Για όσους έχουν μια κάποια βασική, απαιτούμενη γνώση για το τοπίο εντός του Συνασπισμού, τα ερωτηματικά του τίτλου σχετικά με το αν υπήρξε ποτέ ενιαίο κόμμα, αλλά και με το αν τελικά θα διασπαστεί και επισήμως μετά την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγάς του από το 6ο Συνέδριο, δεν πρέπει να προκαλούν καμία απορία. Για τους αναγνώστες όμως που δεν είναι πολύ ενημερωμένοι μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του Συνασπισμού είναι μάλλον απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουν τις σκέψεις αυτού του σημειώματος —το αν θα τις υιοθετήσουν ή τις απορρίψουν είναι άλλου παπά ευαγγέλιο .
Η πρώτη φάση: Ο ενιαίος Συνασπισμός
Αυτός ο πρώτος Συνασπισμός (με «διακριτικό» τίτλο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου») ήταν προϊόν ενός «ιστορικού συμβιβασμού α λα Γκρέκα» που συμφωνήθηκε μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ. των δυο διασπασμένων από το 1968 κομματιών του ενιαίου ΚΚΕ. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, ενώ από τη μεριά του ΚΚΕ ο συμβιβασμός έγινε καθολικά αποδεκτός, στο ΚΚΕεσ. αυτός επετεύχθη κατά πλειοψηφία μεν, αλλά μετά από σφοδρές διαφωνίες και συγκρούσεις που κατέληξαν στη διάσπασή του[1]. Είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους όρους που είχε θέσει το ΚΚΕ ήταν η «αποκομμουνιστικοποίηση» του ΚΚΕεσ. με την απάλειψη του «Κ» από τον τίτλο του. Ό όρος έγινε αποδεκτός και η πλειοψηφία του ΚΚΕεσ. που διατήρησε τα «κλειδιά» του κόμματος προχώρησε στη μετονομασία του σε Ε.ΑΡ. (Ελληνική Αριστερά). Ο ενιαίος Συνασπισμός συμμετείχε σε δυο κυβερνήσεις —στην πρώτη με τη ΝΔ[2] και στη δεύτερη, την «οικουμενική», μαζί και με το ΠΑΣΟΚ— και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (Ιούνιος και Νοέμβριος 1989 και Απρίλιος 1990) ξεπερνώντας το άθροισμα των ποσοστών που είχαν ΚΚΕ και ΚΚΕεσ. καθώς προσέδωσε ανοδική δυναμική στην Αριστερά, τροφοδοτημένη από αισθήματα ενότητας και υπέρβασης του σχίσματος του ’68.
Δεύτερη φάση: Από τη διπλή διάσπαση μέχρι σήμερα
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το καλοκαίρι του 1991 (είχαν προηγηθεί η πτώση του Τείχους και των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Αν. Ευρώπης, η επανένωση της Γερμανίας, κ.λπ., κ.λπ.) και οι επιπτώσεις της πρωτοφανούς ήττας που συγκλόνισαν εκ βάθρων το αριστερό κίνημα παγκοσμίως σε συνδυασμό με την αποτυχημένη απόπειρα «ρεβάνς» της Αριστεράς από το ΠΑΣΟΚ δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα αδιεξόδου και σύγχυσης στην ελληνική Αριστερά και στον κύριο πολιτικό φορέα της τον Συνασπισμό. Η λύση που φαινόταν να προωθείται κυρίαρχα ήταν αυτή της «φυγής προς τα εμπρός»: Αναβάθμιση του Συνασπισμού από εκλογική συμμαχία και συμπαράταξη της Αριστεράς σε ενιαίο κόμμα με ταυτόχρονο «μαρασμό» —ή και διάλυση σύμφωνα με κάποιες ακραίες απόψεις— των κομμάτων που τον αποτελούσαν. Η προοπτική αυτή, τουλάχιστον σε επίπεδο κεντρικών οργάνων, δίχασε βαθειά και σχεδόν στα δυο το ΚΚΕ, η Κεντρική Επιτροπή του οποίου απέρριψε τελικά την πρόταση μόλις στο «τσακ». Αποτέλεσμα: Διάσπαση του ΚΚΕ με την αποχώρηση πολλών μελών του και της μισής σχεδόν ΚΕ που προτίμησαν να ενταχθούν στον Συνασπισμό και διάσπαση του Συνασπισμού με την αποχώρηση από αυτόν του ΚΚΕ. Ο εμφύλιος της ιστορικής (κομμουνιστογενούς) Αριστεράς έμπαινε στον 2ο γύρο μετά από μια μικρή ανάπαυλα…
Στα πολλά χρόνια που πέρασαν από το καλοκαίρι του 1991 ο Συνασπισμός στη δεύτερη κουτσουρεμένη εκδοχή του πέρασε από σαράντα κύματα. Για όσους όμως μπορούσαν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές των συνήθως περίπλοκων και αμφίσημων κομματικών ντοκουμέντων, ή των σιωπών και των αποσιωπητικών που περιείχαν οι δηλώσεις και συνεντεύξεις των διαφόρων στελεχών, ήταν καθαρό πως αυτά τα σαράντα κύματα τα δημιουργούσαν δυο κύρια ρεύματα. Αυτοί που ποτέ δεν έβγαλαν από το μυαλό τους το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας —όχι όμως κατ’ εικόνα και ομοίωση των σοσιαλισμών του 20ού αιώνα— και αυτοί που, ενώ το 1968 προχώρησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ με παρόμοιες φιλοδοξίες, σταδιακά απέρριψαν ως ιδεολογήματα του παρελθόντος όλα τα βασικά σημεία της μαρξικής κοσμοθεωρίας μετατοπιζόμενοι τελικά, από το σύνθημα «για ένα σοσιαλισμό με ανθρώπινο σύνθημα» σε ένα «παραπλήσιο», κατά το οποίο, αυτός που θα εξανθρωπιζόταν δεν θα ήταν ο σοσιαλισμός, αλλά ο καπιταλισμός!
Τα πρώτα χρόνια του ακρωτηριασμένου Συνασπισμού κυριάρχησε η γραμμή του δεύτερου ρεύματος. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν υπέρ του πρώτου από το 2000 και μετά. Έτσι, το 2003 είχαμε τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ και το 2004 την Προεδρία Αλαβάνου και την «αριστερή στροφή» του κόμματος. Το 2007 αναλαμβάνει καθ’ υπόδειξη του Αλαβάνου ο Τσίπρας, ακολουθεί η δημοσκοπική «έκρηξη ΣΥΡΙΖΑ», μια ιδιότυπη περίοδος δυαρχίας που καταλήγει στη σύγκρουση των δυο ηγετών, ταυτόχρονα με το σταδιακό ξεφούσκωμα της δημοφιλίας της συμμαχίας, οι πιέσεις από συνιστώσες και ανέντακτους του ΣΥΡΙΖΑ για την αναβάθμιση του σχήματος σε οιονεί κόμμα εντείνονται και η Ανανεωτική Πτέρυγα κλιμακώνει την αντίδρασή της σε κάθε τέτοια σκέψη. Για να φτάσει στην αποχή από τις ψηφοφορίες για την εκλογή νέας Κεντρικής Επιτροπής και Προέδρου και στην αποχώρησή της από το Συνέδριο, αφού η θέση της για απεμπλοκή του Συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε, με μεγάλη διαφορά, μειοψηφική.
Τα ερωτηματικά που παραμένουν
Είναι φανερό από τα συμφραζόμενα των προηγούμενων γραμμών ότι η άποψή μας είναι πως ο Συνασπισμός ποτέ δεν υπήρξε ομογενοποιημένο κόμμα. Με αυτή την έννοια, έχουμε δώσει τη δική μας απάντηση στο αν η ενδεχόμενη τυπική διάσπασή του είναι και επί της ουσίας διάσπαση: πιστεύουμε πως όχι, αφού αυτή επί της ουσίας έχει ήδη συντελεσθεί προ πολλού. ( Μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι η διάπραξη ενός φόνου συντελείται τη στιγμή που ο ιατροδικαστής τεμαχίζει ένα ανθρώπινο σώμα;). Όμως, σε αντίθεση με τους αφελείς οπαδούς της ΑΠ που το ’χουν δέσει κόμπο και χορεύουν όλο ενθουσιασμό τσάμικα πιασμένοι απ’ αυτόν, δεν είμαστε και τελείως σίγουροι για την καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερωτηματικό (θα συντελεσθεί τελικά αυτή η τυπική διάσπαση;). Κι αυτό για τρεις λόγους.
Ο πρώτος: Η Ανανεωτική Πτέρυγα έφτασε στην αποχώρηση σημαντικά αποδυναμωμένη. Δηλαδή, διασπασμένη και με μεγάλες απώλειες. Η σημαντικότερη: Η «σημαία» της κατά την περίοδο των Ευρωεκλογών, ο Δημήτρης Παπαδημούλης, δεν ακολούθησε! (Και δεν υπολογίζουμε εδώ τους περί τον Γιάννη Μπαλάφα που συγκρότησαν και νέα τάση με 21(!) εκπροσώπους στη νέα Κεντρική Επιτροπή). Από τους «σκληροπυρηνικούς» των «κόκκινων γραμμών», εκτός του Κουβέλη, οι πιο γνωστοί είναι ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, φανερά ολιγοβαρής και ενίοτε πολιτικά φαιδρός, ακόμα κι όταν παπαγαλίζει «βαρυσήμαντες» διατυπώσεις άλλων, ο άχρωμος, «κομματικός» και άκαμπτος Σπύρος Λυκούδης και ο σεβαστός για την αντιστασιακή του δράση την περίοδο της Χούντας, αλλά, ως δογματικός «μουτζαχεντίν» του «αντιδογματισμού», παντελώς ανίκανος για πολιτική πειθούς Μιχάλης Σαμπατακάκης.
Ο δεύτερος: Όσο κι αν η βάση (εντός και εκτός Αριστεράς) πιέζει την εναπομείνασα ηγεσία των ανανεωτικών για πλήρη αποχώρηση από το κόμμα και ίδρυση νέου πολιτικού φορέα, ο Φώτης Κουβέλης που εκ των πραγμάτων θα «σύρει το κάρο» ξέρει πολύ καλά τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Όταν σε καιρούς πολύ πιο ευνοϊκούς τα εκλογικά ποσοστά του ΚΚΕεσ. γινόντουσαν αφορμή για δεκάδες ανέκδοτα που τροφοδοτούσαν την κοινωνική ευθυμία μήνες ολόκληρους μετά τις εκλογές, τι μπορεί να περιμένει κάποιος στοιχειωδώς εχέφρων άνθρωπος την εποχή της μεγάλης πόλωσης, την εποχή του ΔΝΤ και της επερχόμενης εκπτώχευσης της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων εργαζομένων και συνταξιούχων;
Τέλος, ο τρίτος λόγος: Αλήθεια, είναι τόσες πολλές οι διαφορές των «σκληρών» ανανεωτικών με τις θέσεις της Προεδρικής πλειοψηφίας του 6ου Συνεδρίου; Μήπως ο Γ. Μπαλάφας —από πιο νωρίς— και ο Δ. Παπαδημούλης, τώρα τελευταία, βλέπουν πιο καθαρά και γι’ αυτό πιο μακριά; Μήπως διαβάζουν πιο προσεκτικά τις συνεντεύξεις του Αλέξη Τσίπρα και μήπως ακούνε τις ομιλίες του με μεγαλύτερη προσήλωση;
Για παράδειγμα: Ο Αλέξης Τσίπρας στη εισηγητική του ομιλία από το βήμα του Συνεδρίου επανέλαβε, μεταξύ άλλων, κάτι που το έχει διατυπώσει με άλλα λόγια και συχνά πιο συγκεκριμένα σε πολλές τελευταίες δηλώσεις, ομιλίες ή συνεντεύξεις του:
«Απέναντι σε αυτή την κρίση, η εναλλακτική λύση δεν είναι ο εθνικός απομονωτισμός, ούτε η διάλυση της Ευρώπης».
Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο «μπαρουτοκαπνισμένος» Φώτης Κουβέλης αδυνατεί να συνάγει τη σημασία μιας τέτοιας διακήρυξης η οποία έρχεται να ταιριάξει φούστα-μπλούζα (για να αντιγράψουμε τη διατύπωση που χρησιμοποιεί σε ανάλογες περιπτώσεις η Αλέκα Παπαρήγα) με τον ένα και για μας σημαντικότερο πυλώνα των ανανεωτικών θέσεων: τον αριστερό ευρωπαϊσμό. Και δεν μπορεί να μας βγει από το μυαλό ότι ίσως —λέμε ίσως— η αποχώρηση από το Συνέδριο δεν είναι τίποτα περισσότερο, προς το παρόν, από κάτι για να ησυχάσει η «αγριεμένη βάση» μέχρι να κατακάτσει η σκόνη και να εκτιμηθεί εκ νέου η κατάσταση που θα διαμορφωθεί στις σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ και Συνασπισμού. Γιατί, ας μη ξεχνάμε: Αν και η απεμπλοκή του ΣΥΝ από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν επετεύχθη σε αυτή τη φάση, αυτή μπορεί να συντελεσθεί τελικά μέσα από άλλους δρόμους και διαφορετικές αιτίες. Μπορεί να προέλθει ας πούμε από τον Αλέκο Αλαβάνο και το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής» του. Ή, ακόμα, επειδή οι άλλες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συμφωνήσουν ίσως και πολύ με το ακριβές περιεχόμενο του καλέσματος του Αλέξη Τσίπρα προς τα μέλη του ΣΥΝ («από αύριο να πάρουμε την υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ στα χέρια μας») όταν αυτό διευκρινισθεί…
Μια τελευταία παρατήρηση για να προλάβουμε ενδεχόμενη ένσταση.
Είναι πολλά τα μέλη, οι οπαδοί και οι φίλοι της Ανανεωτικής Πτέρυγας που, με μεγάλη αφέλεια, ομολογουμένως, ευελπιστούν πως ο νέος φορέας θα αγκαλιαστεί από δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ! Έχουν την κατανόησή μας, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τους υπενθυμίσουμε ότι ο Στέφανος Τζουμάκας και ο Παντελής Οικονόμου[3] τους έχουν προσπεράσει προ πολλού —εξ αριστερών εννοείται! Κακό πράγμα να μην αντιλαμβάνεσαι, όχι μόνο πού πατάς και πού πηγαίνεις, αλλά και τι αιώνα έχουμε!…
Το δέον (ευκταίον) γενέσθαι
Παρά το γεγονός ότι για όλα τα κακά του ΣΥΝ δεν φταίει η ΑΠ· παρά το γεγονός ότι η νέα πλειοψηφία που διαμορφώνεται δεν φαίνεται να ξεκόβει από τις παρακαταθήκες της «πτέρυγας»· παρά το γεγονός ότι από αύριο, αν όχι από σήμερα, θα αρχίσουν να χύνονται άφθονα και καυτά τα δάκρυα των «έγκριτων» αρθρογράφων των «δημοκρατικών» ΜΜΕ εν είδει προωθητικής «βενζίνης» για την επιτυχημένη πορεία της «Λογικής(!) και Δημοκρατικής Αριστεράς»[4] προς τους «σύγχρονα —και λογικά!— σκεπτόμενους αριστερούς της …κεντροαριστεράς», εμείς έχουμε την εμπεδωμένη από καιρό γνώμη πως όσο γρηγορότερα τα μαζέψει και φύγει η ΑΠ από τον Συνασπισμό τόσο το καλύτερο! Τόσο το καλύτερο για όλους: για τον ΣΥΝ, για το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, για την ίδια την παράταξη της Αριστεράς τελικά. Στην εποχή μετά το ΔΝΤ και την υπερκυβέρνηση της ΕΕ δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για καρκινικά συνθήματα και πολιτικές γραμμές που μπορούν να ερμηνευτούν κατά διαμετρικά αντίθετους τρόπους, ανάλογα με το πού θα βάλει κανείς το κόμμα, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες με τους χρησμούς της Πυθίας…
Γράφει ο Μπαντιού[5] σε ένα από τα κείμενα που προετοίμασε για μια σειρά διαλέξεων στο «Διεθνές Κολέγιο Φιλοσοφίας» τον Απρίλιο του 1999:
«3. Ο αιώνας αποκαλείται αιώνας της παραγωγής, μέσω του πολέμου, μιας οριστικής ενότητας. Ο ανταγωνισμός πρόκειται να υπερνικηθεί από τη νίκη του ενός στρατοπέδου πάνω στο άλλο. Συνεπώς μπορούμε να πούμε, από αυτή την άποψη, ότι ο αιώνας του Δύο ζωντανεύει από τη ριζική επιθυμία του Ενός. Αυτό που ονομάζει την άρθρωση του ανταγωνισμού με τη βία του Ενός είναι η νίκη, ως επιβεβαίωση του πραγματικού.
