Τετάρτη 20 Μαΐου 2009


Ο Γιάννης. Της Γενιάς των 950 ευρώ.
Αφήγημα

Ας τον πούμε Γιάννη. Μπορεί να τον λένε Χρήστο, Αντώνη, Πέτρο. Αλλά εμείς ας του δώσουμε ένα πιο κοινό όνομα. Ας τον πούμε Γιάννη.

Τελείωσε το Πολυτεχνείο. Μηχανικός. Ύστερα έκανε μεταπτυχιακό. Marketing. Το τελείωσε κι αυτό. Βοήθησε τον πατέρα του στην μικρομεσαία επιχείρησή του. Μικρός ο Γιάννης, μικρή και η βοήθεια. Τι να σου κάνει μπροστά στην θύελλα που χτυπάει εδώ και μήνες, εδώ και χρόνια, όλες αυτές τις χιλιάδες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όλων αυτών των μπαμπάδων με γιούς που τους λένε ίσως Χρήστο, ίσως Αντώνη, ίσως Πέτρο, αλλά εμείς τους λέμε Γιάννη…

Αρχίζει τα βιογραφικά. Δεκάδες βιογραφικά. Ύστερα περιμένει στο ακουστικό του. Κάθε φορά που χτυπάει, νιώθει την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά και πιο γρήγορα. Και κάθε φορά απογοητεύεται όταν σηκώνει το τηλέφωνο. Πάλι τίποτα… Και σήμερα τίποτα…

Ώσπου μια μέρα το τηλέφωνο χτυπάει γι’ αυτό που περιμένει. «Περάστε για interview». Και πάλι η καρδιά του χτυπάει πιο δυνατά και πιο γρήγορα. Από χαρά αυτή τη φορά. Το λέει στον πατέρα του. Το λέει στην κοπέλα του. Το λέει στους φίλους του. «Την Πέμπτη πάω για interview. Μου τηλεφώνησαν!». «Μαλάκα, κέρασμα!». «Καθήστε πρώτα να με πάρουνε…».

Είχε δίκιο. Δεν τον πήρανε. Ούτε σ’ αυτό, ούτε στο άλλο interview, μετά από κάνα μήνα. Ούτε στο τρίτο, από μια πολυεθνική, όπου είχε στηρίξει τόσες ελπίδες… Το κέρασμα αναβάλλεται. Το κέρασμα αργεί. Και, πράγμα περίεργο, η καρδιά του σιγά-σιγά παύει να χτυπάει πιο δυνατά και πιο γρήγορα κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο. Τα βράδια δεν πολυβγαίνει πια. Κάθεται αμίλητος δίπλα στον πατέρα του και βλέπει την γυάλινη οθόνη. Με τα ίδια γυάλινα μάτια που βλέπει κι ο πατέρας του. Αλλά, ρε γαμώτο, ο Γιάννης είναι μόλις 28 χρονών για να έχει τα ίδια γυάλινα μάτια με τον πατέρα του…

Περνάει ο καιρός όπως περνάει. Και κάποια μέρα, επιτέλους, δεν τον κόβουν στο interview. Προσλαμβάνεται! Δοκιμαστικά στην αρχή. Part-time. Δεν τον νοιάζει, έχει εμπιστοσύνη πως θα τα καταφέρει, το νιώθει, στο κάτω-κάτω Πολυτεχνείο τελείωσε! Κερνάει. Η κοπέλα του –μπορεί να τη λένε Ελένη, μπορεί Δέσποινα ή Χριστίνα, εμείς ας την πούμε Ανδρομάχη, ας δώσουμε σ’ αυτήν ένα πιο ασυνήθιστο όνομα απ’ ό,τι στο Γιάννη- είναι γελαστή δίπλα του, τον καμαρώνει.

Τα πράγματα έρχονται όπως πίστευε. Πριν καν τελειώσει η δοκιμαστική περίοδος προσλαμβάνεται κανονικά. Η συμφωνία προβλέπει 950 ευρώ. Καθαρά. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι αρκετά παραπάνω από τα λεφτά που παίρνει η γενιά του, τα περίφημα 700.Η εταιρία όχι μεγάλη, μάλλον μικρομεσαία κι αυτή σαν του πατέρα του, αν και λίγο μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη.

Βάζει τα δυνατά του. Προσπαθεί να κάνει ό,τι του ζητάνε, πριν του το ζητήσουν. Δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Δεν υπολογίζει ωράρια, φτάνει να κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει να γίνει.

