Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Μεγαλοβδομαδιάτικη αγάπη ΙΙ


Στο αμέσως προηγούμενο post ανεβάσαμε ένα «προσωπικό» κείμενο. Ένα από τα ελάχιστα κείμενα εδώ που δεν είναι πολιτικά. Μιλάει για μια περασμένη, Μεγαλοβδομαδιάτικη παιδική αγάπη. Περασμένη, αλλά όχι ξεχασμένη. Και πεισματάρα. Τόσο, που βρήκε τη δύναμη, να παραμερίσει «πολιτικές και μανιφέστα» και να βγει στην επιφάνεια της «πρώτης σελίδας».

Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ξέρουμε, αποδεδειγμένα, ότι το κείμενο συγκίνησε δυο από τους αναγνώστες μας. Ο πρώτος μάς εξομολογήθηκε ότι η συγκίνηση τον έκανε να δακρύσει —πρέπουσα τιμή για μια παιδική αγάπη, λίγο (αρκετά) γενναιόδωρη για εκείνον που την εξιστόρησε. Η δεύτερη, η φίλη μας Bernardina, μετέτρεψε τη συγκίνησή της σ' ένα υπέροχο όσο και αναπάντεχο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της μικρής ιστορίας και μας την έστειλε με σχόλιο. Όμως, γίνεται το πρώτο κεφάλαιο πρωτοσέλιδο, και το δεύτερο παραχωμένο σε κάποιο σχόλιο;

Γι’ αυτό, μετά από μια δική μας «καλλιτεχνική» επιμέλεια που ελπίζουμε να τη βρει σύμφωνη, του δίνουμε τη θέση που του αξίζει, την ισάξια, και το φέρνουμε κι αυτό, μαζί με τις ευχαριστίες μας, στην πρώτη σελίδα . Δεν πήραμε την άδεια της. Το κάναμε έτσι, «επαναστατικώ δικαίω» και κάθε κριτική δεκτή.

Όμως δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Υπάρχει κι άλλος και μάλλον πιο σημαντικός. Αυτή η μικρή ιστορία που εμείς είπαμε έγινε λίγο μεγαλύτερη και πιο ολοκληρωμένη από κάποιον άλλον άνθρωπο. Κάποιος δηλαδή πήρε τη σκυτάλη και την πήγε παραπέρα. Ίσως πουν κάποιοι: «Έτσι είναι, το διαδίκτυο είναι διαδραστικό, τώρα το μάθατε;». Στα παλιά μας τα παπούτσια το διαδίκτυο! Γι’ άλλο μιλάμε!

Μιλάμε για το μ α ζ ί. Αυτό που έχει διαρραγεί και δεν λέει να κολλήσει. Κι έτσι, ενώ όλοι ανεβαίνουμε το Γολγοθά, ο καθένας τον ανεβαίνει μόνος του…

Διαβάστε αυτό το δεύτερο κεφάλαιο λοιπόν της μικρής ιστορίας μας (δικής μας, αλλά κ α ι της Μπερναρντίνας πια). Όσοι δεν έχετε διαβάσει το πρώτο δεν θα καταλάβετε τίποτε. Γι’ αυτό γυρίστε λίγο πίσω, ένα post δρόμος είναι.

Ταυτόχρονα, αυτό το post είναι η καλυτερη ευκαιρία να σας στείλουμε τις ευχές μας για Καλή Ανάσταση. Αν θέλετε να το πάρετε ως πιστοί της θρησκείας, ελεύθερα από εμάς. Αλλά σας το λέμε από «αριστερά». Με τον τρόπο που το έλεγαν οι εξόριστοι του μεσοπολέμου, οι μελλοθάνατοι των φυλακών, οι παράνομοι του εμφυλίου και μετά, οι αριστεροί στα χρόνια της χούντας…

Καλή Ανάσταση λοιπόν!


*****

ΕΠΙΑΣΕ ΝΑ ΖΥΜΩΝΕΙ τα τσουρέκια. Όρθια μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, με τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες. Το ζύμωμα ήταν μια από τις δουλειές που αγαπούσε γιατί άφηνε το μυαλό της ελεύθερο να ταξιδεύει. Ψωμί όποτε προλάβαινε, κουλουράκια, και τι δεν έφτιαχναν τα χέρια της. Ειδικά όμως τα τσουρέκια της Λαμπρής ήταν μια ιεροτελεστία που τη γέμιζε νοσταλγία, εκείνο το γλυκό πόνο στο υπογάστριο γιατί της θύμιζε.


