Δευτέρα 30 Απριλίου 2012
Αντί επιλόγου στο προηγούμενο post: Τι είναι αριστερό; Ερωτά και απαντά ο Διονύσης Γουσέτης.
Τον θυμόμαστε από την «Αυγή», όπου έγραφε για πολλά χρόνια,
13 είχε πει ο ίδιος, αν δεν κάνω λάθος. Τον διαβάζαμε και παθαίναμε: «Τι λέει
τούτος, ρε μαλάκα;» «Ξέρω ’γω;» «Ρε μαλάκα, πώς τον έχουν αυτόν μέσα εκεί;» «Και
τι ρωτάς εμένα; Τράβα ρώτα τον Αλέξη!». Μέχρι που το καλοκαίρι τού 2008 έχασε
κάθε μέτρο, σπάσανε τα φρένα του, τα πήρε ο Τάσος Κουράκης στο κρανίο, το έκανε
θέμα, προφανώς πέσανε και κάποιες Χριστοπαναγίες κι από άλλους που του τα
μάζευαν, κι έληξε η ιστορία του μια και καλή.
Ψάχνοντας στο Protagon
για κάτι σχετικό με την προηγούμενη ανάρτηση, έπεσα πάνω σ’ ένα κείμενό του με
τον ‘‘ερεθιστικό’’ τίτλο Τι είναι
αριστερό; Διαβάζεται μονορούφι. Και κάνει τον αναγνώστη σοφότερο για το τι δεν είναι αριστερό.
Η
δικτατορία του 1967 με βρήκε στο τελευταίο έτος του Πολυτεχνείου. Με έσπρωξε
στην αριστερά. Για μένα, η αριστερά ήταν ο αντίποδας και ο πιο σφοδρός πολέμιος
της δικτατορίας. Επίσης, ήταν η παράταξη που τα μέλη της δεν απολάμβαναν τα
ανθρώπινα δικαιώματα, που ήταν θύματα διακρίσεων.
Στην
αριστερά κόλλησα συντάξιμα ένσημα. Στη φιλοευρωπαϊκή βέβαια, αφού ο σταθερός
προσανατολισμός μου ήταν και είναι η Ευρώπη. Το ΚΚΕ εσωτερικού ήταν το πλέον
ευρωπαϊκό κόμμα της αντιπολίτευσης. Υπήρξα λοιπόν μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού και
στη συνέχεια μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και υποψήφιος βουλευτής του
Συνασπισμού. Αποχώρησα από τον Συνασπισμό το 2003, επί προεδρίας Νίκου
Κωνσταντόπουλου. Ήταν η εποχή που ο ΣΥΝ έκανε τη στροφή, από ευρωπαϊκό σε
«ριζοσπαστικό» κόμμα της καθ’ ημάς Ανατολής. Ο Ν. Κωνσταντόπουλος δεν
παρακάθησε στο δείπνο προς τιμήν του προέδρου Κλίντον για να μην αναγκαστεί να
σφίξει το «αιματοβαμμένο χέρι του», όπως μας εξήγησε. Δεν δίστασε όμως να
σφίξει το άσπιλο και αμόλυντο χέρι του Μιλόσεβιτς και μάλιστα ήταν τόσο
υπερήφανος για το σφίξιμο αυτό, ώστε έβαλε τη φωτογραφία του στο προεκλογικό
φυλλάδιο του ΣΥΝ. Η ιστορία με την αριστερά και τα ανθρώπινα δικαιώματα είχε
πάρει τέλος μέσα μου.
Έκτοτε,
ο ΣΥΝ κατρακυλούσε όλο και πιο κάτω στην κατηφόρα του «ριζοσπαστισμού». Ο
πρόεδρος Αλέκος Αλαβάνος μετείχε στο υπερπατριωτικό «Δίκτυο 21», φυτώριο των
φίλων και συμβούλων του Α. Σαμαρά Φαήλου Κρανιδιώτη και Χρύσανθου Λαζαρίδη, των
φίλων του εγκληματία Οτσαλάν Αντώνη Ναξάκη και Σάββα Καλεντερίδη και πολλών
άλλων του ιδίου προσανατολισμού. Ο αντιιμπεριαλιστής Α. Αλαβάνος πολέμησε το
σχέδιο του ΟΗΕ για το Κυπριακό ακόμα και μέσα στο κόμμα του, πολέμησε το
φεμινιστικό κίνημα για την κατάργηση του άβατου στο Αγ. Όρος, πολέμησε την
θέσπιση των αγγλικών ως δεύτερης επίσημης γλώσσας μας, πολέμησε το όνομα των
βορείων γειτόνων μας, πολέμησε τους «σπασίκλες» μαθητές, πολέμησε ακόμα και την
κυβέρνηση Τζανετάκη στην οποία μετείχε το κόμμα του. Τέλος, πολέμησε μπαμπέσικα
την υποψηφιότητα του Μιχάλη Παπαγιαννάκη στο Δήμο της Αθήνας και αντ’ αυτού
προώθησε τον Αλέξη Τσίπρα, σκάβοντας με αυτό τον τρόπο χωρίς να το ξέρει, το
λάκκο του. Πολέμησε δηλαδή ο Αλέκος Αλαβάνος οτιδήποτε ήταν ευρωπαϊκό και
προοδευτικό, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικές ενέργειες την επίσκεψη στον πρέσβη
των αγιατολλάδων του Ιράν και την προτροπή να μεταβάλλουμε την πλατεία
Συντάγματος σε πλατεία Ταχρίρ.
Ο
Αλέξης Τσίπρας που διαδέχτηκε τον Α. Αλαβάνο ακολούθησε την ίδια γραμμή με
αυτόν, αλλά προς το φαιδρότερο. Για παράδειγμα, χαρακτήρισε τον οπαδό του Κέϋνς
Πωλ Κρούγκμαν νέο-φιλελεύθερο (!) και μιλούσε για …φτηνό πετρέλαιο που θα μας
έδινε ο φίλος του Ούγκο Τσάβες. Στη συνέχεια, την εποχή της αντιπαράθεσης Γ.
Παπανδρέου και Ε. Βενιζέλου στο ΠΑΣΟΚ, που ο δυσαρεστημένος κόσμος του κύτταζε
προς τον ΣΥΝ, ο Α. Τσίπρας καβάλησε το καλάμι και δήλωνε με στόμφο: «ένα μεγάλο
τμήμα της νέας γενιάς, της μεταπολίτευσης και του Πολυτεχνείου, ένα αριστερό,
ριζοσπαστικό και αντινεοφιλελεύθερο τμήμα της κοινωνίας, πείστηκε από την
συνολική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που με σταθερότητα, συνέχεια και συνέπεια
παρουσίασε όλο αυτό το διάστημα. Σ’ αυτό συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές
θέσεις και οι ιδεολογικοπολιτικές του επιλογές». Αφού δήλωσε οπαδός της «σκέψης
του Μάο» και του κ. Παλαιοκρασσά, καυχήθηκε ότι ο ίδιος και η γενιά του
«νομιμοποίησαν τις καταλήψεις στα σχολεία» το 1991. Καμαρώνει ότι ως φοιτητής
έμπαινε στα αμφιθέατρα μόνο για τις συνελεύσεις και ακολουθώντας την γραμμή
Αλαβάνου προέτρεπε τους φοιτητές να αντιγράφουν στα διαγωνίσματα. Τον είδαμε να
ανοίγει ο ίδιος προσωπικά μπάρες διοδίων, δίνοντας το παράδειγμα της ανομίας.
Τον ακούσαμε μέσα στην κρίση να απειλεί ξένους επενδυτές να μην επενδύσουν στην
Ελλάδα, τη στιγμή που οι ξένες επενδύσεις είναι το οξυγόνο που περιμένουμε με
αγωνία.
Μερικά
σκόρπια μαργαριτάρια του ανδρός: Ζήτησε τη μονιμοποίηση 60.000 ατόμων που
έκαναν… επαγγελματική εξάσκηση (stage). Όταν ξέσπασε η κρίση, ζήτησε να γίνουν…
100.000 νέες προσλήψεις στο δημόσιο. Απεφάνθη ότι «έχουμε τη μετατροπή μιας
ολόκληρης περιοχής [Εξάρχεια] σε λωρίδα της Γάζας». Εφηύρε το ελληνόμετρο, με
το οποίο μέτρησε ότι «Αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι τόσο Έλληνες».
Για
τα υπόλοιπα του ΣΥΡΙΖΑ και για το ΚΚΕ έχω να γράψω πάρα πολλά. Ολόκληρο βιβλίο,
το οποίο σκέφτομαι σοβαρά να το κάνω. Ας πω μονάχα για το ΚΚΕ ότι είναι το
μοναδικό ΚΚ της Ευρώπης που χαρακτηρίζει τον εαυτό του σταλινικό. Τα υπόλοιπα
εννοούνται.
Από
όλα αυτά, πολλά μπορούν να χαρακτηριστούν φασιστικά, αλλά σίγουρα τίποτα δεν
μπορεί να είναι αριστερό, σύμφωνα με το δικό μου ορισμό του «αριστερού», κατά
τον οποίο: αριστερό είναι ό,τι είναι ευγενές, ό,τι υπερασπίζεται τα ανθρώπινα
δικαιώματα, τις μη ευνοημένες κοινωνικές τάξεις, τις ευάλωτες κοινωνικές
ομάδες. Ό,τι είναι αντίθετο με τον εθνικισμό και το θρησκευτικό φανατισμό. Ό,τι
είναι δημοκρατικό.
Το
ΚΚΕ, από τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης, δεν είχε καμία από αυτές τις
ιδιότητες και έτσι εύκολα κατέληξα ότι το ΚΚΕ δεν είναι αριστερό. Όταν όμως ο
διάδοχος του αριστερού ΚΚΕ εσωτερικού έκανε την «αριστερή στροφή», όπως την
αποκάλεσε, απώλεσε και αυτός τις ιδιότητές του -κατά τον ορισμό μου-
«αριστερού». Έπρεπε λοιπόν να πω αναγκαστικά ότι «ούτε το ΚΚΕ ούτε ο ΣΥΝ είναι
κόμματα αριστερά». Τότε όμως γινόταν φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον
ορισμό μου. Το σημαινόμενό μου ήταν αντίθετο με το σημαινόμενο όλης της
κοινωνίας για την λέξη «αριστερός». Ήμουν υποχρεωμένος να το αλλάξω. Το άλλαξα
λοιπόν. Δέχτηκα αυτό που δέχεται η κοινωνία. Δέχτηκα ότι αυτά τα κόμματα είναι
αριστερά. Ότι αυτή είναι η αριστερά που διαθέτουμε τουλάχιστον εμείς εδώ στην
Ελλάδα.
Έτσι
λοιπόν κατέληξα ότι η αριστερά κάθε κοινωνίας είναι συνάρτηση της κουλτούρας
της κάθε κοινωνίας. Και η ελληνική αριστερά είναι το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ.