Πάλι περνάει ο καιρός. Κι όπως περνάει, σιγά-σιγά φαίνεται ότι όλα όσα κάνει δεν είναι αρκετά. Τουλάχιστον έτσι λέει το αφεντικό. Στην αρχή δεν το λέει. Το δείχνει με τα κατεβασμένα μούτρα. Ύστερα αρχίζει και να το λέει. Σιγά στην αρχή, μεσ’ απ’ τα δόντια του. Μετά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο χοντρά. «Είσαι σίγουρος πως τελείωσες Πολυτεχνείο;». «Μα καλά, κουφός είσαι; Δεν άκουσες τι είπα χθες στο meeting με τον πελάτη;». «Σου έδωσα μασημένο παξιμάδι και τα ‘κανες σαν τα μούτρα σου. Άχρηστε!». Κι ολ’ αυτά μαζί με ατέλειωτες, απλήρωτες υπερωρίες και με κάποιες μικρές, αλλά συχνές καθυστερήσεις στην πληρωμή…

Ο Γιάννης τα ‘χει χαμένα. Κάνει ό,τι ακριβώς του λέει το αφεντικό. Ξενυχτάει κάθε βράδυ να διαβάζει μελέτες και βιβλία. Τσεκάρει και ξανατσεκάρει κάθε τι για να είναι σίγουρος ότι δεν έχει κάνει λάθος. Ο Γιάννης έχει δίκιο. Δεν έχει κάνει λάθος. Αλλά οι προσβολές, προσβολές. Το τσαλάκωμα, τσαλάκωμα.

Θέλει να τον βρίσει και να του πετάξει την παραίτηση στα μούτρα. Καμιά φορά του ‘ρχεται να του δώσει και καμιά. Κι ο Γιάννης είναι σχεδόν δύο μέτρα. Στη δευτέρα Λυκείου είχε βγάλει και δελτίο στην ομάδα μπάσκετ της γειτονιάς του, ένδοξη ομάδα. Έπαιζε μέχρι το πτυχίο του Πολυτεχνείου, μετά τα παράτησε. Αν σηκωθεί όρθιος μπροστά στο αφεντικό θα του κρύψει τον ήλιο.

Αλλά δεν σηκώνεται. Έχει πια νοικιάσει δικό του σπίτι. Ένα δυάρι, ίσα-ίσα για να ‘ρχεται η κοπέλα του η Ανδρομάχη κι οι φίλοι για καμιά ποκίτσα… Ύστερα, ο πατέρας του ετοιμάζεται να κλείσει την επιχείρηση. Οι δουλειές πάνε από το κακό στο χειρότερο. Και στο τελευταίο τσεκ-απ, ο παθολόγος δεν τα είδε και πολύ καλά τα πράγματα. Του το είπε η μητέρα του εμπιστευτικά. «Μη του πεις τίποτα. Δεν θέλει να το συζητάει.».

Έτσι ο Γιάννης μένει. Κι έχει αρχίσει πάλι να ξαναστέλνει βιογραφικά. Δεκάδες βιογραφικά. Και περιμένει πάλι στο ακουστικό του. Πάλι από την αρχή…

Τώρα τα βράδια, κάθεται στο νοικιασμένο δυάρι και κοιτάζει πάλι τη γυάλινη οθόνη με γυάλινα μάτια. Συνήθως είναι δίπλα του η Ανδρομάχη αμίλητη κι αυτή και λυπημένη. Πού ο καιρός, τότε στο κέρασμα για την πρώτη δουλειά, πού οι χαρές και τα γέλια…

Στη γυάλινη οθόνη περνάνε κάθε βράδυ διάφοροι και λένε τα δικά τους. Για την «ελευθερία του επιχειρείν», για την «ατομική πρωτοβουλία, για την αγορά που «πρέπει επιτέλους να την αφήσει το κράτος να λειτουργήσει χωρίς αγκυλώσεις». Μόνο στο Γιάννη δεν λένε τίποτα. Όχι πως θα τους άκουγε, έτσι όπως κοιτάζει την οθόνη με γυάλινα μάτια. Αλλά δεν θα ‘πρεπε κάτι να λέγανε και σ’ αυτόν; Να του εξηγήσουν, πού είναι η δική του ελευθερία; Και πού η δική του αξιοπρέπεια;

Τίποτα δεν του λένε του Γιάννη. Δεν είναι με το Γιάννη για να του πουν. Δεν είναι για την ελευθερία του Γιάννη που βγαίνουν κάθε βράδυ στο γυαλί με τα βαμμένα, κομοδινί μαλλιά τους και τις φανταιζί γραβάτες τους. Είναι για την ελευθερία του αφεντικού.

Και ελευθερία ανάπηρη πάλι τάζουν!



Δεν υπάρχουν σχόλια: