Ακούω από το πρωί στα ραδιοφωνικά
δελτία ειδήσεων ξανά και ξανά: «Για έκτη ημέρα το Όρους Ρέις [σ.σ.: η σωστή
τουρκική προφορά: Όρουτς Ρις] στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Τα ελληνικά πλοία
παρακολουθούν στενά τις κινήσεις του.» Μια, δυο, τρεις, δεν θέλει και πολύ το
μυαλό, θυμήθηκα τον Σλαβόι Ζίζεκ. Συγκεκριμένα, ένα ανέκδοτο που παραθέτει στο
βιβλίο του Πρώτα σαν τραγωδία και μετά
σαν φάρσα (Scripta, 2011).
Είναι ένα ανέκδοτο που, κατά τον μεγαλοφυή τρελό Σλοβένο, οι αντιφρονούντες στα
χρόνια τής παλιάς ΕΣΣΔ (να μη λησμονείται ότι αυτό το αντι- εν προκειμένω ήταν διαφόρων ειδών, κατασκευών και προελεύσεων,
όχι πάντα αγαθών προθέσεων) συνήθιζαν να διηγούνται μεταξύ τους, αυτοσαρκαζόμενοι
και αυτοοικτιρόμενοι για την αδυναμία τους να «ζορίσουν» το σύστημα (μένω στο αντικειμενικό
και αξιολογικά ουδέτερο: όπως κι αν χαρακτηρίζει κανείς τα πρωτοσοσιαλιστικά
καθεστώτα, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει και να διατηρήσει ταυτόχρονα τη
σοβαρότητα και αξιοπιστία του το γεγονός πως ήταν σύστημα). Το ανέκδοτο:
Τον δέκατο πέμπτο αιώνα, όταν η
Ρωσία ήταν υπό την κατοχή τών Μογγόλων, ένας χωρικός και η γυναίκα του
περπατούσαν σ’ έναν κονιορτοβριθή επαρχιακό δρόμο· ένας Μογγόλος πολεμιστής
καβάλα στ’ άλογό του σταμάτησε πλάι τους και ανακοίνωσε στον χωρικό ότι θα
βίαζε τη γυναίκα του· κατόπιν πρόσθεσε: «Όμως, επειδή το έδαφος είναι γεμάτο
σκόνη, εσύ θα πρέπει να βαστάς τούς όρχεις μου, όσο εγώ θα βιάζω τη γυναίκα
σου, για να μη λερωθούν!» Αφού ο Μογγόλος έκανε ό,τι έκανε κι απομακρύνθηκε
καβάλα στ’ άλογό του, ο χωρικός άρχισε να γελάει και να χοροπηδάει όλο χαρά. Η
έκπληκτη σύζυγός του τον ρώτησε: «Πώς μπορείς να χοροπηδάς όλο χαρά, όταν μόλις
με βίασαν βάρβαρα μπροστά στα μάτια σου;» Ο χωρικός απάντησε: «Μα του την
έσκασα! Τα παπάρια του είναι γεμάτα σκόνη!»
Κάντε τις αντικαταστάσεις,
εισάγετε τα δεδομένα τής διαμορφωμένης κατάστασης με τις βόλτες τού Oruç Reis,
κι έχετε πιάσει το υπονοούμενο (όχι, ούτε λόγος, τα παπάρια τών Τούρκων ούτε
καν τα ακουμπήσατε, δεν το συζητώ· τους τη σκάσατε!).