Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, σε ένα από αυτά τα ποιητικά
τηλεγραφήματά του που σε έκαναν να παρακαλάς τον Θεό να μη σε πιάσει ποτέ ο
ποιητής στην πένα του, γραμμένο μάλλον τη δεκαετία τού ’70, έλεγε:
Καημένε
Μακρυγιάννη να ’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου.
Το
τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα.
Ο Μακρυγιάννης ήταν τυχερός σε σύγκριση με τον Νίκο
Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε τέτοια μέρα πριν από 69 χρόνια. Γιατί έδωσε μόνο
το ένα χέρι του στον Αγώνα, ενώ ο Μπελογιάννης τη μια και μοναδική ζωή του. Και
την έδωσε χωρίς βαρυγκώμιες. Κατά πάσα πιθανότητα ο σφυγμός τής καρδιάς του δεν θα
επιτάχυνε ούτε στο ελάχιστο το ρυθμό του, όταν ο υπαρχιφύλακας μπήκε μέσα στα μαύρα χαράματα της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952 στο κελί του, για να του πει: «Νίκο, σήκω». Αυτό
καταλαβαίνει κανείς και μόνο από τα λόγια με τα οποία έκλεινε την
απολογία-κατηγορώ του στη δεύτερη και μοιραία δίκη, όπου καταδικάστηκε σε
θάνατο:
Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους
κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η
ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας
καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και
όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα,
δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτα άλλο να
προσθέσω.
Τώρα, κάτι άλλα κωλόπαιδα χλευάζουν με τέτοια «έργα» «τέχνης»
αυτό και αυτούς που αγάπησε μέχρι θανάτου ο Μπελογιάννης. Και η τραγική
ειρωνεία είναι πως, αν κάποιοι από αυτούς που καπηλεύονται ό,τι αγαπούσε
εκείνος τα μήνυαν για προσβολή εθνικού συμβόλου ή κάποια ανάλογη κατηγορία, τα
περί ου ο λόγος κωλόπαιδα δεν θα ήξεραν ποιους «δικούς μας» να πρωτοδιαλέξουν από τις πολλές δεκάδες που θα έσπευδαν να
δηλώσουν τη συμπαράστασή τους και τη μεγάλη προθυμία τους να καταθέσουν υπέρ τους ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη....
Πολύ παγωνιά για Άνοιξη έβαλε απότομα αυτό το βράδι....