ΑΝ ΤΟ ’ΛΕΓΕ σε κανέναν θα την κορόιδευε, θα την έλεγε τρελή. Καλοπαντρεμένη, με ένα σπιτικό που δεν του έλειπε τίποτα, με παιδιά καλοαναθρεμμένα που τους είχε περάσει τις αρχές της, σπάνιες για την εποχή. Όλοι είχανε να το λένε. Και από τον άντρα της παράπονο δεν είχε, μακάρι κι άλλοι σαν κι αυτόν, αλλά...

Αλλά την καρδιά της δεν την είχε ζεστάνει ποτέ.


ΑΦΗΣΕ ΤΗ ΖΥΜΗ να φουσκώσει, στάθηκε στο νεροχύτη με το μεγάλο παράθυρο απέναντι κι άρχισε τη λάτρα αφηρημένα, με το βλέμμα της να ταξιδεύει έξω, στο λαχανόκηπο που ήταν η χαρά και το καμάρι της, κι ακόμα πιο πέρα, στα χωράφια και το δασάκι. Η καλύτερη νοικοκυρά του χωριού.


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΒΕΒΑΙΑ το χωριό της. Από το δικό της είχε φύγει μεγαλούτσικη, εκεί στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ. Η μάνα της, χήρα γυναίκα, είχε αποφασίσει να την παντρέψει με ένα παλικάρι του διπλανού χωριού. «Νοικοκύρης, με δικό του μαγαζί —χασάπικο— και μεγαλούτσικη περιουσία». Πώς να πει όχι; Πώς να της πει ότι εκείνη ήθελε να σπουδάσει; Με τι λεφτά, με τι κουράγια; Πώς να φέρει αντίρρηση σ’ εκείνη τη μάνα; Είπε το ναι. Άλλωστε δεν τη ρώτησε.


ΚΑΙ ΗΤΑΝΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙ νοικοκύρης, καλό παιδί, τίποτα δεν της είχε λείψει. Τίποτα εκτός από ένα χάδι του στα μαλλιά της. Εκείνα τα χρυσοκόκκινα μαλλιά που ήταν το καμάρι της και ποτέ δεν τα είχε κόψει κοντά. Πάντα λυτά, πάντα με μια στέκα για να μη της πέφτουν στο πρόσωπο. Ακόμα και τώρα που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν τόπους τόπους και όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη τής θύμιζαν κάτι ξενικές αλεπούδες που έβλεπε η μικρή της κόρη σ' εκείνα τα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση.


ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΑΝΤΑ τέτοιες μέρες τον θυμόταν. Τον πρωτευουσιάνο. Έτσι τον έλεγε μέσα της. Αλλά μόνο μέσα της όμως. Πού να τολμούσες τότε να μιλήσεις σε κανέναν για τέτοια πράγματα. Ουαί κι αλίμονο. Άλλωστε τον είχε δει ελάχιστες φορές, μόνο κάτι Λαμπρές που ερχόταν στο χωριό, στη γιαγιά του.

Εκείνος νόμιζε πως δεν τον έβλεπε (αγόρια παιδάκι μου. Χαζά). Όμως αυτή ένιωθε το βλέμμα του πάνω της. Ντροπαλό. Αχόρταγο. Παραπονιάρικο σαν του κουταβιού. Να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Εκείνο το βλέμμα του...


ΑΝΑΣΤΕΝΑΞΕ, ΚΑΤΣΑΔΙΑΣΕ τον εαυτό της επειδή καθόταν σαν ανόητη και σκεφτόταν ένα μπασμένο που είχε δει πεντ' έξι φορές όλες κι όλες προ αμνημονεύτων. Χαζομάρες -λες κι ήταν καμιά στερημένη γεροντοκόρη. Απωθημένα, που έλεγαν και οι γραμματιζούμενοι.


ΣΚΟΥΠΙΣΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ και πήγε να δει αν είχε ανεβεί το ζυμάρι. Είχε να πάει και στην εκκλησία. Έπρεπε να πάψει να τον σκέφτεται.


ΟΜΩΣ εκείνο το βλέμμα του...
Bernardina, 22 Απριλίου 2011, πρωί.

*****


Η εικόνα, από το psterpnis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: