Γράφουμε αυτό το post και το απευθύνουμε σ’ εσάς με την ελπίδα ότι θα το διαβάσετε και θα κατανοήσετε μερικά πράγματα που από τη μικρή έστω συνομιλία μας[1] έχουμε την εντύπωση ότι δεν κατανοήσατε.
Θα πείτε, ίσως, αλλά όχι και με το δίκιο σας, γιατί γράφουμε αυτή την επιστολή και την κάνουμε post εδώ και δεν τη γράψαμε σε σχόλιο στην Αριστερή Στρουθοκάμηλο, στη σχετική ανάρτηση, εκεί που έγινε και ο διάλογος — ο Θεός να τον κάνει διάλογο. Το κάνουμε, γιατί, απλούστατα, το σχόλιό μας που απαντούσε στο τελευταίο δικό σας, αυτό όπου εκθέτατε κάποιες σκέψεις σας όπως γράψατε, η Αριστερή Στρουθοκάμηλος το διέγραψε εντός ολίγων λεπτών, για να μη πούμε δευτερολέπτων. Το διέγραψε γιατί κατά την άποψή της περιείχε «ανεπίτρεπτες ειρωνείες και προσωπικά σχόλια για έναν εκ των σχολιαστών». Εσείς είστε αυτός ο ένας.
Δημοσιεύουμε παρακάτω αυτά τα «ανεπίτρεπτα σχόλια», για να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι το εις βάρος σας «έγκλημα». Και σας ζητάμε να πάρετε θέση γι’ αυτές τις πρακτικές φίμωσης της αντίθετης άποψης, της Διαφοράς κατά τη δική σας, φιλοσοφική κάπως διατύπωση. Καταλαβαίνετε ότι έχουμε μεγάλο ενδιαφέρον για την άποψή σας, μια και είστε ασυμφιλίωτα εναντίον αυτών που «μισούν τη διαφορά» όπως γράψατε — διευκρινίζοντας μάλιστα ότι αυτό είναι και η δική σας διαφορά μαζί τους: εσείς τη λατρεύετε.
Τα γράψατε όλα αυτά βέβαια εννοώντας εμάς. Τώρα που χτυπάει — πάλι και πιο βροντερά — η καμπάνα για τους φίλους σας, με τους οποίους συμμερίζεστε την ίδια ιδέα για την ανυπέρβλητη δυσκολία που παρουσιάζει σήμερα το αριστερό εγχείρημα έτσι όπως «σκέφτονται και δρουν οι περισσότεροι αυτο-οριζόμενοι αριστεροί», τώρα λοιπόν που ξαναχτυπάει η καμπάνα τι θα κάνετε; Την πρώτη φορά που χτύπησε, όταν η Αριστερή Στρουθοκάμηλος με εκείνη την απαράμιλλη πολιτική διορατικότητα που τη διακρίνει μας χαρακτήριζε «φασιστοειδή με προβιά αριστερού», «ανώνυμες κότες που γιαουρτώνουμε ιντερνετικά ανθρώπους» ή αριστερούς με «αλήτικη συμπεριφορά που θυμίζουν οπαδούς του ΛΑΟΣ», σιωπήσατε αιδημόνως. Τώρα;
Τώρα, έχετε μια δεύτερη ευκαιρία σεβαστέ κ. καθηγητά. Σας εξορκίζουμε να μη τη χάσετε κι αυτήν. Πολύ περισσότερο που αυτά τα σβησμένα λόγια περιέχουν — εκτός βέβαια από «ανεπίτρεπτες ειρωνείες και προσωπικά σχόλια», αυτό να λέγεται[2] — και κάποιες απόψεις για πολύ σοβαρά ζητήματα που απασχολούν την Αριστερά. Απόψεις αντίθετες από τις δικές σας.
Φυσικά, είμαστε (σχεδόν) σίγουροι ότι η αντίθεση δεν θα σας κάνει να μας απαντήσετε και πάλι δια της σιωπής, σε ιδεολογικά όμως ζητήματα αυτή τη φορά. Εσείς λατρεύετε τη Διαφορά, έτσι δεν είναι;
Καλή ανάγνωση!
[1] ‘Συνομιλία’ τρόπος του λέγειν: Δεν καταδεχθήκατε να απευθυνθείτε σ’ εμάς, αν κι εμείς το κάναμε, δεν καταδεχθήκατε ούτε ακόμα όταν απαντήσατε (όπως απαντήσατε τέλος πάντων, δηλαδή δια της μη απάντησης) σε κάποια ερωτήματα που σας θέσαμε.