Ε, λοιπόν εγώ δεν είμαι με αυτή την αριστερά. Είμαι ένας sui generis αριστερός
που πιστεύει στις αξίες που σας περιέγραψα. Το κόμμα που είναι κοντύτερα στις
αξίες αυτές είναι η Δράση του Στέφανου Μάνου. Ως μέλος της Δράσης νιώθω
πληρότητα στη δράση μου και χαρά για την προσφορά μου στην κοινωνία σύμφωνα με
τις πεποιθήσεις μου. Γι’ αυτό κατεβαίνω υποψήφιος βουλευτής της Δράσης στη Β΄
Αθηνών.
Η εικόνα, από το jura27.wordpress.com
‘‘Καμμένη’’ προπαγάνδα: Κομμένη!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ Τετάρτη που
ανέβηκε στο TVXS η
περιβόητη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα με τις
«πέντε ψήφους τού Καμμένου» έχουν περάσει ήδη πέντε ημέρες. Δεν έχει κανένα
νόημα να αναφερθούμε στα πραγματολογικά στοιχεία τής υπόθεσης. Όσοι
ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι πραγματικά ειπώθηκε το ξέρουν ήδη. Συνεπώς ξέρουν
επίσης και όλη τη σπέκουλα που οικοδομήθηκε στο αμέσως μετά διάστημα πάνω στις
επίμαχες φράσεις μέσω διαστρεβλώσεων, επιλεκτικών αναγνώσεων και εξ ίσου
επιλεκτικών αποσιωπήσεων. Η κεντρική ιδέα βέβαια τής σπέκουλας ήταν το χιλιοπαιγμένο έργο τών τάχα μου συγκοινωνούντων
δοχείων μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ή αλλιώς, η γνωστή φαιοκόκκινη
‘‘συμμαχία’’. Αυτό ήταν το ρητό ή υπόρρητο μήνυμα που εκπεμπόταν σε διάφορες
παραλλαγές. Για όσους τυχόν είχαν δυσκολία να πιάσουν τα υπονοούμενα, μια από
τις παραλλαγές δινόταν σε καθαρή εικαστική μορφή δια χειρός Δημήτρη
Χαντζόπουλου στο πρωτοσέλιδο του κεντρικού δημοσιογραφικού οργάνου τής
‘‘Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης’’, στα Σαββατιάτικα «Νέα»:
Στο αριστερό άκρο τής εικόνας ο
Χίτλερ, στο δεξιό ο Στάλιν. Μια γεφυρα ενώνει τα ‘‘δύο άκρα’’ και πάνω σ’ αυτήν
δύο διαβάτες που τη διασχίζουν. Ο ένας από αυτούς σχολιάζει: «Γιατί είναι τόσο φοβερό αυτό που είπε ο Τσίπρας
στον Καμμένο;... Αν έλειπαν, δηλαδή, πέντε-έξι τρίχες από το μουστάκι τού
Στάλιν δεν θα του τις έδινε ο Χίτλερ;...»! (Για άγνωστους λόγους το συγκεκριμένο
σκίτσο τού Χαντζόπουλου δεν έχει ανέβει στο ηλεκτρονικό site τής εφημερίδας, κι
έτσι δεν μπορείτε να το ‘‘απολαύσετε’’ σε μεγάλο μέγεθος. Αρκεστείτε σε μικρογραφία,
από τα πρωτοσέλιδα.)
Βεβαίως από την υπόλοιπη
Αριστερά ακούστηκαν οι ‘‘επιβεβλημένες’’ (και λόγω προεκλογικής περιόδου) επικρίσεις.
Ευτυχώς όμως, τουλάχιστον οι κεντρικές ‘‘επίσημες φωνές’’ φρόντισαν να
προφυλάξουν τον ΣΥΡΙΖΑ από ανόητες ταυτίσεις με το κόμμα τού Καμμένου,
συνειδητοποιώντας επί τέλους, θέλουμε να ελπίζουμε, ότι όταν χτυπάει η
αντικομμουνιστική καμπάνα τού «τι Αδόλφος τι Ιωσήφ, 7 γράμματα τους χωρίζουν
μόνο» χτυπάει για όλους τους αριστερούς. Και εκείνη που πρώτευσε σ’ αυτό ήταν η
Αλέκα Παπαρήγα, η οποία φρόντισε ‘‘αριθμητικώς και ολογράφως’’ να διευκρινίσει
στη διακαναλική συνέντευξη τύπου την Παρασκευή που μας πέρασε: «[...] βεβαίως έχουν διαφορές μεταξύ τους ουσιαστικές, εμείς δεν τα ισοπεδώνουμε».
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον —ενδιαφέρον
και επειδή έχει την πλάκα του— παρουσίασαν οι αντιδράσεις
τού Δημαρίτη (με πολιτικά) Παπαδημούλη και του Red Notebook —το οποίο,
παρεμπιπτόντως, όλο και περισσότερο μοιάζει με το επίσημο όργανο της τάσης τού
ΣΥΝ Κοκκινοπράσινο Δίκτυο αντί τού ανεπίσημου οργάνου τού όλου ΣΥΝ, όπως, φανταζόμαστε,
ήταν η αρχική στόχευση. Έτσι, ο μεν πρώτος έσπευσε να διευκρινίσει ότι «Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα κυβερνητικής
σύμπραξης με τον Π. Καμμένο. Ανήκει στη πολυκατοικία της δεξιάς.», αθροίζοντας
τον εαυτό του, αντικειμενικά, στους πασοκικής (αλλά και νεοδημοκρατικής) κοπής
διαστρεβλωτές τού Τσίπρα, ο οποίος δεν
έκανε κανένα λόγο για κυβερνητική
σύμπραξη. Και το δεύτερο, φρόντισε, σχεδόν πανικόβλητο, να ανεβάσει ολόκληρο
infomercial (=informative + commercial) με
πρωταγωνιστή τον λενινιστή (χωρίς Λένιν!) Γιάννη Μηλιό, στο οποίο ο κύριος καθηγητής
(και μάλλον ξεθωριασμένος πλέον καθοδηγητής) μάς εξηγεί τι πρεσβεύει το κόμμα τού Καμμένου (δηλαδή ο
Καμμένος και μία δράκα κολλητών του). Λες και δεν το ξέραμε και περιμέναμε τον
Μηλιό να μας το πει!
Τι άλλο; Α! Προλάβαμε να
καταγράψουμε τον ορκισμένο εχθρό τού ‘‘εθνολαϊκισμού’’ (αριστερού
και δεξιού αδιακρίτως καθ’ ό,τι ένας είναι ο ‘‘εθνολαϊκισμός’’!) να εκφράζει τη ντροπή του, τον προξενητή τού γάμου μεταξύ Μαρξ και Χάγιεκ να ξεδιπλώνει τη μεταμοντέρνα πολιτική αναλυτική(;)
του σκέψη(;), διατυπωμένη σε άψογη mumbo-jumbo διάλεκτο και τον γνωστό και μη εξαιρετέο ηθικολόγο φίλο μας να ρίχνει τους κεραυνούς του —αν και κάπως συγκρατημένα, για να τα
λέμε όλα.
ΑΛΛΟΥΣ ΕΠΑΙΝΕΣΑΜΕ και σ’ άλλους
‘‘τα σούραμε’’. Εμείς τι λέμε; Εμείς λέμε τα εξής απλά:
Μένοντας στα όσα είπε ο Τσίπρας
(κι όχι βέβαια στα όσα λένε τα πράσινα παπαγαλάκια και τα όσα ‘‘ζωγραφίζουν’’
οι διάφοροι Χαντζόπουλοι) δεν έχουμε το παραμικρό πρόβλημα! Ποτέ δεν κρύψαμε
ότι οι αρχές μας είναι περιορισμένες. Και αυτή που βρίσκεται πάνω-πάνω είναι
μια και μοναδική: πώς να αλλάξουμε τον κόσμο παίρνοντας την εξουσία. Μπορεί κυβέρνηση να μη σημαίνει και
πραγματική εξουσία, αλλά, εκτός κι αν κάποιος πιστεύει τις ονειροφαντασίες τού
Χόλογουέι, δεν νοείται και εξουσία χωρίς κυβέρνηση!
Ο Στέλιος Κούλογλου έθεσε ένα
υποθετικό ερώτημα, βάσει ενός φανταστικού σεναρίου. Ο Τσίπρας θα μπορούσε να το
αποφύγει ευθέως ή υπεκφεύγοντας, όπως μάλλον τον συμβούλευσε εκ των υστέρων ο
Θανάσης Καρτερός από τις σελίδες τής χθεσινής «Αυγής».
Προτίμησε να απαντήσει. Εμάς αυτό δεν μας χαλάει καθόλου. Το αντίθετο. (Έχουμε
και ‘‘προσωπικούς’’ λόγους: πρόσφατα, συζητώντας με κάποιους αριστερούς φίλους σε
ένα blog, πήραμε την εξής απάντηση σε
ένα υποθετικό δικό μας ερώτημα: «δεν απαντάμε σε υποθετικά ερωτήματα»!) Ούτε η ουσία τής απάντησής του μας χαλάει. Είπαμε: άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια. (Θα μπορούσε να προφυλαχθεί καλύτερα όμως: η πρόληψη είναι πάντα προτιμότερη από τη θεραπεία.) Το αν τώρα αυτό το σενάριο έχει πιθανότητες να επαληθευτεί στην πραγματική ζωή, δεν το
ξέρουμε, απομένει στην ίδια τη ζωή να το δείξει, και μάλιστα σε λίγες ημέρες. Άρα,
κοντός ψαλμός, αλληλούια και δεν πρόκειται να ασχοληθούμε παραπέρα. Ένα όμως
ξέρουμε: όλη αυτή η φιλολογία περί πιθανής κυβέρνησης της Αριστεράς εκ μέρους
τού Τσίπρα εμψυχώνει και ενθαρρύνει ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων που έχουν
κουραστεί να είναι ‘‘από κάτω’’. Αυταπάτες; Μπορεί. Είμαστε σε θέση όμως, ως
Αριστερά, να μηδενίζουμε το ενδεχόμενο τέτοιου τύπου αυταπάτες να αποτελέσουν την
αφορμή να μας πλησιάσει περισσότερος κόσμος, κι έτσι να μπορέσουμε να
συνομιλήσουμε μαζί του; Τόσο πολύ έχουμε δέσει το γάιδαρό μας, που μας αφήνει
αδιάφορους ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Κι έπειτα, εμείς δεν είμαστε που λέμε «το
δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας»; Τι μας πειράζει αν κάποιοι ξεκινήσουν να
περπατάνε παρακινημένοι από μια αυταπάτη; Μήπως δεν θα έχουν την ευκαιρία, αν
μείνουν μαζί μας, να δούνε πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα; Και μήπως δεν θα έχουμε
κι εμείς την ευκαιρία, αν υποθέσουμε ότι είμαστε πιο ‘‘σοφοί’’, να τους
βοηθήσουμε σ’ αυτό, στη μακρινή διαδρομή που έχουμε μπροστά μας;
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ: Μας αφήνει παγερά
αδιάφορους πόσοι από τους αριστερούς που διαβάζουν αυτό το ιστολόγιο δεν θα
ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και θα προτιμήσουν άλλο αριστερό ψηφοδέλτιο (πού πας ρε
ΔΗΜΑΡ; Αριστερό είπαμε!) . Θα μας
στενοχωρούσε όμως, αν κάποιοι θα το κάνουν επειδή έφαγαν τη φόλα τής πασοκικής
προπαγάνδας —ή πήραν τον Χαντζόπουλο, δηλαδή έναν γελοιο-γράφο, στα σοβαρά. Και
θα μας πονούσε και θα μας έσφαζε, αν έστω και ένας(1) κατάπινε και αμάσητη αυτή
τη φόλα και α-ψήφιζε σύμπασα την Αριστερά, βοηθώντας έτσι να εκπληρωθεί ο
απώτερος σκοπός όλων αυτών των αισχρών συκοφαντιών...
