Επέτειος... Αφήγημα
Όταν έπεσε η χούντα, ο πατέρας του ήταν μικρότερος απ’ όσο είναι αυτός τώρα. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν τον βάζει πια να του διηγείται πώς ήταν εκείνη η μέρα, τι έκανε, αν είχε βγει στους δρόμους το βράδυ, αν είχε πάει στο αεροδρόμιο. Τα έχει μάθει απ’ έξω. Έκανε ζέστη -όλος ο Ιούλιος ήταν πολύ ζεστός εκείνη τη χρονιά. Είχε σηκωθεί ως συνήθως κατά το μεσημέρι, όπως όλοι οι πολιτικοποιημένοι φοιτητές που τρώγανε τις νύχτες τους μιλώντας για το Πολυτεχνείο και τα μετά, για γκόμενες και τον Τσε, έτσι ανάκατα. Είχε πιεί δυο απανωτούς φραπέδες και μέχρι να συνέρθει απ’ το ξενύχτι είχε πάει απόγευμα. Ύστερα άρχισαν να κυκλοφορούν οι φήμες και τα τηλέφωνα πήραν φωτιά. Μόλις βράδιασε, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στους δρόμους. Λίγοι στην αρχή, μετά πιο πολλοί, όλο και πιο πολλοί. Φυσικά είχε βγει κι αυτός. Πλατεία Αμερικής, Πατησίων, Ομόνοια. Με τα πόδια. Οι δρόμοι σιγά-σιγά γέμισαν γιώτα χι. Ακούστηκαν τα πρώτα κορναρίσματα που όσο προχωρούσε η νύχτα πολλαπλασιαζόντουσαν ασταμάτητα. Όταν πια διαδόθηκαν και οι πρώτες «επίσημες» ανακοινώσεις απ’ το ραδιόφωνο, όλη η Αθήνα ξεχύθηκε στους δρόμους. Στο Σύνταγμα συναντήθηκε με όσους απ’ την παρέα δεν είχαν φύγει για διακοπές. Στο αεροδρόμιο φυσικά δεν πήγαν. «Σιγά μη πηγαίναμε να υποδεχθούμε τον ‘εθνάρχη’!». Κατέληξαν στη Φωκίωνος, όπου τους βρήκε ο ήλιος να ονειρεύονται πράματα και θάματα.
Τα ξέρει ολ’ αυτά, τι να ρωτήσει; Ύστερα κι ο πατέρας του είχε χάσει εκείνη τη ζωντάνια που θυμάται από μικρός στα λόγια του. Στο τέλος ήταν σα να βαριόταν, σα να τον βάραινε εκείνη η μέρα. Στη δευτέρα λυκείου ήταν η τελευταία φορά που έγινε κουβέντα στο σπίτι για την 23η Ιουλίου. Δεν τον ξαναρώτησε κι εκείνος δεν έδειξε καμιά διάθεση να τα ξαναπεί…
Να είναι τα χρόνια που πέρασαν; Να είναι τα πράματα και θάματα που έμειναν όνειρα εκείνης της «θερινής νυκτός» του ’74; Να είναι τα καμώματα αυτών απ’ τη γενιά του που ήρθαν στα πράγματα και που όταν τους βλέπει στην τηλεόραση του γυρίζουν τ’ άντερα κι ας είναι «σειρές» του; Δεν μπορεί να το πει. Εκείνο που ξέρει είναι αυτό το εσωτερικό δάγκωμα που νιώθει όταν ακούει για την «προδοσία της γενιάς του Πολυτεχνείου». «Μέσα» κι ο πατέρας του. «Προδότης» κι ο πατέρας του…
Κι ύστερα αμέσως θυμάται τον Σαββόπουλο να τραγουδάει από τους Αχαρνείς: «Τώρα με χειρουργεί μι’ αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική. Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα κι όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά».
Γειά στο στόμα σου ρε Νιόνιο, σκέφτεται πικρά. Αλλά όταν φαντάζεται τα μούτρα τους χαμογελάει…