κατά τη γνώμη μας, ένας από τους βασικούς, ο βασικότερος ίσως παράγοντας που συνετέλεσε και συντελεί στη συνεχιζόμενη αποδοχή τού ΣΥΡΙΖΑ από μεγάλο κομμάτι τής ελληνικής κοινωνίας ήταν —και πρέπει να διατηρηθεί εν ισχύι— ακριβώς αυτός:

Ο ΣΥΡΙΖΑ —συνειδητά και προγραμματισμένα ή όχι· ευφυώς ή, εξ αιτίας τού δικού του διχασμού, υποχρεωτικώς·— εμφανίστηκε να συμβιώνει με τον κοινωνικό διχασμό (όχι στο μνημόνιο/ναι στο ευρώ). Αντί να υποδείξει μια σαφέστερη πορεία, προτίμησε να συνοδοιπορήσει με το λαό. Αντί να ‘‘εκβιάσει’’ μια οριστική γνώμη (ωθώντας κι αυτός με τη σειρά του το λαό σε μια κατάσταση ιδιότυπου zugzwang), προτίμησε να αφήσει το ζήτημα ανοιχτό, με την εκτίμηση πως δεν είναι ακόμα καιρός, ούτε για τον λαό, ούτε  για τον ίδιο. Οπορτουνισμός; Όσο είναι οπορτουνισμός  και το «χθες ήταν νωρίς» τού Λένιν!

Η έκβαση της παρτίδας

Ούτε αυτήν μπορούμε να την ξέρουμε! Εδώ δεν ξέρουμε καν ποιος θα κερδίσει τις εκλογές, θα ξέραμε ποιος θα κερδίσει την παρτίδα; Και ποιος μπορεί να ξέρει την έκβαση μιας παρτίδας της οποίας το ματ είναι προσδιορισμένο σε ν+1 κινήσεις χωρίς μάλιστα να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων ποιος θα είναι ο νικητής;

Αν κάτι ξέρουμε για την παρτίδα είναι η γενική-γενική στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουμε, το στυλ με το οποίο θα πρέπει να παίξουμε, όσο περνάει από το χέρι μας τουλάχιστον (είπαμε: είναι και οι Μπλε στη σκακιέρα!). Εδώ λοιπόν, σε αυτό το ζήτημα, η δική μας βαθιά πεποίθηση είναι πως πρέπει να υιοθετήσουμε τη φιλοσοφία τού ποζισιονέλ παιχνιδιού. Αυτού δηλαδή που, όχι βέβαια χωρίς ‘‘επιταχύνσεις’’ ή ρήξεις, αποσκοπεί κυρίως στη σταδιακή απόκτηση του στρατηγικού αποφασιστικού πλεονεκτήματος, το οποίο είναι απαραίτητο για κάθε ριζική ανατροπή στον τόπο και το χρόνο που ζούμε τώρα.

Όμως, ας τις αφήσουμε αυτές τις βαθυστόχαστες στρατηγικές για την ώρα. Το άμεσο που έχουμε μπροστά μας είναι η επικείμενη εκλογική σύγκρουση, για την οποία οι Μπλε και οι Κόκκινοι συγκεντρώνουν δυνάμεις.

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Κι εμείς όλοι είμαστε ταγμένοι με τους Κόκκινους, δεν είμαστε; Γερά λοιπόν. Μετά, ό,τι κι αν προκύψει, νέα κατάσταση-νέα καθήκοντα!

Αντί επιλόγου

Το υπονοήσαμε λίγο παραπάνω, ας το κάνουμε πιο καθαρό εδώ:

Η στρατηγική ανάλυση μιας παρτίδας σαν αυτή που επιχειρήσαμε εδώ μοιάζει πολύ συχνά με την αποκρυπτογράφηση του νοήματος ενός πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής: Μπορείς να καταλήξεις σε συμπεράσματα που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις πραγματικές προθέσεις αυτών οι οποίοι χάραξαν τη στρατηγική. Τίποτε δεν αποκλείει να εμπίπτει και η δική μας ανάλυση σε αυτές τις ‘‘ατυχείς’’ περιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η ανάλυση είναι που φέρνει το ιστολόγιό μας σε θέση παραστάτη τού ΣΥΡΙΖΑ.

Και τη γραμμή που προκύπτει από αυτή την ανάλυση θα προσπαθήσουμε, στο μέτρο τών περιορισμένων δυνατοτήτων μας βέβαια, να προωθήσουμε, αν δεν τη δούμε να ακολουθείται.


Η εικόνα είναι από το uncrate.com

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Επιχείρηση «Αρμαγεδών»: Τρομοκρατήστε έως ‘‘θανάτου’’ τον ελληνικό λαό!



Alea jacta est —ο κύβος ερρίφθη. Πάμε τελικά για νέες εκλογές.

Η εξέλιξη αυτή δεν συμπίπτει με τις κατά πλειοψηφία εκτιμήσεις μας. Για να τα λέμε όλα, ...χάσαμε! Με ψήφους 3 έναντι 2 είχαμε καταλήξει ότι επαναληπτικές εκλογές δεν θα γίνουν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες πως οι ‘‘μενσεβίκοι’’ ψήφισαν όπως ψήφισαν περισσότερο επειδή έκαναν την ευχή τους πραγματικότητα (για να μη πιούν το ‘‘πικρό ποτήρι’’ δηλαδή ;-) ), παρά εκτιμώντας ορθολογιστικά την κατάσταση, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι δικαιώθηκαν.

Κάτω από ποιο κλίμα θα διανυθεί το διάστημα μέχρι τις εκλογές; Κάτω από αφόρητο κλίμα τρομοκρατίας, για τις εντάσεις τού οποίου ήδη έχουμε πάρει μια καλή πρόγευση, μετά την αποτυχία και της τρίτης διερευνητικής εντολής που δόθηκε στον Βενιζέλο. Με τρομοκρατική δαμόκλειο σπάθη βεβαίως βεβαίως, τη χρεοκοπία τής χώρας, την έξοδο από το ευρώ και το χάος που θα επακολουθήσει, όπου «συμμορίες με Καλάσνικοφ» θα λυμαίνονται την Ελλάδα, κατά την αφήγηση του κατάπτυστου και αισχρού πολιτικού πτώματος που ακούει στο όνομα Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.

Η Αριστερά πρέπει να ακυρώσει αυτή την τρομοκρατική εκστρατεία. Και το βάρος αυτό εκ των πραγμάτων πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτόν το σχηματισμό τής Αριστεράς έλαχε ο κλήρος να σπρώξει το κάρο. Σε αυτόν το σχηματισμό έδωσε ο λαός, με όλες τις αντιφάσεις του και τους ευσεβείς πόθους του, το μήλο. Και αυτό είναι το ρεύμα τής Αριστεράς που σύμφωνα με όλες τις μέχρι τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις διεκδικεί την πρωτιά στις νέες εκλογές, ίσως και με όρους αυτοδυναμίας. Το εγχείρημα τής ακύρωσης, εγχείρημα ‘‘ζωής’’ και ‘‘θανάτου’’, δεν είναι καθόλου εύκολο. Στην Επιχείρηση «Αρμαγεδών» συμπαρατάσσεται μετωπικά απέναντι από την Αριστερά ένας ολόκληρος εσμός από συστημικά κόμματα και ΜΜΕ με τους οργανικούς εκπροσώπους τους —πολιτικό προσωπικό και διανοούμενοι, εγχώριοι ή εξ Εσπερίας ορμώμενοι— σε θέσεις μάχης. Άλλοτε θα κρατούν το μαστίγιο της επερχόμενης ‘‘καταστροφής’’ κι άλλοτε το καρότο τής υπόσχεσης να ‘‘επανεξεταστούν’’ οι συμφωνίες των μνημονίων και των δανείων, αν είμαστε ‘‘καλά παιδιά’’. Και βέβαια, δεν θα σταματήσουν λεπτό να υποδεικνύουν, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε εμμέσως πλην σαφώς, πού πρέπει να κατευθυνθεί η ψήφος «για να μη μπούμε σε καταστροφικές περιπέτειες»: Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά (Σημ. Συντ.: τέως) και λοιπά πολιτικά ξέφτια τύπου Ντόρας, Μάνου, Τζήμερου και άλλων ‘‘φιλελεύθερων’’ δυνάμεων. Έξ άλλου, όλοι ...αντιμνημονιακοί δεν είμαστε μετά τις εκλογές;... ;-)

Όλο αυτή λοιπόν η επιχείρηση «τρομοκρατήστε, τρομοκρατήστε, στο τέλος κάτι από τρόμο θα μείνει» πρέπει να ακυρωθεί. Αλλά, προσοχή εδώ, μεγάλη προσοχή!