Πέμπτη 26 Απριλίου 2012
Γαλλική (και όχι μόνο) Αριστερά: Ριέν νε βα πλυ;*
*Στα γαλλικά: rien ne va plus. Στα ελληνικά: λήξη χρόνου για ποντάρισμα.
Σε πιο απλά ελληνικά: τέρμα τα δίφραγκα!
Γιατί χαίρεται ο αριστερός κόσμος τής Γαλλίας και χαμογελά ένα σημαντικό τμήμα τών εγχώριων
αριστερών; Γιατί ο Φρανσουά Ολάντ πρώτευσε στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και
οι πρώτες δημοσκοπήσεις που έγιναν ήδη επιβεβαιώνουν αυτό το οποίο έδειχναν
εκείνες που είχαν διεξαχθεί πριν τον πρώτο γύρο τών εκλογών: ο ‘‘ήρεμος’’ και
‘‘μουντός’’ Ολάντ κερδίζει τον ‘‘εκρηκτικό’’ και ‘‘λαμπερό’’ Σαρκοζί και
κατακτά άνετα την Προεδρία με ένα ποσοστό γύρω στο 55%.
Όχι πως έχει καμιά βαρύνουσα σημασία, αλλά εμάς μη μας
υπολογίζετε. Γιατί δεν μπορούμε να συμμεριστούμε καθόλου αυτή τη χαρά.
Μέτωπο,
αλλά πού ακριβώς βρίσκεται το μέτωπο;
Για όσους χαίρονται, ένα είναι
το μέτωπο και βρίσκεται πάντα απέναντι στη Δεξιά. Στην προκείμενη περίπτωση
απέναντι από τον Σαρκοζί. Αυτό
ξεκαθαρίζει ώσπου να πει κανείς κύμινο και το χάρτη τής πολιτικής γεωγραφίας,
πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο στους μεταμοντέρνους καιρούς που ζούμε: αν ο Σαρκοζί
είναι η Δεξιά, τότε ό,τι βρίσκεται απέναντί του πρέπει να είναι η Αριστερά.
Έτσι πάνε αυτά τα πράγματα, πώς αλλιώς; Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν οι
διάφορες «Le Monde» και «Libé» μαζί με τα «Νέα» και το «Έθνος»...
Είμαστε
όλοι Ολάντ;
Φαίνεται ότι για αρκετούς που
αυτοτοποθετούνται εντός τής Αριστεράς, ναι, είμαστε, πρέπει να είμαστε όλοι
Ολάντ. Και πρώτα-πρώτα, για τον ίδιο τον Μελανσόν. Ο οποίος όχι μόνο έσπευσε να
κάνει σαφές σε συνέντευξη τύπου, λίγες ώρες πριν
ανοίξουν οι κάλπες(!), ότι θα υποστηρίξει στο β´ γύρο τον Ολάντ, αλλά λίγες
ώρες μετά τις εκλογές κάλεσε σε πανστρατιά εναντίον τού Σαρκοζί τούς ψηφοφόρους
τού Αριστερού Μετώπου[1] με λόγια σαν αυτά:
Σας το λέω ξεκάθαρα,
είναι θέμα συνείδησης τις ώρες αυτές, έχουμε τα κλειδιά για το τελικό
αποτέλεσμα και δεν υπάρχει τίποτα για διαπραγμάτευση. Σας καλώ να
κινητοποιηθείτε για τις 6 Μαΐου χωρίς να ζητήσετε κανένα αντάλλαγμα, να
κινητοποιηθείτε για να νικηθεί ο Σαρκοζί. Σας ζητώ να μην ολιγωρήσετε και να
δράσετε σαν να είχατε να εκλέξετε εμένα τον ίδιο στην προεδρία. Είναι πράξη
συνείδησης, μη ζητήσετε τίποτα για αντάλλαγμα.
Είναι να γελάει κανείς ή να
κλαίει; Διότι εδώ το αντιηγετικό, αντιιεραρχικό προεκλογικό σύνθημα τού
Αριστερού Μετώπου Mélenchon présidons –
non Mélenchon Président (δηλαδή, σε
ελεύθερη απόδοση, ψηφίζουμε για να
προεδρεύσουμε – όχι για να έχουμε Πρόεδρο) μας φαίνεται ότι έχει μετατραπεί
σε Mélenchon – abandonnons (Εγκαταλείπουμε)! Κι εδώ γεννιούνται μεγάλα ερωτήματα.
Αλήθεια, ο Μελανσόν, στις
συζητήσεις που ασφαλώς έχουν γίνει και θα γίνονται με τον Ολάντ, αυτή τη στάση
κράτησε; «Σε υποστηρίζω χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς όρους
και προϋποθέσεις»; Θέλουμε να πιστεύουμε πως όχι.[2]
Κι αυτό γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, το αβίαστο συμπέρασμα που θα έβγαινε θα
ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ηγέτη που είναι είτε ηλίθιος, είτε προδότης
(όσοι μας διαβάζουν τακτικά ξέρουν ότι δεν χρησιμοποιούμε συχνά αυτή τη δεύτερη
λέξη και τα παράγωγά της· ίσως μάλιστα να είναι η πρώτη φορά). Γιατί λοιπόν
προτρέπει τούς οπαδούς και ψηφοφόρους τού Αριστερού Μετώπου σε μία τέτοια πολιτική,
ιδεολογική και ψυχική παράδοση άνευ
όρων; Βεβαίως, δεν παραγνωρίζουμε ότι το γαλλικό προεδρικό σύστημα και το
αντίστοιχο εκλογικό είναι ένας θεσμοθετημένος διπολισμός που νόμιμα ‘‘νόμιμα’’ την
Αριστερά να υποστηρίζει το μη χείρον (καμιά φορά και το χείρον από το χείριστο,
όπως έγινε στο δεύτερο γύρο τών εκλογών τού 2002: Σιράκ ή Λεπέν;). Έτερον
εκάτερον! Να συμμαχήσεις και με το διάβολο αν οι περιστάσεις το απαιτούν. Κανένα
πρόβλημα από εμάς, δεν ανήκουμε ούτε στους ηθικολόγους, ούτε στους ‘‘καθαρολόγους’’
τής Αριστεράς. Αλλά να συμμαχήσεις! Όχι να του γυαλίζεις τα παπούτσια! Και
κυρίως (κυριότατα!) όχι να δίνεις την εντύπωση ότι είσαι ένα και το αυτό!
Ε
ναι! Είμαστε όλοι Ολάντ!
Δεν νομίζουμε ότι τέτοιου τύπου
ερωτήματα και οι υποκείμενες διαφωνίες απαιτούν κάποια ιδιαίτερη αριστερή
‘‘σοφία’’ για να γεννηθούν και να διατυπωθούν. Εμείς τα θεωρούμε αυτονόητα. Περιμέναμε
λοιπόν από το ελληνικό κομμάτι τής Αριστεράς που αντιστοιχεί στο γαλλικό
Αριστερό Μέτωπο (λέγε με ΣΥΝ —αλλά και ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό), και εννοούμε βέβαια την
ηγετική, πλειοψηφική ομάδα που κάνει κουμάντο αυτή την εποχή, περιμέναμε να
ακουστούν από εκεί τέτοιες ή παρόμοιες ενστάσεις. Μέχρι στιγμής δεν έχει ακουστεί
ούτε κιχ! Το πάλαι ποτέ ισχυρό Αριστερό Ρεύμα έχει δείξει καθαρά τη δυσφορία του
βέβαια, στάση απολύτως αναμενόμενη αν συνυπολογίσει κανείς τις ιδιαίτερες πλην
όμως μειοψηφικές θέσεις και αντιλήψεις του. Αλλά οι άλλοι, οι ‘‘μπολσεβίκοι’’(πλειοψηφία);
Τι διάολο! Κανέναν άλλον δεν ενοχλεί αυτή η εθελοντική παράδοση ενός μεγάλου
κομματιού της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα ενός ΚΚ, στις αγκάλες (ή
μάλλον κάτω από τα πόδια, ως υποπόδιο δηλαδή) τού γαλλικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος;[3] Μα δεν μας έχουν πιπιλίσει τ’ αυτιά
οι οργανικοί διανοούμενοι και τα κομματικά στελέχη τού συγκεκριμένου χώρου πόσο
κακός είναι ο δικομματισμός και πόσο πολύ έχει μεταλλαχθεί η ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία, έτσι που να μοιάζει πια με
Social-Frankenstein; Τι
έγινε τώρα; Ήπιαν το αμίλητο νερό; Ή μήπως ακολουθούν τις επιταγές «τού
προλεταριακού διεθνισμού και της μη επέμβασης στα εσωτερικά τών αδελφών
κομμάτων»; Μα δεν τα έχουν αποκηρύξει όλα αυτά ως «ιδεολογήματα τού παρελθόντος
και σταλινικά κατάλοιπα»; Επανέκαμψαν; Ποιος θα το ’λεγε! Να συμβαίνουν τέτοιες
αλλαγές μπροστά στα μάτια μας, κι εμείς να κοιμόμαστε όρθιοι!...[4]
Το
βέλτιστο του μη χείρονος
Τι
έχει να προσφέρει ο μεσιέ Ολάντ και χαίρονται χαρά μεγάλη ευάριθμοι αριστεροί,
στη Γαλλία και εδώ; Μήπως διατύπωσε κάποιο νέο μεγάλο μανιφέστο με το οποίο
επανιδρύει την παλιά καλή γαλλική (και ευρωπαϊκή) σοσιαλδημοκρατία, αυτή που προ
αμνημονεύτων χρόνων υποστήριζε την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μέσων παραγωγής
και τη μετατροπή τών βασικών αγαθών, υλικών και άυλων, από ιδιωτικά σε δημόσια
(κοινά); Αν συνέβαινε αυτό, θα κατανοούσαμε εν μέρει τις χαρούλες. Διότι κάτι
τέτοιο θα ήταν όντως μια σημαντική πρόοδος, αφού θα επανέφερε το σχίσμα τής
ενιαίας σοσιαλδημοκρατίας τών αρχών τού 20ου αιώνα στις αρχικές του
μικρότερες διαστάσεις (με ποιους τρόπους θα μεταβούμε στο σοσιαλισμό και ποιες θα
είναι οι πολιτικές μορφές άσκησης της εργατικής εξουσίας;). Φυσικά, ούτε κατά
διάνοια δεν έχουμε να κάνουμε με μία τέτοια επανίδρυση.
Μήπως,
έστω, έχουμε να κάνουμε με ένα πρόγραμμα που σαλπίζει την επιστροφή στη «χρυσή
τριακοντετία» τού ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και την
προγραμματισμένη επαναφορά τού ‘‘ιστορικού συμβιβασμού’’ μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας; Ούτε περί αυτού πρόκειται —έτσι δεν χρειάζεται και να ανοίξουμε
κουβέντα για το αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Μήπως,
τέλος, ο Φρανσουά Ολάντ υπόσχεται τα ελάχιστα; Λόγου χάρη, την ανατροπή τού σιδερένιου
κορσέ που ο άξονας Μερκοζί έχει φορέσει στους ευρωπαϊκούς λαούς μέσω τού νέου συμφώνου
δημοσιονομικής σταθερότητας, τον ριζικό αναπροσανατολισμό τού ρόλου τής ΕΚΤ και
την υπαγωγή της στον πολιτικό έλεγχο, ή τον τερματισμό τών προγραμμάτων λιτότητας[5] που οδηγούν με συνοπτικές διαδικασίες τους
εργαζόμενους κάτω από τη σιδερένια φτέρνα τού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και
του δίδυμου αδελφού του, τού ‘‘παραγωγικού’’; Ούτε καν αυτά!
Όπως αποδεικνύεται, ο Ολάντ δεν έχει καμία πρόθεση να
προωθήσει τίποτε άλλο από ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής (κάτι μας θυμίζει
αυτό!) με λίγο περισσότερο καρότο, ώστε το μαστίγιο να γίνει ευκολότερα ανεκτό!
Έτσι, είναι λάθος να μιλάμε για παράδοση της Αριστεράς στο ΣΚ αντί πινακίου
φακής: περί κοχλιαρίου πρόκειται!
Έχουμε
και λέμε μείον πέντε, έξι δια δύο συν οκτώ
Παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε
μέσα από κάποια νούμερα πώς τα πήγε η γαλλική Αριστερά στις εκλογές τής
Κυριακής που μας πέρασε. Δεν αδιαφορούμε για τη γενική εικόνα, στην οποία
δεσπόζει βέβαια το 18άρι(!) πού πήρε το Εθνικό Μέτωπο, αλλά το σημερινό
σημείωμα είναι αφιερωμένο στην αριστερή ομφαλοσκόπηση!
Για να έχουμε καλύτερη εικόνα
θα δούμε τα νούμερα αναδρομικά, ξεκινώντας από τις προεδρικές εκλογές τού 1995
και υπολογίζοντας φυσικά όλο το ‘‘ουράνιο τόξο’’ τής Αριστεράς, από το ΚΚΓ και
αριστερότερα. Αφού υπενθυμίσουμε ότι οι εκλογές για τη γαλλική Προεδρία,
δεδομένου ότι είναι προσωποκεντρικές σε σημαντικό βαθμό, υστερούν σε σχέση με
τις βουλευτικές όσο αφορά στην καθαρή αποτύπωση της δύναμης κομμάτων και
ιδεολογικών ρευμάτων, έχουμε λοιπόν και λέμε:
1995: 13,96% – 2002:
13,81% – 2007:
7,68% – 2012:
12,81%
Νομίζουμε ότι τα νούμερα μιλούν
από μόνα τους κι έρχονται κι αυτά να κόψουν κάπως τα πολλά χαμόγελα.[6] Παρά τη σταθερή επιδείνωση της θέσης τών υποτελών
τάξεων και στρωμάτων που παρατηρείται σε αυτά τα 17 χρόνια, η γαλλική Αριστερά,
όσο κι αν ιδρώνει και ξιδρώνει, ακόμα να πιάσει τα ποσοστά τού 1995 (δεν
κάνουμε λόγο για τα ποσοστά της στη δεκαετία τού ’70 και του ’80, για να μη
συμβάλουμε στο καταθλιπτικό κλίμα). Και η εικόνα χειροτερεύει, αν υπολογίσει
κανείς πως η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, που, συμβατικά τουλάχιστον μιλώντας,
αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια μια
ικανοποιητική εναλλακτική λύση για όσους θεωρούν συμβιβασμένο το γαλλικό ΚΚ,
βρέθηκε από το 10,44%(!) τού 2002 και, έστω, το 4,75% τού 2007 στο ...1,96%!
Ποιοι
γελούν «κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ»;
Αν
σε ένα κομμάτι τής ελληνικής Αριστεράς η ευφορία για την αναμενόμενη πτώση τού
Σαρκοζί δεν άφησε περιθώρια για προβληματισμούς όπως αυτοί που εκθέσαμε, σε ένα
άλλο οι ίδιοι αυτοί προβληματισμοί στάθηκαν πηγή ικανοποίησης που εκφράστηκε και
με κάποιες δόσεις χαιρεκακίας. Ποιο κομμάτι; Λέγε με ΚΚΕ! Το οποίο θεώρησε πως
δικαιώθηκε η πολιτική τής απομόνωσης που ακολουθεί, αφού, χάρη σ’ αυτήν (δηλαδή
στη λογική «πονάει δόντι – κόβεις κεφάλι»), δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος «να
γίνει ουρά σοσιαλδημοκρατών και οπορτουνιστών και να αποπροσανατολίσει έτσι το
λαό». Παρόμοιους λόγους για να γελάσει θα είχε βέβαια και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία,
αν και δεν θεωρεί εξ ορισμού απαγορευμένες τις συμμαχίες όπως το ΚΚΕ, ωστόσο τις
συνδέει με πολύ στενά όρια και προϋποθέσεις. Δεν το έκανε όμως. ‘‘Γκρουπούσκουλα’’
‘‘ξεγκρουπούσκουλα’’, ‘‘αριστεροπορτούνες’’ ‘‘ξαριστεροπορτούνες’’, στη συγκεκριμένη
περίπτωση αποδείχθηκαν πολύ περισσότερο πολιτικά υποψιασμένοι από τα ‘‘σοφά’’
επιτελεία τού Περισσού.[7] Έτσι, υπενθύμισαν τις θέσεις τους χωρίς γελάκια και
θριαμβολογίες. Διότι, προφανώς, έκαναν την εξής απλή, απλούστατη σκέψη:
Σύμφωνοι.
Το γαλλικό ΚΚ έχει πετάξει τα αριστερά άγια τοις κυσί. Γι’ αυτό η Μαρίνα
(Λεπέν) έσπασε ακόμα και το ρεκόρ τού μπαμπάκα της; Και γι’ αυτό ‘‘οι δικοί μας’’,
οι Γάλλοι αντάρσυοι, πάτωσαν αντί να θριαμβεύσουν;
Αυτά
όμως για το ΚΚΕ είναι ‘‘ψιλά’’ οπορτουνιστικά γράμματα. Για το ΚΚΕ, η μοναδική
αιτία που η γαλλική κοινωνία (δηλαδή η κοινωνία μιας χώρας με ανεπτυγμένο και εδραιωμένο καπιταλισμό, για
να μη ξεχνιόμαστε!) αρνείται σαν μουλάρι να στραφεί προς τα αριστερά είναι το
ότι το ΚΚΓ δεν πολιτεύεται όπως το ...ίδιο! Αυτό είναι το μοναδικό ζήτημα προς
επίλυση. Όλα τ’ άλλα είναι (γαλλικές) σως και (ελληνικά) καρυκεύματα. Προφανώς,
αμφότερα οπορτουνιστικά! Όπερ έδει δείξαι!
Λοιπόν,
τέρμα τα δίφραγκα;
Ναι,
για τέτοιου τύπου αριστερές στρατηγικές, τέρμα τα δίφραγκα! Αν δεν χωρίσουμε τα
τσανάκια μας από αυτό το ‘‘πράγμα’’, αν δεν κάνουμε απολύτως σαφές το χάσμα που
μας χωρίζει από αυτήν την πλήρως ξεπουλημένη, μεταλλαγμένη και κατ’ όνομα μόνο σοσιαλδημοκρατία, κι αν δεν το κάνουμε ακόμα και όταν οι συγκυρίες όντως μάς υποχρεώνουν κάποτε να συμπορευόμαστε σε αυτό ή εκείνο το ιδιαίτερο ζήτημα, αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, όχι ο ήλιος δεν πρόκειται να γυρίσει, αλλά ούτε μάτι για να μας κλάψει! Και
δικαίως. Γιατί τι σόι Αριστερά είναι αυτή που σύρεται (χωρίς πολλές φορές να
δείχνει ότι τη δυσαρεστεί κιόλας!) πίσω από τους διάφορους Ολάντ, εν ονόματι
του περίφημου ‘‘αντιδεξιού’’ μετώπου;[8] Δηλαδή,
τα ξεχάσαμε όλα μα όλα; Ακόμα και το βασικό, βασικότατο ζήτημα, ότι το μέτωπο
για μας, σε τελική ανάλυση, δεν είναι καμία δεξιά αλλά το καθεστώς τής αστικής τάξης
που, ακριβώς για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του, γεννάει αδιάκοπα ένα σωρό
δεξιές (δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες); Πώς γίνεται να μπορούμε να μιλάμε για
Αριστερά, πώς μας επιτρέπεται να έχουμε καν το δικαίωμα να εκστομίζουμε αυτή τη
λέξη, αν ξεχνάμε από πού ερχόμαστε και πού πάμε;
Πρέπει
να αποφασίσουμε. Και πρέπει να αποφασίσουμε τώρα. Παρήλθε ο καιρός που είχαμε
την πολυτέλεια να αναβάλλουμε τέτοιες αποφάσεις. Θέλουμε ή δεν θέλουμε να
είμαστε αυτό που πάντα ήταν η Αριστερά, δηλαδή το πολιτικό όνομα της συμπαράταξης εκατομμυρίων ανθρώπων που
οραματίζονται μια ριζικά και εκ θεμελίων διαφορετική και καλύτερη
κοινωνία; Αν το θέλουμε πρέπει να
ξεκόψουμε πια, και να ξεκόψουμε οριστικά και αμετάκλητα, από τέτοιες
αυτοκτονικές στρατηγικές. Δεν μας προσφέρουν τίποτε εκτός από μία θλιβερή από όλες τις απόψεις πολιτική επιβίωση. Και μας κοστίζουν τα πάντα:
Να μοιάζουμε
ίδιοι κι απαράλλαχτοι με αυτούς που προσπαθούν απλώς να εξαπατούν το λαό,
αλλάζοντας τα πράγματα τόσο και έτσι, όσο ακριβώς χρειάζεται για να μένουν ακριβώς
τα ίδια!
[1]
Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας + Αριστερό
Κόμμα (πρώην στελέχη τής αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος) +
Ενωτική Αριστερά (πρώην στελέχη τής τροτσκιστικού προσανατολισμού Επαναστατικής
Κομμουνιστικής Λίγκας που αυτοδιαλύθηκε το 2009 για να συμμετάσχει στο σχηματισμό
τού Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος).
[2]
Βέβαια, αν ήμαστε Γάλλοι και
είχαμε ψηφίσει Αριστερό Μέτωπο, και σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαμε ένα κάποιο
θέμα. Διότι, πώς συμβιβάζεται το Mélenchon présidons – non Mélenchon Président
με το σκοτάδι στο οποίο μας αφήνει για τα ανταλλάγματα που κέρδισε από το
Σοσιαλιστικό Κόμμα προκειμένου να το στηρίξουμε;
[3] Να θυμίσουμε εδώ δύο μόνο ‘‘λεπτομέρειες’’
από την πρόσφατη ιστορία τού ΣΚ: Το 2005 είχε ταχθεί κατά πλειοψηφία υπέρ τής
συνταγματοποίησης του απολύτως ανεξέλεγκτου καπιταλισμού στο δημοψήφισμα για το
(απορριφθέν) Ευρωσύνταγμα, ενώ μετά τη διπλή εκλογική νίκη τού Σαρκοζί στις
προεδρικές και βουλευτικές εκλογές τού 2007, επιφανή και ιστορικά στελέχη του
έκαναν ουρά έξω από το γραφείο του για να υπουργοποιηθούν. Για τόσο πολύ ‘‘σταθερά’’
και ‘‘ασυμφιλίωτα’’ σοσιαλιστικό κόμμα μιλάμε...
[4] Εντάξει, αστειευόμαστε! Στην
πραγματικότητα, ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον προλεταριακό διεθνισμό. Μόνο που τον
εφαρμόζουν επιλεκτικά. Δηλαδή, όπως γινόταν πάντα στο διεθνές εργατικό κίνημα —κι
όπως κάνει και το ΚΚΕ, για να τα λέμε όλα!
[5] Στα λόγια βέβαια απορρίπτει τη διαρκή
λιτότητα. Στην πραγματικότητα όμως και στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που εννοεί
είναι να δοθεί κάθε δυνατή υποστήριξη στο κεφάλαιο, ώστε ένα τμήμα των ανέργων
να προβιβαστεί στην κατηγορία τών πτωχών εργαζόμενων!
[6] Τα οποία είναι κάπως κομμένα έτσι κι
αλλιώς: Από τα 15άρια και τα 16άρια που έδιναν οι δημοσκοπήσεις στον Μελανσόν
και το Αριστερό Μέτωπο, η μπίλια τελικά έκατσε στο 11...
[7]
Αλλά
και από τα απλά μέλη ή τους οπαδούς τού ΚΚΕ που έχουν βγει στις ρούγες και στα
στενά τού διαδικτύου για να καγχάσουν...
[8]
Για
την ώρα και για το ορατό μέλλον, το
πολιτικό τοπίο τής Ελλάδας δεν φαίνεται να επιτρέπει τέτοιου τύπου αντιδεξιά
μέτωπα για. Αυτό μάς καθησυχάζει κάπως. Εκείνο που μας ανησυχεί είναι τα πολλά
χαμόγελα για τον Μελανσόν ο οποίος δείχνει πανευτυχής με τη διαφαινόμενη νίκη
ενός τέτοιου μετώπου...
Η
εικόνα, από το casinonet.gr
Σάββατο 21 Απριλίου 2012
Σπαζοκεφαλιά…
ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ σετ σκακιού —σκακιέρα και τα 32 πιόνια— εξαιρετικής ομορφιάς. Εμφανίζονται 3 άνθρωποι, οι οποίοι το διεκδικούν, ο καθένας για λογαριασμό του.
Ο πρώτος δηλώνει πως είναι ο νόμιμος κάτοχός του και το αποδεικνύει με απόδειξη αγοράς. Εξηγεί ακόμα, ότι ο ίδιος δεν ξέρει σκάκι, αλλά το έχει αγοράσει για να το κάνει δώρο στο μικρό γιό του, που θέλει διακαώς να μάθει.
Ο δεύτερος είναι ένα μικρό παιδί. Ισχυρίζεται ότι είναι ένα παιδί-θαύμα στο συγκεκριμένο παιχνίδι και το αποδεικνύει με ένα σωρό κύπελλα και βραβεία από διάφορα τουρνουά σκακιού. Υποστηρίζει δε, πως ένα τόσο όμορφο σετ δεν μπορεί παρά να το πάρει ένας τόσο ταλαντούχος και υποσχόμενος παίκτης όσο ο ίδιος, κι όχι κάποιος συνομήλικός του που δεν ξέρει ακόμα ούτε τους βασικούς κανόνες τού παιχνιδιού.
Ο τρίτος αξιώνει να παραδοθεί σ’ εκείνον το σετ με το εξής σκεπτικό: Σκοπεύει να χαρίσει σε 32 πάμφτωχα παιδιά από ένα πιόνι στο καθένα, για να το έχουν σαν απλό παιχνίδι, και θεωρεί σωστό να κρατήσει ο ίδιος τη σκακιέρα, ως ανταμοιβή για την εξαιρετική, όπως υποστηρίζει, ιδέα του, να χαρίσει χαρά σε 32 παιδιά, ενώ, σε περίπτωση που δικαιωθεί είτε ο ένας, είτε ο άλλος από τους ανταγωνιστές του, θα επωφεληθεί μόνο ένα.
ΣΕ ΠΟΙΟΝ πιστεύετε ότι είναι δίκαιο να δώσουμε το σετ τού σκακιού;
Η εικόνα, από το howtogrowbud.com
Πέμπτη 19 Απριλίου 2012
Ομοιοπαθητική αντικαταθλιπτική θεραπεία
Δεν
περιμένουμε τίποτε καθοριστικά ή έστω θεαματικά θετικό από τις εκλογές. Και δεν έχουμε
να προτείνουμε καμία άλλη λύση πέρα από τον εκλογικό αγώνα στις μέρες που
έρχονται. Μονόδρομος δηλαδή και σ’ όποιον αρέσει. Στα κάτω μου κι εγώ, γράφω
στα παλιά μου τα παπούτσια τις αποφάσεις τής Κεντρικής Επιτροπής, σταματάω να
παλεύω ένα post που ξεκίνησε πριν το Πάσχα κι αντιγράφω μερικές αράδες από τον «Μονόδρομο»[*] τού Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ίσως η απαισιοδοξία τους να
λειτουργήσει ευεργετικά, έτσι μάλιστα καθώς αφήνει και μερικές χαραμάδες για
λίγο φως. Και υπάρχει πάντα η ελπίδα, αντιγράφοντας τον Μπένγιαμιν, να πάρει
κανείς κάτι από την ευαισθησία τών κεραιών του…
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
V. «Η φτώχεια δεν είναι ντροπή».
Σύμφωνοι. Ωστόσο τον φτωχό τον ντροπιάζουν. Το κάνουν, και τον παρηγορούν μ’
αυτή τη φρασούλα. Είναι απ’ αυτές που κάποτε μπορούσε κανείς να τις παραδεχτεί,
που όμως η ημερομηνία λήξης τους έχει φτάσει προ πολλού. Όπως κι εκείνο το
βάναυσο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Όταν υπήρχε δουλειά που έτρεφε τον
άνθρωπό της, υπήρχε και φτώχεια που δεν τον ντρόπιαζε, αν οφειλόταν σε καμιάν
αναπηρία ή σε κάποιο άλλο θέλημα της μοίρας. Αυτή η ανέχεια όμως μες στην οποία
γεννιούνται εκατομμύρια, και μπλέκουν εκατοντάδες χιλιάδες που φτωχαίνουν,
ντροπιάζει. Η βρόμα και η αθλιότητα ορθώνονται γύρω τους σαν τείχη που τα
χτίζουν αόρατα χέρια. Κι όπως ένα άτομο μπορεί να ανεχθεί πολλά για τον εαυτό
του, —δίκαια όμως ντρέπεται σαν τον βλέπει η γυναίκα του να τα υφίσταται και να
τ’ ανέχεται—, έτσι επιτρέπεται να υποστεί πολλά, όσο είναι μόνος, και όλα, εφόσον
τα κρύβει. Όμως κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια,
όταν πέφτει σαν ίσκιος τεράστιος πάνω στο σπίτι και στο λαό του. Τότε πρέπει να
διατηρήσει τις αισθήσεις του άγρυπνες για κάθε ταπείνωση που υφίσταται, και να τις
κρατά σε πειθαρχία μέχρι που ο πόνος του να πάψει να παίρνει τον κατήφορο της θλίψης,
και να διανοίξει ανηφορικά το δρόμο τής εξέγερσης. Όμως εδώ δεν υπάρχει ελπίδα
καμιά, αφού και η πιο τρομερή, η πιο ζοφερή μοίρα κάθε μέρα, ακόμα και κάθε
ώρα, όσο συζητιέται από τον τύπο και εξηγούνται διεξοδικά όλα τα ψευτοαίτια και
τα ψευτοεπακόλουθά της, κανέναν δεν βοηθά ν’ αναγνωρίσει τις σκοτεινές δυνάμεις
στις οποίες έχει γίνει υποτελής.
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
[*] Στοχασμοί, όνειρα και αφορισμοί γραμμένοι
κάπου μεταξύ Παρισιού, Μόσχας και Βερολίνου στα μαύρα για τη Γερμανία χρόνια τού
μεσοπόλεμου (1926 – 1927). Εκδόσεις «Άγρα», Α´ ανατύπωση 2006, μετάφραση Νέλλη
Ανδρικοπούλου.
Η
φωτογραφία είναι τής Sylwia Makris. Από το xaxor.com
Σάββατο 14 Απριλίου 2012
Λόγος αναστάσιμος για το Μη-Εισέτι-Είναι
Σήμερα, στις μέρες μας κι εδώ
και πολλά χρόνια που μας ξεπερνούν σε ηλικιακό χρόνο, εκείνο που φαίνεται να
είναι το πιο νεκρό απ’ όλα τα νεκρά σώματα και πράγματα είναι η ιδέα τής μαρξικής
Ουτοπίας που εμπνέεται και ορίζεται από το όραμα της καθολικής ανθρώπινης
χειραφέτησης και της απελευθέρωσης από κάθε είδους δεσμά —οικονομικά και
εξουσιαστικά. Το ταξίδι προς αυτή την Ουτοπία που ξεκίνησε πριν από έναν
περίπου αιώνα δεν πήγε καλά. Ανεξάρτητα από τους λόγους που συντέλεσαν σ’ αυτή
την αποτυχία, λόγους στους οποίους κάθε άλλο παρά συμφωνούμε και γι’ αυτό
ακριβώς πρέπει να συνεχίσουμε να τους συζητάμε, είναι βέβαιο ότι το ναυάγιο
αυτό καθ’ αυτό αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τον θάνατο της Ουτοπίας μας.
Τι κάνει κανείς με τα ναυάγια, και
μάλιστα με τα ναυάγια που επέφεραν ένα τόσο μεγάλο τραύμα; Η ατομική και
κοινωνική ψυχολογία μιλάει γι’ αυτό διεξοδικά και μας βοηθάει να ‘‘τακτοποιήσουμε’’
την κοινωνική και πολιτική εμπειρία: Απάρνηση («το ταξίδι αυτό δεν ήταν δικό μας»),
απώθηση («το ταξίδι δεν συνέβη ποτέ»), καταθλιπτική προσκόλληση στο παρελθόν («τι
ωραία που θα ήταν, αν…», «αχ και να…»), εικονολατρική πίστη στο νεκρό ως
προσπάθεια υπερνίκησης ακριβώς του εσωτερικού κλονισμού τής πίστης, αποκλειστική
επικέντρωση στις πράξεις τού εχθρού, να κάποιες βασικές κατηγορίες αντιδράσεων.
