Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009
Αποχαιρετισμός σε ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής
Τώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές, η Έλλη Παπά «εις χουν απέρχεται». 21.034 ημέρες μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, πηγαίνει να τον συναντήσει. Το θέλησε να είναι αχώριστη από εκείνον στη ζωή, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Εμείς, θέλουμε να την ενώσουμε μαζί του στον θάνατο. Όπως ακριβώς την είχαμε πάντα στο μυαλό μας από τότε που μάθαμε για εκείνη και την ιστορία τους: Μαζί. Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη όσο ήταν στη ζωή μιλώντας κάθε μέρα μαζί του -έτσι είχε πει σε μία συνέντευξή της, «μιλάω κάθε μέρα μαζί του».
Η Έλλη Παπά απέρχεται με το Κομματικό της Βιβλιάριο απόλυτα έγκυρο και τακτοποιημένο. Πλήρης ημερών εκείνη, πλήρες σελίδων εκείνο. Πλήρες και άψογο. Με πολλά κόκκινα σημάδια, αλλά κανέναν λεκέ.
Πού πηγαίνει; Δεν ξέρουμε. Ή μάλλον ξέρουμε.
Στην Κεντρική Επιτροπή του Μέλλοντος πηγαίνει. Εκεί που είναι η θέση της. Εκεί που την περιμένουν Σύντροφοι και Σύντροφοι. Μαζί κι ο «Νίκος της».
Άξια! Ομόφωνα!
Η Έλλη Παπά απέρχεται με το Κομματικό της Βιβλιάριο απόλυτα έγκυρο και τακτοποιημένο. Πλήρης ημερών εκείνη, πλήρες σελίδων εκείνο. Πλήρες και άψογο. Με πολλά κόκκινα σημάδια, αλλά κανέναν λεκέ.
Πού πηγαίνει; Δεν ξέρουμε. Ή μάλλον ξέρουμε.
Στην Κεντρική Επιτροπή του Μέλλοντος πηγαίνει. Εκεί που είναι η θέση της. Εκεί που την περιμένουν Σύντροφοι και Σύντροφοι. Μαζί κι ο «Νίκος της».
Άξια! Ομόφωνα!
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
Το δύσκολο ΟΧΙ
Σήμερα γιορτάσαμε την 69η επέτειο του ΟΧΙ και της έναρξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940. Γιορτάσαμε; Ποιοι ακριβώς γιορτάσαμε; Και γιατί να γιορτάζουν όσοι το κάνουν;
Αριστερά ερωτήματα ολ’ αυτά βέβαια. Για όσους αντιλαμβάνονται την έννοια του έθνους ως μία ανιστορική και προαιώνια μορφή συλλογικής κοινωνικής ζωής, τέτοιου τύπου ερωτήματα είναι εξ αρχής λανθασμένα, αν όχι «ύποπτα». Τι θα πει «ποιοι γιορτάζουμε», λένε. Οι Έλληνες. Και προσθέτουν με «νόημα»: Όλοι οι Έλληνες, πλην «Λακεδαιμονίων» βέβαια…
Για την Αριστερά όμως, που καταστατικά αναφέρεται σε Τάξεις και όχι σε Έθνη, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Και γι’ αυτό πιο δύσκολα. Η περίπτωση του Ελληνοϊταλικού πολέμου είναι μια από αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις. Και συνήθως, οι δύσκολες περιπτώσεις διχάζουν την Αριστερά.
Ο πρώτος διχασμός
Διεθνώς, όπως είναι γνωστό, το πρώτο σοβαρό σχίσμα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο προήλθε από τις διαφωνίες του Τροτσκιστικού ρεύματος σχετικά με τη διακυβέρνηση των Μπολσεβίκων στα χρόνια του Στάλιν και τη γραμμή της Γ΄Διεθνούς για την αντιμετώπιση του Ευρωπαϊκού φασισμού. Το σχίσμα αυτό εκφράστηκε και στην Ελλάδα με την υποβάθμιση του αντιφασιστικού χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου προς όφελος του ταξικού εκ μέρους των τροτσκιστών και την αντίστροφη ακριβώς προσέγγιση που ακολούθησε το ΚΚΕ και άλλες μικρότερες σε επιρροή αριστερές δυνάμεις. Η διαφορετική αυτή αντίληψη παραμένει μέχρι σήμερα, αλλά δεδομένου του περιθωριακού ρόλου και απήχησης των τροτσκιστών μικρή σημασία έχει.