Ας σημειώσουμε εδώ πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα διαλεκτικό σχήμα. Τίποτα δεν επιτρέπει σε κανέναν να προβλέψει μια σύνθεση, ένα εσωτερικό ξεπέρασμα της αντίθεσης. Αντίθετα, όλα δείχνουν την καταστολή ενός από τους δύο όρους. Ο αιώνας είναι η φιγούρα της μη-διαλεκτικής αντιπαράθεσης του Δύο και του Ενός. Το ζήτημα εδώ είναι να γνωρίζουμε ποια ήταν η αξιολόγηση του αιώνα στη διαλεκτική σκέψη. Στο νικηφόρο αποτέλεσμα, κινητήρια δύναμη είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός, ή η επιθυμία του Ενός; Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα φιλοσοφικά ζητήματα του Λενινισμού. Περιστρέφεται γύρω από το πώς κατανοείται η διαλεκτική σκέψη ως ενότητα των αντιθέτων. Αναμφίβολα είναι το ζήτημα που ο Μάο και οι Κινέζοι κομμουνιστές επεξεργάστηκαν με την περισσότερη επιμέλεια.
Γύρω στα 1965 ξεκινάει στην Κίνα αυτό που ο τοπικός Τύπος, πάντα εφευρετικός όταν προσδιορίζει συγκρούσεις, όρισε σαν ένα μεγάλο ταξικό αγώνα στο φιλοσοφικό μέτωπο. Αυτός ο αγώνας αντιτάσσει, από τη μια πλευρά, αυτούς που πιστεύουν πως η ουσία της διαλεκτικής είναι η ενότητα των αντιθέτων, που αποδίδεται με τη φόρμουλα ‘‘το ένα διαιρείται σε δύο’’, και από την άλλη πλευρά αυτούς που πιστεύουν πως η ουσία της διαλεκτικής είναι η ενότητα των αντιθέτων, αλλά ότι επομένως η ορθή φόρμουλα είναι ‘‘τα δύο συντίθενται σε ένα’’. Προφανής σχολαστικισμός, ουσιαστική αλήθεια. Είναι η επιθυμία για τη διάσπαση, τον πόλεμο, ή αντίθετα είναι η επιθυμία της σύνθεσης, της ενότητας, της ειρήνης; Σε κάθε περίπτωση, στην Κίνα εκείνης της εποχής αυτοί που υποστηρίζουν το αξίωμα ‘‘το ένα διαιρείται σε δύο’’ ορίζονται ως αριστεροί, και ως δεξιοί εκείνοι που συνηγορούν υπέρ της φόρμουλας ‘‘τα δύο συντίθενται σε ένα’’. Γιατί;
Εάν το αξίωμα της σύνθεσης (‘‘τα δύο συντίθενται σε ένα’’), παρμένο σαν μια υποκειμενική φόρμουλα, σαν πάθος για το Ένα, ορίζεται ως δεξιό, αυτό συμβαίνει διότι στα μάτια των Κινέζων επαναστατών είναι συνολικά πρόωρο. Το θέμα αυτού του αξιώματος είναι να διαπεράσει πλήρως και μέχρι τέλους το Δύο. Δεν γνωρίζει ακόμα τι είναι ένας συνολικά νικηφόρος ταξικός πόλεμος. Προκύπτει ότι το Ένα, την επιθυμία για το οποίο περιθάλπει, δεν είναι ακόμα ούτε καν νοητό. Δηλαδή κάτω από το πρόσχημα της σύνθεσης, αυτή η επιθυμία επιζητά το παλιό Ένα. Αυτή η ερμηνεία της διαλεκτικής συνεπάγεται μια παλινόρθωση. Προκειμένου να μην είναι κάποιος συντηρητικός, προκειμένου να είναι ένας επαναστάτης ακτιβιστής στο παρόν, πρέπει να επιθυμεί τη διαίρεση. Το ζήτημα της καινοτομίας γίνεται άμεσα αυτό του δημιουργικού σχίσματος μέσα στη μοναδικότητα της κατάστασης».
Αν έτσι έχουν τα πράγματα —και μας φαίνεται μια χαρά να έχουν έτσι!— νομίζουμε ότι η ανάλυση αυτή του Μπαντιού ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση των ανανεωτικών. Ας γίνει έτσι λοιπόν.
Αφού το Ένα δεν είναι ακόμα ούτε καν νοητό, χίλιες φορές να διαιρεθεί στα δυο.
Χίλιες φορές κι ευλογημένη η ώρα!
ΥΓ: Μόλις διαβάσαμε σε μία σχετική ανάρτηση του Left Liberal, επίσης σημερινή αλλά λίγες ώρες νωρίτερα, την εναρκτήρια παράγραφο:
«Όταν πριν περίπου είκοσι χρόνια το KKE ες διαλύεται με την πρωτοβουλία του Κύρκου, παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Εκτός από τους ‘‘τυπικά’’ αριστερούς αντιδρούν οξύτατα μια σειρά από μέλη και οπαδοί που ασπάζονται πλήρως μια πολιτική πλατφόρμα αριστερού ευρωπαϊκού μεταρρυθμισμού, μάλιστα ενίοτε με προτάσεις πολύ τεχνοκρατικές, αλλά δεν διανοούνται την αυτοδιάλυση του ιδεολογικού προτάγματος του ‘‘Εσ’’».
Ώστε η ιδεολογική προταγματική πέτρα του σκανδάλου που οδήγησε στη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕεσ. σε Ε.ΑΡ. και ΚΚΕ Εσωτερικού − Ανανεωτική Αριστερά δεν ήταν το «Κ», όπως αφελώς νομίζαμε εμείς, ήταν το «Εσ.»;
Αχ… Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο πίσω μας έχει πάει το γεγονός ότι δεν διαβάζουμε όσο πρέπει Χάγιεκ, Νέγκρι και Αγκάμπεν!... Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε δεν μπορέσαμε και να συνεχίσουμε την ανάγνωση…
[1] Η ισχυρή, ποσοτικά και ποιοτικά, μειοψηφία που διαφώνησε συγκρότησε αρχικά τον φορέα «ΚΚΕ Εσωτερικού − Ανανεωτική Αριστερά» ο οποίος μετεξελίχθηκε στη σημερινή ΑΚΟΑ. (Δική της είναι η καλή εβδομαδιαία εφημερίδα «Εποχή» που σας συνιστούμε).
[2] Η συγκυβέρνηση αυτή πυροδότησε μια μίνι διάσπαση στο ΚΚΕ —αν και στην ΚΝΕ η διάσπαση δεν ήταν και τόσο μίνι… Έτσι δημιουργήθηκε το ΝΑΡ (Νέο Αριστερό Ρεύμα) που εκδίδει και την εβδομαδιαία καλή και χρήσιμη εφημερίδα «ΠΡΙΝ».
[3] Για να μη μνημονεύσουμε την εξαιρετική ομάδα του ελληνικού «Monthly Review» που δεν εντάσσεται βέβαια στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ορισμένα από τα μέλη της διατηρούν επαφές με κάποιους αριστερούς «θύλακες» στο εσωτερικό του.
[4] Ναι, το είδαμε κι αυτό σε κάποιο ιντερνετικό ανανεωτικό «προπύργιο»: «Λ ο γ ι κ ή και Δημοκρατική Αριστερά»! Όπως ακριβώς το διαβάζετε!
[5] Για να χαρεί —αν βέβαια διαβάζει αυτές τις γραμμές— κι ο φίλος demos, συνιστολόγος και συνδιαχειριστής πια του radicaldesire.blogspot.com, ο οποίος, ίσως, επηρεασμένος από κάποια συνομιλία μας, να νομίζει ότι, όποτε ακούμε για Μπαντιού, μας έρχεται να τραβήξουμε …πιστόλι!