Όλα αυτά μας βοηθάνε να
συνεχίζουμε. Τίποτε όμως δεν βοηθάει την ανάσταση της Ουτοπίας, τίποτε από αυτά
δεν τη φέρνει πιο κοντά. Και τι νόημα έχει να συνεχίζεις χωρίς την Ουτοπία; Μπορούμε
να αναστήσουμε αυτή την ιδέα; Δηλαδή, μπορούμε να την αναστήσουμε πρώτα και
κύρια μέσα μας; Μόνο τότε θα αποκτήσουν βαθύτερο νόημα οι μικρές, ‘‘άχαρες’’ και ‘‘άδοξες’’ στιγμές τής τόσο απαραίτητης καθημερινής πάλης για τα βραχυπρόθεσμα επί μέρους.
Ας την αναστήσουμε λοιπόν αυτή
την ιδέα τού Μη-Εισέτι-Είναι που
μπορεί να ανέλθει στην κατάσταση του είναι.
Χωρίς αδιέξοδες εμμονές να επαναλάβουμε το ταξίδι ακριβώς όπως αυτό
επιχειρήθηκε τον προηγούμενο αιώνα —κανένα ταξίδι δεν μπορεί να επαναληφθεί παρ’
εκτός ως φαντασιακή αναπαράσταση. Και χωρίς αυταπάτες ότι η Ουτοπία μπορεί να
αναστηθεί μόνο μέσω τού αφηρημένου και θεωρητικού λόγου, χωρίς να περάσει από τις
συμπληγάδες τής πραγματικότητας. Της οποίας πραγματικότητας αποτελεί μέρος πια,
θέλουμε δεν θέλουμε, και το πρώτο αποτυχημένο (αλλά καθόλου αχρείαστο ή ανώφελο)
ταξίδι.
Ἂμμες δέ
γ' ἐσσόμεσθα
πολλῷ
κάρρονες.
ЖOЖOЖOЖOЖ
Ας κλείσει το σημερινό σημείωμα
ο Ερνστ Μπλοχ, ο αποκληθείς και φιλόσοφος της (συγκεκριμένης) Ουτοπίας. Είναι
λόγια που είπε τον Αύγουστο του 1968 σε ένα κύκλο συζητήσεων με θέμα Ο Μαρξ και η Επανάσταση («Ουτοπία και
Επανάσταση», Εκδόσεις «Έρασμος», Β´ έκδοση, 2007, μετάφραση Στέφανος Ροζάνης).
Ποιος στόχος και για ποιον σκοπό; Τι
επιθυμούμε πραγματικά; Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό. Όχι πια έξω από κάθε
συνάφεια μέσα σε μιαν αφηρημένη Ουτοπία αλλά μέσα στην καινούργια ιδέα μιας
συγκεκριμένης Ουτοπίας όπως μας την είχε δείξει ο Μαρξ, μιας Ουτοπίας που δεν
είναι πλέον Ουτοπία διότι είναι συγκεκριμένη· δεν έχει χάσει τη θέα τής
πραγματικότητας. Η Ουτοπία αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί, μέχρι που τελικά να
φθάσουμε στη μεγάλη ειρήνη την οποία ο Τόμας Μύντσερ[*] —και όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες—
οραματίσθηκε με το σύμβολο του ουράνιου τόξου, χωρίς τεμπελιά και χωρίς
προδοσία στα μέτωπα. Αυτό είναι που ονομάζω θερμό ρεύμα[**] τού
μαρξισμού και που απαιτεί την πιο ζωντανή μας σκέψη και συζήτηση.
ЖOЖOЖOЖOЖ
Από εμάς, Καλή Ανάσταση!
[*] Γερμανός κληρικός, δάσκαλος και κοινωνικός
επαναστάτης (1490-1525), ο ορισμός ίσως τού πρώιμου κομμουνιστή. Ηγήθηκε των
απόκληρων και λιμοκτονούντων χωρικών στον επονομασθέντα Πόλεμο των χωρικών την
άνοιξη του 1525. Έμβλημά τους το ουράνιο τόξο και σύνθημά τους το omnia sunt
communia [= όλα είναι κοινά]. Οι επαναστάτες σφαγιάστηκαν στην τελική μάχη με τις
δυνάμεις των ευγενών στο Φρανκενχάουζεν της Σαξονίας στις 15 Μαΐου 1525 και ο
Τόμας Μύντσερ εκτελέστηκε μετά από φρικτά βασανιστήρια λίγες ημέρες μετά, στις 27
Μαΐου. (LG700)
[**] Θερμό
ρεύμα τού
μαρξισμού ονόμαζε ο Μπλοχ αυτό που κινείται προς τη διερεύνηση (όχι όμως ‘‘τυφλή’’
και αυθαίρετη) εκείνου που δυνάμει μπορεί
να υπάρξει, διακρίνοντάς το από το ψυχρό,
δηλαδή εκείνο που εξετάζει και αναλύει όλες τις δοσμένες παραμέτρους για να καταλήξει
σε αυτό που μπορεί να υπάρξει κατά το
δυνατόν. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχουμε στο νου μας ότι ο Ερνστ Μπλοχ καταγράφει
αυτά τα δύο ρεύματα ως διακριτά μεν, πλην όμως σε διαλεκτική ενότητα, κάτι που θεωρεί
απολύτως αναγκαίο. Όπως περιγράφει τη σκέψη τού
Μπλοχ ο Σάββας Μιχαήλ:
«Η
ενότητα κι αλληλεπίδραση των δύο ρευμάτων είναι αναγκαία κι εκφράζει ακριβώς
την ενότητα της ύλης με την ουτοπία, τού θεμέλιου με τον ορίζοντα, την
προσδοκία, την προ-όραση. Μόνο του το ‘‘ψυχρό ρεύμα’’ ξεπέφτει σε έναν
επιστημονισμό χωρίς επιστημονικότητα και στην πράξη καταλήγει στο συντηρητισμό
και το ρεφορμισμό. Μόνο του το ‘‘θερμό ρεύμα’’ εκφυλίζεται σε χυλό θολών
συναισθημάτων και στην πράξη σ’ εναλλαγές βολονταριστικών ξεσπασμάτων και
φαταλιστικής [= μοιρολατρικής] παθητικότητας». (LG700)
Η
φωτογραφία είναι του Gavin
Dunbar,
από το xaxor.com
Δευτέρα 9 Απριλίου 2012
‘‘Ερωτοχτυπημένοι’’ με τη Λουτσιάνα Καστελίνα!
Η
Λουτσιάνα Καστελίνα είναι παλιά ‘‘καραβάνα’’ τού ιταλικού εργατικού και
αριστερού κινήματος. Μπαίνει στο PCI (Partito Comunista Italiano) στα 18 της, το 1947, —τότε
που το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα αριθμούσε 2.252.446 μέλη!— και μένει μέχρι τα
40 της, το 1969. Τότε αποπέμπεται μαζί με όλη την ομάδα μελών τού κόμματος που
είχαν ιδρύσει το περιοδικού «Il manifesto». Η ομάδα αυτή, με
αναμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα τον Λούτσιο Μάγκρι που πέθανε στα τέλη τού
περασμένου Νοεμβρίου, ασκούσε κριτική προς την τότε ηγεσία τού κόμματος για
ατολμία και αδυναμία να αντιληφθεί τις αλλαγές τού καπιταλισμού και τις αντίστοιχες
προσαρμογές που αυτές επέβαλαν στην κομματική γραμμή. Έκτοτε, η Καστελίνα
αποτέλεσε αναπόσπαστο μέλος τής ‘‘παρέας’’ τού «Manifesto» και την ακολούθησε
σε όλη την πορεία της μέχρι το 1991 που η ομάδα διατηρούσε την πολιτική συνοχή
της. Στέλεχος της ομώνυμης εφημερίδας στην οποία οι ‘‘αντάρτες’’ τού PCI μετέτρεψαν
σύντομα το αρχικό περιοδικό και η οποία σήμερα παλεύει να αποφύγει το λουκέτο
μετά το κόψιμο τής κρατικής επιχορήγησης στον πολιτικό τύπο χαμηλής κυκλοφορίας,
στέλεχος κατόπιν του κόμματος (Κόμμα της Προλεταριακής Ενότητας για τον
κομμουνισμό – PdUP) που η ομάδα ίδρυσε, μέλος ξανά τού PCI
από το 1984 όταν η ομάδα αποφάσισε την ενσωμάτωσή της στο κομμουνιστικό κόμμα.
Ύστερα, το 1991, η ηγεσία τού PCI εισηγείται την άνευ όρων συνθηκολόγηση, την
εγκατάλειψη κάθε κομμουνιστικού οράματος και τη μετονομασία σου σε «Δημοκρατικό
Κόμμα τής Αριστεράς». Η γκρούπα τού «Manifesto» δίνει τη μάχη μαζί με την αριστερή
μειοψηφία, τη χάνει και αποχωρεί για να συμμετάσχει κι αυτή στη δημιουργία τού
κόμματος «Κομμουνιστική Επανίδρυση». Η Καστελίνα μένει μέχρι το 1995, οπότε και
αποχωρεί ακολουθώντας την αριστερή μειοψηφία τού κόμματος που ιδρύει την «Κίνηση
Ενωτικών Κομμουνιστών». Σήμερα η Λουτσιάνα Καστελίνα, παρά τα 83 χρόνια της παραμένει
πολιτικά δραστήρια, αρνείται πεισματικά να πετάξει το μωρό μαζί με τα απόνερα
και, βέβαια, άρθρα της εξακολουθούν να εμφανίζονται από καιρό σε καιρό στην
εφημερίδα ‘‘της’’ το «Manifesto».
Όπως
αυτό που έγραψε στις αρχές Απριλίου με τον εύγλωττο τίτλο «Ας μη φτύνουμε την
ιστορία μας» και αναδημοσιεύουμε σήμερα από τη χθεσινή «Εποχή» σε μετάφραση τής
Τόνιας Τσίτσοβιτς συνιστώντας θερμά να το διαβάσετε. Εντάξει, δεν είναι
υποχρεωτικό να ‘‘ερωτευτείτε’’ κεραυνοβόλα κι εσείς τη Λουτσιάνα όπως εμείς, όμως,
διαβάστε το τουλάχιστον με προσοχή. Ιδίως όσοι είστε φίλοι τού ΚΚΕ (για να δείτε πως δεν
είστε οι μόνοι που δυσπιστείτε με την ‘‘κινηματολαγνεία’’)
και όσοι είστε ‘‘συμπαθούντες’’ τών
φίλων μας τής ΕΟΣ (για να δείτε ότι, αν και έχουν στην προμετωπίδα τού blog τους
το κάλεσμα του Μάο σε εμπρησμό των Γενικών Επιτελείων, μάλλον δεν έχουν
κατανοήσει το βαθύτερο νόημά του…).