Μετεμφυλιακά και μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής Αριστεράς κινήθηκε στη γραμμή που αναγνώριζε ως αποκλειστικό φορέα γνήσιων πατριωτικών αισθημάτων και πραγματικό εκφωνητή του ΟΧΙ μόνο το λαό, στον οποίο φυσικά συμπεριελάμβανε και τον εαυτό της. Αυτό διήρκησε μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε και άρχισε να διαγράφεται το πλαίσιο ενός νέου διχασμού όσον αφορά την αριστερή πρόσληψη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Όχι στο ΟΧΙ
Πριν από δύο χρόνια, με αφορμή την τότε επέτειο του ΟΧΙ, η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΝ είχε εκδόσει μία ανακοίνωση που προκάλεσε αρκετές συζητήσεις (και μερικά γέλια, είναι αλήθεια) ακόμα και μέσα στις τάξεις του. Θρυαλλίδα των συζητήσεων, μία διατύπωση της ανακοίνωσης σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες το 1940 είπαν «ΟΧΙ στο φασισμό και τον πόλεμο». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανεξήγητο γιατί αυτή η φράση δημιούργησε αντιδράσεις. «Μα οι αριστεροί δεν είναι εξ ορισμού κατά των πολέμων; Πού είναι το πρόβλημα;».
Φαίνεται όντως ανεξήγητο αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου. Γιατί αυτή η φράση είναι ένα κλασικό παράδειγμα εφαρμογής του δόγματος της «μισής αλήθειας». Ο Ελληνικός λαός είπε βέβαια ΟΧΙ και στο φασισμό και στον πόλεμο. Με μία όμως αποσιωπηθείσα «λεπτομέρεια»: Είπε ΟΧΙ δια του πολέμου. Στον οποίο προσήλθε πραγματικά «με το χαμόγελο στα χείλη» για να φωνάξει «αέρα», να σκοτώσει και να σκοτωθεί. Τι γίνεται εδώ; Τι υπαγόρευσε αυτή τη «μισή αλήθεια»;
Δύσκολοι καιροί
Μία πρώτη απάντηση είναι η θεωρητική δυσκολία που πάντα είχε η Αριστερά όταν ερχόταν αντιμέτωπη με την έννοια του έθνους. Κι αυτό, γιατί η Αριστερά προσήγγιζε το «έθνος» πάντα πολυπρισματικά: Εθνικά, ταξικά και διεθνικά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το ζήτημα αυτό ποτέ δεν σταμάτησε να συζητιέται έντονα μέσα στην Αριστερά και συχνά να τη διχάζει, καθώς οι αντιτιθέμενες απόψεις εκινούντο πολλές φορές στον αντίποδα η μία της άλλης. Άρα, δικαιούμαστε να πούμε ότι το ΟΧΙ είναι δύσκολο γιατί το «έθνος» είναι δύσκολο. Όμως -και πάλι!- αυτό είναι η «μισή αλήθεια».
Η άλλη μισή είναι οι επιρροές που έχουν ασκήσει σε ένα τμήμα του στρατοπέδου της Αριστεράς οι εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής απόπειρας του 20ου αιώνα. Η επικράτηση του καπιταλισμού και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας επιτάχυνε την εφαρμογή των νεοκλασικών οικονομικών δογμάτων για την απελευθέρωση του Κεφαλαίου από κάθε είδους «δεσμά». Ανάμεσα στα άλλα και από τα εθνικά. Οι περιφερειακές ολοκληρώσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών που εφαρμόζονται στα κράτη-μέλη. Το έθνος-κράτος αποδυναμώνεται όσον αφορά στην άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στο εσωτερικό του αλλά και στην άσκηση αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής (ενισχύεται βέβαια σε άλλους τομείς με πρώτον και κύριο αυτούς του ελέγχου και της καταστολής).