Να ακυρωθεί. Όχι να διασκεδαστεί! Ούτε να κρυφτεί κάτω από το χαλί. Κι απ’ την άλλη, όχι να κοπεί εν είδει Γόρδιου Δεσμού. Έχουμε αρκετά πράγματα να πούμε πάνω σε αυτό ειδικά το ζήτημα και να εξηγήσουμε πώς ακριβώς το βλέπουμε εμείς. Προς το παρόν, και για να μη κατηγορηθούμε ως πολιτικάντηδες ή δικολάβοι, ας αποσαφηνίσουμε λίγο περισσότερο τι εννοούμε όταν μιλάμε για τόσο λεπτές διαφορές με δύο αρνητικά παραδείγματα:

Στον κεντρικό προεκλογικό λόγο τού ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία, τόσο οι κουτοπόνηρες προσεγγίσεις (για μικρά παιδιά) τύπου Ευκλείδη Τσακαλώτου, όσο και οι ‘‘ριζοσπαστικές’’ τοποθετήσεις επί τη βάσει μιάς ‘‘πολιτικής αρχών’’, σαν αυτές που έκανε πρόσφατα ο Αλέκος Αλαβάνος αλείβοντας κάμποσο βούτυρο στο ψωμί τών εχθρών μας (και εχθρών του).

Για τον πρώτο τα έχουμε πει πρόσφατα εδώ  και κυρίως εδώ. Δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούμε.

Στον δεύτερο όμως, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε κάτι που, αν και το ξέρει πολύ καλύτερα από εμάς, φαίνεται να το ξεχνάει: Για κάθε επίδικο ζήτημα, μεγάλο ή μικρό, δεν είναι πάντα καιρός. Είναι καιρός μόνο όταν είναι καιρός.

Α! Και κάτι άλλο! Όπως έχει δείξει η Ιστορία κι όπως μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε τακτικά, η πολιτική αρχών, συχνά, δεν καταλήγει σε τίποτε καλύτερο από αρχίδια πολιτική!

Sad but true!... 


Η εικόνα, από το escapefromthewave.blogspot.com

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η γνώμη ενός ψηφοφόρου τού ΣΥΡΙΖΑ (γράμμα προς την Κεντρική Επιτροπή μας)




Το κείμενο που αναρτούμε σήμερα το λάβαμε στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο και το δημοσιεύουμε σύμφωνα με την επιθυμία τού φίλου που το έστειλε. Τον ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτή την επιλογή του που είναι τιμητική για μας, αν και, όπως του είπαμε και ιδιωτικά, έχουμε κάποιες αμφιβολίες κατά πόσον είναι τιμητική και για τον ίδιο, δεδομένου τού ‘‘κακού’’ χαρακτήρα μας... ;-) Σύμφωνα πάντα με τη δική του επιθυμία, το κείμενο (το οποίο, όπως μας πληροφόρησε, το έχει αποστείλει και στην «Αυγή» καθώς και στο enikos.gr) αναρτάται υπογεγραμμένο με τα πραγματικά του στοιχεία. Συνεπώς: το λόγο έχει ο κ. Διονύσης Γρηγοριάδης, ηλεκτρολόγος μηχανικός.

 

 

Οι αστοί τρομάξανε!