Ας μη φτύνουμε την ιστορία μας
Ο Μόντι, από το Τόκιο, μας
πληροφορεί ότι εκείνος είναι δημοφιλής, ενώ τα κόμματα δεν είναι. Είναι μόνο αντικείμενο περιφρόνησης. Ο Πιράνι
(ΣτΜ: γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας), ο οποίος συνήθως είναι πολύ ορθός
πολιτικά, γράφει πως το καλό του νέου μας πρωθυπουργού είναι ότι δεν επηρεάζεται
από τις κοινοβουλευτικές διακυμάνσεις, από τη διαλεκτική των κομμάτων και από
τις πιέσεις της κοινωνίας. (Θέλω να ελπίζω ότι αντιλαμβάνεται ποιο πράγμα
θεωρητικοποίησε.)
Η μετάφραση αυτής της έννοιας
σε λαϊκό επίπεδο είναι αυτό που ακούμε να επαναλαμβάνεται όλο και περισσότερο:
«Σε τι μου χρειάζεται η δημοκρατία; Κοστίζει πολύ. Γιατί να πληρώνω τόσα λεφτά
για να πηγαίνει μια κλίκα να κουβεντιάζει τις υποθέσεις της στη βουλή;» Σε
υψηλό επίπεδο, αντίθετα, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και μεταξύ επιφανών μελετητών,
λέγεται ότι μπήκαμε στον μετα-δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό, ότι τα προβλήματα
είναι πλέον πάρα πολύ περίπλοκα για να τα αφήνουμε σε ανίκανους
αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Θυμίζω αυτά τα πράγματα για να προειδοποιήσω πως,
όταν αρχίζουμε να καταγγέλλουμε την πολιτική τάξη και, χωρίς διαχωρισμούς, τα
κόμματα ως τέτοιους οργανισμούς, πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί.
Η επίθεση ενάντια στη
δημοκρατία δεν προέρχεται πια από νεοφασιστικές συμμορίες, που είναι πιο πολύ
φολκλόρ, αλλά από μια πιο εκλεπτυσμένη απειλή: από την παραπειστική χρήση —που
γίνεται πλέον ανοιχτά— της αντικειμενικής δυσαρέσκειας, της απόστασης που
δημιουργήθηκε μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και πολιτικών θεσμών. Σ’ αυτό
ασυναίσθητα συμβάλλει και ο νεο-αναρχισμός που διατρέχει τα κινήματα.
Nέο
πολιτικό υποκείμενο, αλλά ποιο;
Συμφωνώ λοιπόν με τη «Διακήρυξη
για το νέο πολιτικό υποκείμενο», που δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου σ’ αυτή την
εφημερίδα [το «Μανιφέστο»] (και υπογράφτηκε από πολλούς φίλους μου που εκτιμώ
βαθύτατα) όταν λέει ότι για να σωθεί η δημοκρατία πρέπει να εμπλουτισθεί και να
βρεθούν νέες μορφές συμμετοχής και με άμεση δημοκρατία. Όμως, ομολογώ ότι
ανησυχώ πολύ για το είδος του νέου πολιτικού υποκειμένου που κάποιοι εύχονται
να γεννηθεί σε αντικατάσταση της κομματικής μορφής του εικοστού αιώνα.
Βέβαια, είναι αλήθεια, και τα
κόμματα της αριστεράς ή της υποτιθέμενης αριστεράς, είναι χείριστα. Ακόμη και
τα πιο πρόσφατα. Θα έπρεπε να τα ξαναφτιάξουμε από την αρχή και φυσικά αυτή δεν
είναι μια επιχείρηση που γίνεται επί χάρτου: τα καλά κόμματα γεννιούνται
πάντοτε από ένα πραγματικό κίνημα. Μπορεί όμως να ωφελήσει σ’ αυτό το σκοπό το
νέο υποκείμενο που περιγράψαμε;
Γιατί
θεωρούνται περιττά τα κόμματα
Πρώτα απ’ όλα δεν μπορούμε να
βάλουμε σε παρένθεση το γεγονός ότι τα κόμματα έγιναν έτσι, επειδή οι εθνικοί
αντιπροσωπευτικοί θεσμοί εντός των οποίων κλήθηκαν να κάνουν τη φωνή τους ν’
ακουστεί, έχασαν εδώ και καιρό την εξουσία να αποφασίζουν, η οποία εκτός των
άλλων δεν μεταβιβάστηκε καν σε άλλα επίπεδα, αλλά απλά αναλήφθηκε, extra legem,
απ’ αυτούς που συνάπτουν ιδιωτικές συμφωνίες στην παγκόσμια αγορά. Τα τελευταία
χρόνια ιδιωτικοποιήθηκαν όχι μόνο οι γαλακτοβιομηχανίες ή οι συγκοινωνίες, αλλά
και η λαϊκή κυριαρχία, η εξουσία για λήψη αποφάσεων.
Η κρίση των κομμάτων εξαρτάται
επομένως και από τη σημαντική απώλεια επιρροής που υπέστησαν εξαιτίας αυτής της
απώλειας εξουσίας στους αντιπροσωπευτικούς φορείς σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και
στους δήμους. Γι’ αυτό ο κόσμος αισθάνεται ότι είναι περιττά. Κανένα πολιτικό
υποκείμενο δεν μπορεί να φαντάζεται ότι είναι αποτελεσματικό, αν υπεκφεύγει απ’
αυτό το πρόβλημα, νομίζοντας ότι μπορεί να περιοριστεί να παράγει λίγη τοπική
συμμετοχή. Εκτός και εάν εφεύρουμε εκ νέου την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου
αφήνονταν στα χαλιφάτα κάποιες τοπικές εξουσίες, ενώ η Κωνσταντινούπολη
κρατούσε γερά στα χέρια της κάθε γενική και αποφασιστική επιλογή. Η ιδέα ότι το
σύστημα μπορεί να αλλάξει μόνο από τα κάτω, από ένα οριζόντιο δίκτυο το οποίο
αποσύρει την προσοχή του από το πρόβλημα της κεντρικής εξουσίας, χωρίς να την
αρνείται, και θεωρεί ότι αρκεί μια κατακερματισμένη πίεση από τα κάτω για να
την αλλάξει, πιστεύω ότι δεν πάει μακριά.
Η
λειτουργία του πολιτικού υποκειμένου
Ούτε ένα συλλογικό σχέδιο
καθορίζεται, χωρίς να έχει αυγατίσει τις κοινές γνώσεις και την κοινή
κουλτούρα, που δεν είναι το άθροισμα των απόψεων του καθενός, που πιθανά έχουν
κάποιοι συλλέξει στο διαδίκτυο όπως κάνει η τηλεόραση με την ακροαματικότητα,
ώστε να βγαίνουν στο τέλος, ως επιλογές της πλειονότητας, οι τηλενουβέλες. Αυτή
η αγιοποίηση της κοινής γνώμης, στο όνομα της οποίας η πλειοψηφία έχει σε κάθε
περίπτωση δίκιο, είναι το χειρότερο προϊόν του ίντερνετ: η σωστή επιλογή είναι
το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης αντιπαράθεσης, πόσο μάλλον όταν
υπάρχουν κινήματα που δεν είναι πλέον κοινωνικά ομοιογενή, όπως ήταν το
εργατικό, αλλά πλημμυρισμένα από αποδομημένες και αντιφατικές μορφές που έχουν
παραχθεί από τον καπιταλισμό σε κρίση.
Η λειτουργία ενός πολιτικού
υποκειμένου είναι να οικοδομεί νόημα, όχι να συλλέγει τη διαμεσολάβηση της
συναίνεσης, με χειρότερο τρόπο απ’ ό,τι από ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό. Εκτός
και αν αρκείται στο να διατηρήσει το υπάρχον, αντί να το αλλάξει.
Η
δημοκρατική εκλογή οργάνων
Ας έρθουμε τώρα στην πρόταση να
καταργηθεί η κεντρική ηγεσία και να αντικατασταθεί από «προσωρινά και κινητά
συντονιστικά». Να έχετε υπόψη σας ότι ο χειρότερος ηγετισμός παράγεται στην
ουσία, όταν δεν καθορίζονται συγκεκριμένοι κανόνες για μια συλλογική επιλογή
των ηγετικών στελεχών. Δεν σας λένε τίποτα οι ηγετίσκοι του ‘68, κυρίαρχοι των
συνελεύσεων, καταπιεστές των πιο αδύναμων, ή απλά των λιγότερο αλαζόνων; Ή το
Ριζοσπαστικό Κόμμα το οποίο, χάρη στην απόλυτα άτυπη μορφή του, άφησε στο
προσκήνιο για 50 χρόνια τον Μάρκο Πανέλα (που δεν τον λένε Νάρκισσο, αλλά —για
φαντάσου— στο ληξιαρχείο είναι εγγεγραμμένος ως Υάκινθος);
Μια εξατομικευμένη μάζα είναι
εύκολο να τη χειριστεί κανείς. Γι’ αυτό χρειάζονται μόνιμες έδρες όπου να
μπορούν να συγκεντρωθούν σύνδεσμοι σε συνολικό επίπεδο, για να μην κλειστούμε
στον τοπικισμό (γι’ αυτό είναι αντιδραστική η ιδέα της αφαίρεσης χρηματοδότησης
από τα κόμματα, ή το να θεωρείται αθέμιτο να ταξιδεύει ένας βουλευτής έξω από
την εκλογική του περιφέρεια). Η βάση μπορεί να ασκήσει εξουσία μόνο αν υπάρχει
μια οργάνωση, διαφορετικά το πολύ-πολύ να πει ναι ή όχι σε ένα δημοψήφισμα. Το
να επιλέξουμε δημοκρατικά μια ηγεσία είναι δύσκολο αλλά αναγκαίο, αν θέλουμε να
παγιώσουμε μια πολιτική οργάνωση και να μην την εγκαταλείψουμε στις
χαρακτηριστικές διακυμάνσεις των αυθόρμητων κινημάτων.
Η
πολιτική είναι απαραίτητη για το προλεταριάτο
Τέλος, φθάνει να συμμετέχουμε
στις επιλογές, να ορίσουμε τι είναι κοινό αγαθό, ή είναι χρήσιμο να
κατακτήσουμε και τη μόνιμη διαχείρισή τους; Το ένδοξο δημοψήφισμα για το νερό
μήπως κινδυνεύει να χαντακωθεί ακριβώς στο πεδίο της εφαρμογής του; Μήπως
λοιπόν χρειάζεται να οικοδομηθούν οργανισμοί που να αφαιρέσουν εξουσίες από το
κράτος και να προβλέψουν τη βαθμιαία εξαφάνισή του, ικανοί να εκπληρώσουν τις
λειτουργίες του με τρόπο που θα αποφεύγει τον κίνδυνο του γραφειοκρατικού
διαχωρισμού, της αυθαίρετης εξουσίας, της κάστας;
Ο Γκράμσι, ο οποίος πάντα
θύμιζε ότι η πολιτική είναι περισσότερο απαραίτητη για το προλεταριάτο παρά για
την αστική τάξη, έχοντας γνώση των εκφυλισμών της, είχε υποθέσει τη δημιουργία
συμβουλίων που να είναι σε θέση να παίξουν αυτόν το ρόλο. Στις αρχές της
δεκαετίας του ’70 τα εργατικά συμβούλια, και στη συνέχεια τα συμβούλια
περιοχής, είχαν πλησιάσει αυτή την πρόταση. Δε νομίζετε ότι πρόκειται για μια
πλουσιότερη προοπτική από το να πολλαπλασιάζουμε αόριστες και μη σταθερές
μορφές συλλογής συναίνεσης;
Από
τον 20ό στον 21ο αιώνα
Καλώς να έρθουν νέες μορφές
συμμετοχής, λοιπόν, μα πάνω απ’ όλα διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού τις
εμπειρίες του εικοστού αιώνα που δεν είναι για πέταμα, όπως λέει το Manifesto:
όταν το PCI, με όλα τα ελαττώματά του, είχε πάνω από δύο εκατομμύρια μέλη και
μια διακλαδωμένη οργάνωση ριζωμένη τοπικά, αλλά και ισχυρή ως υποκείμενο, χάρη
στο γεγονός ότι ανήκε σε ένα μεγάλο διεθνές κίνημα που είχε νικήσει το φασισμό,
σας βεβαιώ ότι επιτύχαμε τον υψηλότερο βαθμό δημοκρατίας που γνώρισε η χώρα
μας. Εκείνη η εμπειρία δεν μπορεί να επαναληφθεί και είχε τα όριά της, σας
παρακαλώ όμως, μη τη φτύνετε!
Μου αρέσει ακόμη η επίκληση του
Μάο Τσε Τουνγκ, που τόσο μας γοήτευσε το ’68, όταν είπε ότι έπρεπε να
βομβαρδίσουμε το ανώτατο αρχηγείο. Γιατί τα κόμματα γίνονται γραφειοκρατικά και
διαιρούν και πρέπει τα κινήματα και η κοινωνία να τα πιέζουν διαρκώς. Όμως ο
Μάο πρόσθετε ότι έπρεπε να καταστραφούν για να επανιδρυθούν, όχι για να
καταργηθούν. Στην Κίνα δεν τα κατάφεραν, δε διστάζω να πω ότι στην Ιταλία
πρέπει να το προσπαθήσουμε.
Η photo τής ακόμα ωραίας Λουτσιάνας, από την
«Εποχή».
Σάββατο 7 Απριλίου 2012
Τα Πακιστανάκια…
ΤΟ ΑΚΟΥΣΑΜΕ κι εμείς χθες το
βράδυ στις ειδήσεις τών 8: Ένα γιώτα χι κολλάει πάνω στις γραμμές τού τρένου.
Επιβάτες του, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και μάρτυρες του γεγονότος τρεις νεαροί
Πακιστανοί μετανάστες. Οι Πακιστανοί προσπαθούν να σπρώξουν το αυτοκίνητο. Δεν
τα καταφέρνουν. Σύμφωνα με κάποιον αυτόπτη μάρτυρα, δύο από αυτούς μπαίνουν
μέσα στο αυτοκίνητο για να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να βγουν από αυτό. Και
τότε ξεπροβάλλει το τρένο από τη στροφή. Συγκρούεται με το αυτοκίνητο και το
παρασύρει για μισό περίπου χιλιόμετρο. Οι πυροσβέστες που φτάνουν αργότερα
ανασύρουν τέσσερις νεκρούς. Το ηλικιωμένο ζευγάρι και τους δύο Πακιστανούς.
ΨΑΧΝΟΥΜΕ στα σημερινά
πρωτοσέλιδα. Πρώτα στις ‘‘δικές μας’’ εφημερίδες, τις αριστερές (ο καθένας με
τον πόνο του…). Μόνο η «Αυγή» —και μπράβο της!— προβάλλει το γεγονός όπως του αξίζει
(κι όπως αξίζει στα Πακιστανάκια). Ο «Ρίζος» έχει απλώς μία ‘‘αποεθνικοποιημένη’’
αναφορά: «Τέσσερις νεκροί από σύγκρουση ΙΧ και τρένου». Ο «Δρόμος» ούτε καν
αυτό. Γιατί ρε παιδιά; Κι αν στο «Δρόμο» αναγνωρίζουμε κάποια ελαφρυντικά (εβδομαδιαία
εφημερίδα, λειψά στελεχωμένη και μάλιστα κατά συντριπτικό ποσοστό από εθελοντές
αυτοδίδακτους δημοσιογράφους που προσφέρουν κόκκινα μεροκάματα) τι να πούμε για
τον «Ρίζο» που δεν του λείπουν οι άνθρωποι και τα μέσα; Γιατί τόσο φτωχά δημοσιογραφικά
αντανακλαστικά και τέτοια απενεργοποίηση των πολιτικών αισθητηρίων από τα
διευθυντικά του στελέχη; (Να μη θεωρηθεί ότι επιτρέπουμε στα ερωτήματα να
σκιάσουν την υποστήριξη και αλληλεγγύη που έχει επιδείξει όλη η Αριστερά προς τους μετανάστες ή —ακόμα χειρότερα!— ότι την αμφισβητούμε.
Πείτε ότι είναι ένα παράπονο, ίδιο με το παράπονο των οπαδών μιας ομάδας που
βλέπει τους γκολτζήδες τους να χάνουν ένα γκολ που δεν χάνεται…)
ΑΦΗΝΟΥΜΕ τους ‘‘δικούς’’ μας και
προχωρούμε στον υπόλοιπο γραπτό Τύπο. Κιχ! Τίποτε! Nothing! Niente!! Nada!!! Ούτε στην ‘‘έγκριτη’’ «Καθημερινή»,
ούτε στα κυβερνητικά (πάσης κυβέρνησης!) και έγκυρα «Νέα», ούτε στο ‘‘λαϊκό’’ «Έθνος»…
(Κι ας μη μιλήσουμε για τη «Δημοκρατία», την «Αυριανή» και τη «Βραδυνή», ή την …«Άλφα
Ένα» και άλλα έντυπα του συστημικού περιθωρίου…)
Όλοι αυτοί οι ενοικιαζόμενοι
κονδυλοφόροι, όλα αυτά τα συστημικά μαγνητόφωνα, όλος αυτός ο εσμός τών ‘‘politically correct’’ διευθυντών, υποδιευθυντών,
παραδιευθυντών (κατά το παρακρατικών)
και αρχισυντακτών και των βοηθών αυτών, όλη αυτή η άθλια κλίκα, δεν βρήκε έναν
ελάχιστο χώρο στην πρώτη σελίδα, ένα τόσο δα κομματάκι, που να χωράει δυο
λέξεις γι’ αυτά τα παιδιά! Βρήκαν χώρο για τον «τραυματισμό από θλάση δευτέρου
βαθμού» τού παίκτη του Ολυμπιακού Ιμπαγάσα «που χάνει τον τελικό Κυπέλλου με
τον Ατρόμητο», βρήκαν χώρο ακόμα και για το νέο πιθανολογούμενο ειδύλλιο μεταξύ
τής βουλευτίνας τής ΝΔ Έλενας Ράπτη και του Τούρκου πρωταγωνιστή ενός εξ ίσου
άθλιο με τα δικά μας τούρκικου σήριαλ!!! Αλλά για τα δύο Πακιστανάκια —όπως τρυφερά,
με συγκίνηση και με αγάπη τα αποκάλεσε ο ηλικιωμένος μάρτυρας που ακούσαμε στις ειδήσεις—, για τις αλεσμένες
σάρκες τους και τα συνθλιμμένα τους κόκαλα και τις χαμένες ζωές τους, θυσία
στην προσπάθειά τους να σώσουν δύο γερόντια Έλληνες, δηλαδή αλλόθρησκους κι
αλλοεθνείς, γι’ αυτά δεν βρήκαν οι κατάπτυστοι ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό! Ούτε
με το αίμα τους δεν μπόρεσαν να βρουν μια θεσούλα στην πρώτη σελίδα τα 23χρονα παιδιά
με το σκούρο δέρμα. Κι ας είναι το αίμα τους το ίδιο κόκκινο με όλων τών
ανθρώπων…
ΠΩΣ ΘΑ ΕΙΧΑΝ εξασφαλίσει αυτή
τη θέση, και μάλιστα με μεγάλο, ευδιάκριτο ‘‘χτύπημα’’; Μα, θέλει και ρώτημα;
Θα την είχαν εξασφαλίσει αν είχαν αρπάξει κάποιο κινητό. Αν είχαν κλέψει κάποιο
πορτοφόλι. Αν είχαν σπάσει κάποια
βιτρίνα για να πάρουν ένα καρβέλι ψωμί, το ‘‘έγκλημα’’ που κάποιος άλλος Άθλιος, πριν κάνα-δυο αιώνες είχε
πληρώσει με 20 χρόνια στα κάτεργα… Κι αν είχαν χτυπήσει ή, πολύ περισσότερο, αν
είχαν σκοτώσει. Τότε, πολύ πιθανό, να γινόντουσαν και πρώτη είδηση! Βλέπετε, ο δημοσιογραφικός
συρφετός τού συστήματος, αυτός που κατά τα άλλα ‘‘ανησυχεί’’ και ‘‘κόπτεται’’
για τα αυξανόμενα κρούσματα ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, έτσι ‘‘αντιλαμβάνεται’’
το ‘‘ρόλο’’ του στην καταπολέμησή του. Να προβάλλει την παραβατικότητα των
μεταναστών, μια παραβατικότητα της έσχατης
ανάγκης στο συντριπτικό, συντριπτικότατο ποσοστό της, και να ‘‘θάβει’’ τις συνειδητές
ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας και αλληλεγγύης, ακόμα κι όταν ξεπερνούν τα συνηθισμένα
ανθρώπινα μέτρα όπως αυτή. Μήπως
για να μεταστρέψει το εμφύλιο ζήτημα σε
εθνικό;
(ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ, το θέμα δεν ‘‘σηκώθηκε’’,
μέχρι τώρα που γράφω τουλάχιστον, ούτε από αριστερά blogs στο διαδίκτυο.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι φίλοι θα αντιληφθούν πόσες ρατσιστικές οχιές
ξεδοντιάζει το γεγονός, πόσες από τις ‘‘αμαρτίες’’ τών απόκληρων ξεπλένει το
αίμα των νεαρών μεταναστών και πόσο μεγαλύτερη αξία έχει από μακροσκελή αντιρατσιστικά
‘‘κηρύγματα’’ και αναλύσεις…)
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ στα Πακιστανάκια!
ΚΙ ΟΣΟ για σας, κουφάλες, να φτύσουμε στους τάφους σας!
ΥΓ Το τραγούδι, στη μνήμη τών δύο παιδιών,
είναι υπόδειξη και παραγγελιά ενός επίτιμου μέλους μας, καθώς δεν έχει ξεχάσει τους
δύο άγνωστούς του νεαρούς Πακιστανούς που τον βοήθησαν πριν δύο και κάτι χρόνια να θάψει την
αγαπημένη του σκύλα και που χρειάστηκε να τους ‘‘σταυρώσει’’ μέχρι να δεχθούν να πάρουν
χρήματα για τον κόπο τους.
Η
φωτογραφία, από τη σημερινή «Αυγή»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)