[2] Όπου, για να τα λέμε όλα, μεταξύ άλλων ειρωνευόμαστε και λοιδορούμε το ποντιακό επίθετό σας, το χρώμα των ματιών σας, τις ριγέ καλοκαιρινές πυτζάμες σας, την οδοντόβουρτσά σας καθώς και το γεγονός ότι φοράτε αποκλειστικά παντοφλέ παπούτσια χωρίς να χρησιμοποιείτε όμως ποτέ κόκαλο, γεγονός που, όπως αποκαλύπτουμε κατ’ αποκλειστικότητα, γίνεται αφορμή για συζυγικούς καυγάδες.
Φωτογραφία: beta.kimcm.dk
ΕΔΟΞΕ ΤΩ LEFT G700
Οι σκέψεις του κ. Μπουντουρίδη που, όπως και να το κάνουμε, κάπως συνδέονται με την πρόσκληση που του απευθύναμε έστω κι αν δεν το δηλώνει ρητά, μας θύμισαν το περιστατικό όπου κάποιος με ευδιάκριτη και πλουμιστή αλυσίδα ρολογιού τσέπης ερωτάται από έναν περαστικό με ταπεινή φορεσιά — αλλά όχι και αντίστοιχη ψυχή υποχρεωτικά — «τι ώρα είναι;» και ο οποίος, αφού δώσει μια μικρή διάλεξη περί της έννοιας του χρόνου, καταλήγει, ίσως και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, να απαντήσει: «Τι ώρα είναι; Ποιος αλήθεια μπορεί να πει τι ώρα είναι αγαπητέ; Τα σέβη μου.»!
Ας δημοσιοποιήσουμε λοιπόν κι εμείς με τη σειρά μας κάποιες σκέψεις πάνω στις σκέψεις του κ. Μπουντουρίδη — αλλά όχι μόνο. Θα το κάνουμε με τον ίδιο τρόπο μ’ εκείνον: Από καθέδρας. Μπορεί να μην έχουμε τον τίτλο του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά δεν είμαστε και κορόιδα! Αφού εκείνος κρίνει χρήσιμο να μην εγκαταλείψει την ασφάλεια που παρέχει η έδρα του ούτε σε έναν διαδικτυακό διάλογο και να απευθυνθεί προσωπικά σε κάποιον που του απηύθυνε τον λόγο και, επιπλέον, τον προσκάλεσε να πάρει θέση για μερικά ζητήματα που προέκυψαν κατεβαίνοντας τα τέσσερα - πέντε σκαλοπάτια τα οποία χωρίζουν την έδρα από το «κοινό», κάτι θα ξέρει! Γιατί να το κάνουμε εμείς που, για να τα λέμε όλα, ούτε τις περγαμηνές του, ούτε το κύρος του, ούτε την αποδοχή και το θαυμασμό του «κοινού» έχουμε να επιδείξουμε; Αν εκείνος είναι δικαιολογημένος μιά, εμείς είμαστε δέκα! — κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα συμφωνήσει, φανταζόμαστε, μαζί μας. Ας είναι.
Ας είναι, αλλά τι είναι; Τι μας είπε ο κ. Μπουντουρίδης, ποιο είναι το ζουμί των λόγων του;
Το ζουμί των λόγων του είναι η …αδύνατη συνεννόηση! Με τον άλλον ή με τον εαυτό μας, αδιάφορο. Η μοίρα μας είναι να κυνηγάμε εις τον αιώνα τον άπαντα το αιωνίως διαφεύγον Νόημα!
Αν ανοίξουμε κι εμείς το στόμα σαν χάχες, όπως πολλοί νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν όταν ακούνε όλες αυτές τις επαγγελίες περί του «αδύνατου της σύλληψης του νοήματος» και άλλες ανάλογες μεταμοντερνιές, θα έπρεπε κανονικά να πράξουμε αυτό που δεν κατανοούν εκείνοι ότι, αν θέλουν να είναι συνεπείς με ό,τι τους αποσπά τον θαυμασμό, πρέπει να πράξουν: Να παρατήσουμε πληκτρολόγια, ποντίκια και λοιπά σύνεργα, να παρατήσουμε όποια προσπάθεια καταβάλλουμε για να καταλάβουμε τον κόσμο και, αν μπορούμε, να τον αλλάξουμε, να τα παρατήσουμε όλα αυτά και να πάμε για …ψάρεμα! — σύμφωνα με μια πολύ επιτυχημένη, ομολογουμένως, έκφραση τέως συνομιλητή μας, καλή του ώρα. Βέβαια, να μην αδικούμε τους θαυμαστές! Εδώ ούτε ο ίδιος ο εμπνέων τον θαυμασμό τα παρατάει όλα σύξυλα για να επιδοθεί στη σύλληψη τουλάχιστον κανενός σαργού, αφού το Νόημα, έτσι κι αλλιώς, αποκλείεται να το βάλει στο χέρι!