Ούτε μια ώρα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα και σύσσωμο το κατεστημένο δικομματισμού – ΜΜΕ – ΣΕΒ και κεφαλαιοκρατών έσπευσε να επισύρει νέο εκφοβιστικό δίλημμα: κυβέρνηση εδώ και τώρα, αλλιώς χάος, χρεοκοπία, έξοδος από το ευρώ και λοιπά. Φαίνεται ότι δεν πήραν χαμπάρι τι έδειξε ο λαός με την ψήφο του στις κάλπες. Επιμένουν να εκφοβίζουν έμμεσα πια και όχι απροκάλυπτα όπως πριν. Επιμένουν να υποκρίνονται ότι νοιάζονται για την πατρίδα και τον λαό, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η συνέχιση των βάρβαρων, αντιλαϊκών πολιτικών. Μη τυχόν και χάσουν κανένα ευρώ οι τραπεζίτες. Είναι σαν να λένε στο λαό: «εντάξει, μας δείξατε ότι δεν μας θέλετε, κάνατε το κομμάτι σας, ας συνεχίσουμε τώρα από κει που είχαμε μείνει».

Το ζήτημα δεν είναι να έχουμε κυβέρνηση που θα συνεχίσει να υπακούει στις εντολές του μνημονίου. Το ζήτημα είναι να εκφραστεί ενιαία η λαϊκή πλειοψηφία που κατακερματίστηκε, κυρίως στα κόμματα της αριστεράς, στους Οικολόγους Πράσινους, αλλά και σε άλλα με αντιμνημονιακή ρητορική κόμματα. Το δίλημμα κυβέρνηση ‘εθνικής ενότητας/σωτηρίας’ ή εκλογές που σημαίνουν χάος και καταστροφή είναι πλαστό. Όποιος το επικαλείται, υποτιμάει την ψήφο του λαού, αγνοεί το μήνυμα που εστάλη. Ο λαός απέρριψε την αποκαλούμενη ‘εθνική ενότητα/ σωτηρία’ των ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΛΑΟΣ, όταν οι φορείς της είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν τι εννοούν. Τι να την κάνει την εθνική ενότητα με τους τοκογλύφους, τους μεγαλοεργολάβους, τους εφοπλιστές, το μεγάλο κεφάλαιο στο σύνολό του, που είναι οι μόνοι που ευνοήθηκαν από αυτή την ‘εθνική ενότητα’ της εγχώριας τρόικας. Ο λαός δεν έδωσε εν λευκώ εντολή σε όλους να τα βρουν με ένα μαγικό τρόπο και να τον ξεγελάσουν πλασάροντας μια κυβέρνηση καρικατούρα που απλά θα συνεχίσει το καταστροφικό έργο των προηγούμενων, έχοντας αριστερό κολαούζο. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επιμένουν στην υποταγή στο μνημόνιο, καλλωπίζοντας τον λόγο τους και προβάλλοντας ένα ήπιο προφίλ. Κατανοούν ότι η αλαζονεία και η αμετροέπεια με τις οποίες αντιμετώπιζαν μέχρι πρότινος τη λαϊκή βούληση δεν αποδίδει πια. Η τρομοκρατία τους δεν πέρασε. Παράλληλα όμως, παραμένουν πιστοί στις αντιλαϊκές τους επιλογές. Η μεν ΝΔ μιλάει για αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Μια πρόταση φωτοβολίδα, αφού όταν είχε την ευκαιρία η ΝΔ δεν έκανε τίποτα άλλο, παρά να υπογράφει φαρδιά πλατιά ότι της σέρβιρε η τρόικα και έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα τιμήσει τις υπογραφές της. Εξάλλου, η τρόικα σε όλους τους τόνους και διά όλων των εκπροσώπων της δηλώνει ότι το μνημόνιο και οι δανειακές συμβάσεις δεν τίθενται προς αναδιαπραγμάτευση. Επομένως τι θα επαναδιαπραγματευθεί ο κος Σαμαράς; Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη, βάζει δήθεν σαν μόνη προϋπόθεση την παραμονή στο ευρώ. Εμμένει όμως, έστω και σιωπηρά, στην υποταγή στις επιταγές του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων. Αμφότεροι, αρνούνται να συναινέσουν στην επαναφορά των μισθών τουλάχιστον στα προ της κρίσης επίπεδα, στην κατάργηση του ειδικού ταμείου ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και γενικά στην απαλλαγή από μνημόνια και συμβάσεις και την άρση όλων των αντιλαϊκών μέτρων και νόμων. Πως λοιπόν να συμπορευθεί κάποιος μαζί τους; Πώς να τους εμπιστευτεί, έστω και για ψήφο ανοχής; Μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε κόμματα που επιμένουν μνημονιακά είναι ευθεία προσβολή προς το αίσθημα και τη βούληση του ελληνικού λαού, είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας και δεν θα μπορέσει ποτέ να υλοποιήσει τίποτα που να πηγαίνει κόντρα στις επιθυμίες και προσταγές της τρόικας. Όσο για τα περί αριστερού πρωθυπουργού θυμίζουν την παροιμία ‘να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω μέλι’. Ο λαός δεν είπε θέλω αριστερό πρωθυπουργό για να με οδηγήσει στην καταστροφή, είπε «φτάνει πια, μια άλλη πορεία είναι εφικτή».

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις του, κυρίως αυτή που έλεγε ούτε ένα ευρώ στους τοκογλύφους μέχρι να σταθεί ο λαός στα πόδια του και να ανασυγκροτηθεί η παραγωγή. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αψηφήσει την εντολή που του έδωσαν οι ψηφοφόροι του. Από το εκλογικό αποτέλεσμα είναι ολοφάνερο ότι μια συσπειρωμένη αριστερά, με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, θα μπορούσε να συντρίψει ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του μνημονίου και της υποτέλειας στην τρόικα. Η αριστερά δεν είναι απλά ένα ακόμα ιδεολογικό ρεύμα. Επιχειρεί να εκφράσει —και απ’ ότι φαίνεται το πετυχαίνει σε κάποιο βαθμό— τα λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται. Η αριστερά είναι η κύρια πολιτική έκφραση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού που θέλει να πάρει πίσω τα χαμένα, να πάψει να δουλεύει σαν σκλάβος για τους τοκογλύφους, να μην ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία, να περιφρουρήσει την εθνική του κυριαρχία και αξιοπρέπεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ όντας η δύναμη που ενισχύθηκε περισσότερο από όλες τις άλλες αριστερές δυνάμεις, έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη. Οφείλει να αποδείξει ότι δεν έλεγε ψέματα προεκλογικά. Οφείλει να συνεχίσει να επιχειρηματολογεί για το πώς μπορούμε να πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, παραμένοντας στην ευρωζώνη. Οφείλει να απευθυνθεί στο λαό, μέσω των συλλογικών φορέων που τον εκπροσωπούν, είτε είναι κόμματα, είτε επαγγελματικές ή άλλες μαζικές οργανώσεις. Πρώτα από όλα, για να επιβεβαιώσει το μήνυμα που έδειξε η κάλπη. Δεύτερον, για να τους καθησυχάσει ότι εννοούσε αυτά που έλεγε προεκλογικά. Τρίτον, για να τους καλέσει να συμπορευτούν μαζί του (όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει) με βάση τις προγραμματικές του επιδιώξεις, τις οποίες μπορεί να εμπλουτίσει και να θωρακίσει με τη συμβολή τους.

Από την άλλη, το ΚΚΕ, η ΔΗΜΑΡ, ακόμα και οι εξωκοινοβουλευτικοί ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Οικολόγοι, ο καθένας στο βαθμό που του αναλογεί, οφείλουν να απαντήσουν στην πρόταση – κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το οφείλουν πρώτα και κύρια στους ψηφοφόρους και τα μέλη τους. Γιατί δεν φαντάζομαι ότι η επιδίωξή τους αρχίζει και σταματάει στην απλή διαμαρτυρία. Οφείλουν να απαντήσουν βάζοντας προφανώς τους όρους τους. Από τη μια πρέπει να αποδείξουν ότι δεν θέλουν μια συγκυριακή συνεργασία με μόνο στόχο κάποιες κυβερνητικές θέσεις. Από την άλλη, έχουν την ευκαιρία να διασφαλίσουν ότι κάποια από τα προτάγματά τους, που διατείνονται ότι εκφράζουν τη βούληση του λαού και θα οδηγήσουν στη ριζική ανατροπή, μπορούν να προωθηθούν μέσα από μια κυβέρνηση της αριστεράς. Θα πρέπει να πείσουν, για το αν μπορούν ή δεν μπορούν μέσα από τη συμμετοχή σε μια συμμαχία για την εξουσία να επηρεάσουν προς μια ακόμα προοδευτικότερη κατεύθυνση τα πράγματα.

Το ερώτημα που καίει το λαό μας δεν είναι αν θα πάμε σε εκλογές. Το ερώτημα είναι αν και πως θα καταφέρει να εκφραστεί η κατακερματισμένη —προς το παρόν— λαϊκή πλειοψηφία που είπε όχι στο μνημόνιο. Αν και πως, η μεγάλη αυτή λαϊκή πλειοψηφία, θα καταφέρει να πάρει στα χέρια της την εξουσία. Σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, παραμένοντας αταλάντευτος στη θέση του ότι η κόλαση δεν διαπραγματεύεται, ότι υπάρχει αριστερή διέξοδος από την κρίση.


Διονύσης Γρηγοριάδης
Ηλ/γος Μηχ/κός


H photo, από το sweetteaandme.comsweetteaandme.com

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Το παιχνίδι ‘‘ανοίγει’’! Το γκολ γίνεται πιο εύκολο. (Κ α ι το αυτογκόλ, όμως...)



(Το σημερινό σημείωμα δεν είναι μια εμπεριστατωμένη ανάλυση του χθεσινού εκλογικού αποτελέσματος. Δεν είναι καν ανάλυση. Είναι περισσότερο μια καταγραφή κάποιων πρώτων σκέψεων ανάμεικτων με συναισθήματα, κι έτσι πρέπει να διαβαστεί).

Μεγαλώσαμε με Στρουμφάκια, Βουγιουκλάκη και ...Πασοκονουδού (ή Νουδουπασόκ).   Αυτό, από χθες δεν το βλέπουμε πια στις οθόνες. Το δίδυμο έσπασε από ένα κόμμα τής Αριστεράς! Και όχι μόνο έσπασε, αλλά, επιπλέον κατέρρευσε, αφού ο δικομματισμός δεν αθροίζει ούτε καν το 1/3 τών ψήφων —από τα 80άρια και τα 75άρια τού παλιού ‘‘καλού καιρού’’! Ποιος να το ’λεγε!

Εμείς πάντως δεν το λέγαμε. Κι όσο κι αν φτάνανε διάφορα στ’ αυτιά μας τις τελευταίες δύο βδομάδες, όσο κι αν διαισθανόμασταν ότι οι κορόνες τού Αλέξη Τσίπρα για κυβέρνηση Αριστεράς ήταν κάτι παραπάνω από προεκλογική, ‘‘φουσκωμένη’’ ρητορεία ή επιπόλαιος βολονταρισμός, σε καμία περίπτωση δεν φανταζόμασταν αριστερό κόμμα στη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κοντολογίς, και για να τα λέμε όλα, την ...πατήσαμε! Είναι όμως για καλό και δεν βγάζουμε κιχ!

Εκεί που δεν την πατήσαμε (και λυπηθήκαμε γι αυτό!), ήταν στις επιδόσεις τού ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για όποιον ήθελε να ‘‘δει’’ και δεν είχε κόκκινες μαρμελάδες στα μάτια, τα σημάδια  που έδειχναν ότι το ΚΚΕ είχε ‘‘κάτσει’’ έκαναν μπαμ. Πόσο κακό είναι αυτό; Πολύ λιγότερο απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως! Με την προϋπόθεση ότι θα λυθούν κάποιες γλώσσες μέσα στο κόμμα που μέχρι χθες ήταν δεμένες κόμπο (ή μιλούσαν μέσα από τα δόντια...), έτσι ώστε να γίνει η απαρχή τής επανεξέτασης μιας αδιέξοδης πολιτικής αυτοαπομονωτισμού και της λογικής που έχει ένας ‘‘πόλεμος’’ εναντίον όλων αδιακρίτως —‘‘πόλεμος’’ που δεν μπορεί να κερδηθεί. Πόσο εύκολο είναι να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση; Πολύ λιγότερο απ’ όσο φαίνεται στην πραγματικότητα. Είναι όμως υποχρεωτικό, αν δεν θέλει το ΚΚΕ να περιπέσει σε ‘‘απώλεια στήριξης’’ και καθοδική περιδίνηση... Όσο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων δεν άφηνε περιθώρια να ελπίζει κανείς ότι θα μπει στη Βουλή. Από την άλλη, τριπλασίασε τις ψήφους που είχε πάρει το 2009. Ας ελπίσουμε ότι αυτός ο τριπλασιασμός δεν θα την ενθουσιάσει τόσο πολύ, ώστε να την εμποδίσει να επανεξετάσει κι εκείνη τα όρια ενός ‘‘υφλού’’ αντικαπιταλισμού εδώ και τώρα...

Σε κάθε περίπτωση, σε διάψευση της απαισιοδοξίας που μας είχε πάρει ‘‘από κάτω’’ τις τελευταίες βδομάδες, το πολιτικό παιχνίδι για την Αριστερά ‘‘ανοίγει’’. Δηλαδή διευρύνονται τα περιθώρια πρωτοβουλιών ευνοϊκών για μας. Αλλά, ταυτόχρονα (πουτάνα διαλεκτική!), μεγαλώνουν και οι πιθανότητες του λάθους —χώρια που εκείνοι παίζουν πάντα με παίκτη παραπάνω και ο διαιτητής, εξ ορισμού, είναι δικός τους! Στην παρούσα φάση η μπάλα είναι στα πόδια τού ΣΥΡΙΖΑ και η εξέδρα τον γουστάρει. Τον γουστάρουμε κι εμείς. Όμως, έτσι όπως είμαστε περισσότερο αριστεροί παρά Συριζαίοι (ή οτιδήποτε άλλο), έχουμε μάτια όχι μόνο για τις αρετές του, αλλά και για τις πολλές αδυναμίες του. Δεν θα επεκταθούμε σ’ αυτές τώρα. Η κριτική πρέπει να έχει κάποια όρια και μια ορισμένη αίσθηση του timing· μπορεί να περιμένει λίγο. Αλλά, ως ‘‘κακά παιδιά’’, δεν μπορούμε να καθήσουμε και τελείως ήσυχοι. Έτσι, θα υπενθυμίσουμε κάπως σιβυλλικά στους φίλους μας τού ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς καμία πρόθεση να χαλάσουμε το ‘‘πάρτι’’ τους αλλά με όλες τις προθέσεις να τους προφυλάξουμε, το γνωστό απόφθεγμα: Μπορεί κάποιος να ξεγελά πολλούς για λίγο, ή λίγους για πολύ. Ποτέ όμως δεν μπορεί να ξεγελά πολλούς για πολύ…

Είναι κρίμα που πρέπει να κλείσουμε αυτό το σύντομο σημερινό σημείωμα με μια αναφορά σχετική με τη Χρυσή Αυγή. Το κάνουμε μόνο και μόνο για να πούμε φωναχτά μια σκέψη, που νομίζουμε μας αφορά όλους: Η είσοδος της Χ.Α. στην ελληνική Βουλή μπορεί να εξεταστεί από πολλές οπτικές γωνίες. Μια από αυτές που κατά την άποψή μας πρέπει να επιλέξουμε είναι κι εκείνη η οποία θα εξετάζει το ανατριχιαστικό γεγονός ως αποτέλεσμα —εκτός άλλων πολυσυζητημένων παραγόντων— και της αποτυχίας μιας ορισμένης αριστερής αντιρατσιστικής πολιτικής: εκείνης που μοιάζει περισσότερο με αντιρατσιτικό φανταμενταλισμό παρά με πολιτική. (Θα ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση με  σχετικό post αργότερα, μέσα στο μήνα.)

Όχι! Είναι πολύ κρίμα να κλείσουμε το σημείωμα με την προηγούμενη παράγραφο. Έτσι λοιπόν:

Συνεχίζουμε. Με λογισμό και μ’ όνειρο!


Η εικόνα, από το worldfootballsportsnews.blogspot.com