Γιατί άραγε; Τι κυνηγάει ο κ. Μπουντουρίδης και συνεχίζει την περιπλάνηση στον κόσμο του πνεύματος; Κι αφού είναι αδύνατη η σύλληψη του νοήματος, πώς και καταφέρνει να διαπιστώνει ότι συμμερίζονται — ο ίδιος και οι φίλοι του παρόντος ιστολογίου — «την ίδια ιδέα» σχετικά με την κατάσταση της εν Ελλάδι Αριστεράς; Πώς μιλάει για την «ίδια ιδέα»; Τι έγινε, το «αδύνατο Νόημα» δεν έχει καθολική ισχύ, επιδέχεται εξαιρέσεις; Και είναι συμπτωματικό άραγε ότι αυτές οι «εξαιρέσεις» ισχύουν για όσους συμμερίζονται τις ίδιες με εκείνον απόψεις;
Πώς λύνει ο κ. Μπουντουρίδης αυτόν τον Γόρδιο δεσμό του αβάσταχτου σχετικισμού, πώς δραπετεύει από τον ιλιγγιώδη φαύλο κύκλο της συνεχούς διαφοράς; Ο Μαρξ το έκανε με την υλιστική αναγωγή, όμως ο κ. Μπουντουρίδης (ως μετα-μαρξιστής ίσως;) βρίσκει διέξοδο μέσω της καταφυγής στην βουλησιοκρατία: Τραβάει μια τελεία, κοτσάρει δίπλα της και μια παύλα και λέει: «Ως εδώ! Αυτό πιστεύω»! (Για την ακρίβεια, αποφασίζει ότι πιστεύει αυτό, παραδεχόμενος εκ των προτέρων πως αυτό που αποφασίζει ότι πιστεύει, κατά πάσα βεβαιότητα, δεν είναι αυτό που πιστεύει! Μύλος!).
Πώς να περπατήσει κανείς σ’ αυτή την κινούμενη άμμο; Πώς να διελεγχθεί με κάποιον συνομιλητή που στην ουσία του λέει «πιάσε με αν μπορείς» και ο οποίος, επιπλέον, δηλώνει πώς αδυνατεί να συλλάβει το νόημα των όσων του λες εσύ!; Ε, κι ο μαζοχισμός έχει τα όριά του!
Λίγο πριν τα εξαντλήσουμε, δυό λόγια εν είδει επιλόγου:
Πολλά ρωτήσαμε τον κ. Μπουντουρίδη για το πώς προσέλαβε την κριτική μας — σε όσα σημεία διαφωνήσαμε μαζί του βέβαια, γιατί σε ορισμένα και σημαντικά συμφωνήσαμε. Δεν μας απάντησε(*), ή, εν πάση περιπτώσει, μας απάντησε ολίγον ως Πυθία.
Αυτό το παιχνίδι το παίζαμε μικροί και πια το βαρεθήκαμε. Όμως να του πούμε ότι, στο βαθμό που υπονοεί εμάς όταν μιλάει για «γιουχαΐσματα» και «γιαουρτώματα» στη Σώτη ή στον Παναγόπουλο, λάθος πόρτα χτυπάει. Και, για να τον βοηθήσουμε, μπορούμε να του υποδείξουμε ποια πόρτα πρέπει να χτυπήσει: Να χτυπήσει τη δική του! Δεν «φλερτάρουμε» εμείς με ό,τι συνηθίζεται να αποκαλείται «αντιεξουσιαστικός χώρος», εκείνος φλερτάρει. Εμείς για τον συγκεκριμένο χώρο (και όχι μόνο, για να τα λέμε όλα!) είμαστε «κόκκινοι φασίστες», «κομματόσκυλα» και «σταλίνες»! Εκείνος είναι στήριγμα, έστω και εν δυνάμει!...
Τελευταίο αλλά όχι αμελητέο: Όλα όσα υποστηρίζει περί του ανέφικτου της συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων τροφοδότησαν, μεταξύ άλλων, και τη σκέψη του Καμύ όταν έγραφε ότι το μοναδικό πραγματικά ουσιώδες φιλοσοφικό ερώτημα το οποίο αξίζει να απασχολήσει κάποιον είναι αν πρέπει να αυτοκτονήσει. Απ’ ό,τι βλέπουμε ο κ. Μπουντουρίδης έχει απαντήσει αρνητικά — και ευτυχώς! Ας αφήσει λοιπόν τις τελείες και τις παύλες κι ας αντιπαλέψει το παράλογο! Όλα τα άλλα είναι λόγια της καραβάνας. Ή μάλλον, της ακαδημαϊκής έδρας!
(*) Η μη απάντησή του, αν καταλαβαίνουμε καλά το διαφεύγον νόημά της, σημαίνει ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, νίπτει τας χείρας του και για τη σωρεία των πάνω απ’ όλα ανόητων χαρακτηρισμών του φίλου του (κτητική αντωνυμία) Γιώργου εις βάρος μας. Να είχε άραγε κι ο Πόντιος Πιλάτος ακαδημαϊκούς τίτλους; Θα το ψάξουμε στο google…