Οι εξελίξεις αυτές εκτιμάται από μερίδες της εγχώριας (κι όχι βέβαια μόνο) Αριστεράς ότι αποτελούν περισσότερο ευκαιρία παρά πρόβλημα. Με την έννοια ότι, πρώτον, διευκολύνουν τη διεθνική δικτύωσή της σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα και δεύτερον, προωθούν τις διεθνιστικές ιδέες που πρεσβεύει η ίδια -το τελευταίο και μέσω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών. Κατά συνέπεια, όσοι συμμερίζονται αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων υποβαθμίζουν το ρόλο του έθνους-κράτους. Κι επειδή διακατέχονται κι από πασιφιστικές διαθέσεις, αυτό σημαίνει ότι υποβαθμίζουν ακόμα και τις συγκρούσεις που συνδέονται καθαρά με αμυντικούς και μ’ αυτή την έννοια απελευθερωτικούς αγώνες.
Είναι φανερό, τουλάχιστον σ’ εμάς, ότι το πνεύμα της ανακοίνωσης του ΣΥΝ στο συγκεκριμένο σημείο που παραθέτουμε δεν είναι έξω από αυτές τις αντιλήψεις. Σ’ αυτό το «ΟΧΙ στον πόλεμο» μπορεί να διακρίνει κανείς και τη διάθεση να αποδυναμωθεί η πολεμική διάθεση με την οποία ο Ελληνικός λαός αντιστάθηκε στην εισβολή των Ιταλών (άρα να αποδυναμωθεί το αγωνιστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας) αλλά και το άρρητο μήνυμα ενός αφηρημένου φιλειρηνισμού πέρα από ιστορικές πλαισιώσεις. Και δεν θα κάναμε λόγο βέβαια για μία ανακοίνωση (και μάλιστα δύο χρόνια μπαγιάτικη!) αν δεν ήταν γνωστό, τουλάχιστον στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι με αυτόν τον τρόπο προσεγγίζει τα ζητήματα του «έθνους» ένα σημαντικό μέρος του ΣΥΝ αλλά και των δυνάμεων που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ. (Για πιο πλήρη εικόνα, αξίζει να διαβάσει κανείς ένα άρθρο που δημοσίευσε η «Αυγή» επ’ ευκαιρία της περσινής επετείου του ’40).
Τι να κάνουμε;
Νομίζουμε αυτό που μας υποχρεώνει η πραγματικότητα να κάνουμε. Τα έθνη στην κρατική τους μορφή και υπόσταση είναι γεννήματα της Ιστορίας και χρησίμευσαν σε μέγιστο βαθμό στην εγκαθίδρυση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που θέλουμε να ανατρέψουμε. Διατυπωμένο αλλιώς: Το «έθνος» και το συνακόλουθο αίσθημα του συνανήκειν ήταν το αναγκαίο έδαφος για να πατήσει και να κατισχύσει ο καπιταλισμός. Εδώ και κάποια χρόνια οι αντίπαλοί μας υποστηρίζουν και προσπαθούν να υποβάλουν (και να επιβάλουν) με κάθε τρόπο την ιδέα του θανάτου του. Ένας λόγος παραπάνω να αναρωτηθούμε: Αν η Αριστερά εγκαταλείψει το έθνος-κράτος, πού ακριβώς θα πατήσει ο σοσιαλισμός για να αρχίσει η πορεία προς την πραγμάτωσή του;
Στο κενό;
Εικόνα: Πίνακας του Αλέξανδρου Αλέξανδράκη ("Αέρα").
Αριστερά ερωτήματα ολ’ αυτά βέβαια. Για όσους αντιλαμβάνονται την έννοια του έθνους ως μία ανιστορική και προαιώνια μορφή συλλογικής κοινωνικής ζωής, τέτοιου τύπου ερωτήματα είναι εξ αρχής λανθασμένα, αν όχι «ύποπτα». Τι θα πει «ποιοι γιορτάζουμε», λένε. Οι Έλληνες. Και προσθέτουν με «νόημα»: Όλοι οι Έλληνες, πλην «Λακεδαιμονίων» βέβαια…
Για την Αριστερά όμως, που καταστατικά αναφέρεται σε Τάξεις και όχι σε Έθνη, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Και γι’ αυτό πιο δύσκολα. Η περίπτωση του Ελληνοϊταλικού πολέμου είναι μια από αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις. Και συνήθως, οι δύσκολες περιπτώσεις διχάζουν την Αριστερά.
Ο πρώτος διχασμός
Διεθνώς, όπως είναι γνωστό, το πρώτο σοβαρό σχίσμα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο προήλθε από τις διαφωνίες του Τροτσκιστικού ρεύματος σχετικά με τη διακυβέρνηση των Μπολσεβίκων στα χρόνια του Στάλιν και τη γραμμή της Γ΄Διεθνούς για την αντιμετώπιση του Ευρωπαϊκού φασισμού. Το σχίσμα αυτό εκφράστηκε και στην Ελλάδα με την υποβάθμιση του αντιφασιστικού χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου προς όφελος του ταξικού εκ μέρους των τροτσκιστών και την αντίστροφη ακριβώς προσέγγιση που ακολούθησε το ΚΚΕ και άλλες μικρότερες σε επιρροή αριστερές δυνάμεις. Η διαφορετική αυτή αντίληψη παραμένει μέχρι σήμερα, αλλά δεδομένου του περιθωριακού ρόλου και απήχησης των τροτσκιστών μικρή σημασία έχει.
Μετεμφυλιακά και μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής Αριστεράς κινήθηκε στη γραμμή που αναγνώριζε ως αποκλειστικό φορέα γνήσιων πατριωτικών αισθημάτων και πραγματικό εκφωνητή του ΟΧΙ μόνο το λαό, στον οποίο φυσικά συμπεριελάμβανε και τον εαυτό της. Αυτό διήρκησε μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε και άρχισε να διαγράφεται το πλαίσιο ενός νέου διχασμού όσον αφορά την αριστερή πρόσληψη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Όχι στο ΟΧΙ
Πριν από δύο χρόνια, με αφορμή την τότε επέτειο του ΟΧΙ, η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΝ είχε εκδόσει μία ανακοίνωση που προκάλεσε αρκετές συζητήσεις (και μερικά γέλια, είναι αλήθεια) ακόμα και μέσα στις τάξεις του. Θρυαλλίδα των συζητήσεων, μία διατύπωση της ανακοίνωσης σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες το 1940 είπαν «ΟΧΙ στο φασισμό και τον πόλεμο». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανεξήγητο γιατί αυτή η φράση δημιούργησε αντιδράσεις. «Μα οι αριστεροί δεν είναι εξ ορισμού κατά των πολέμων; Πού είναι το πρόβλημα;».
Φαίνεται όντως ανεξήγητο αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου. Γιατί αυτή η φράση είναι ένα κλασικό παράδειγμα εφαρμογής του δόγματος της «μισής αλήθειας». Ο Ελληνικός λαός είπε βέβαια ΟΧΙ και στο φασισμό και στον πόλεμο. Με μία όμως αποσιωπηθείσα «λεπτομέρεια»: Είπε ΟΧΙ δια του πολέμου. Στον οποίο προσήλθε πραγματικά «με το χαμόγελο στα χείλη» για να φωνάξει «αέρα», να σκοτώσει και να σκοτωθεί. Τι γίνεται εδώ; Τι υπαγόρευσε αυτή τη «μισή αλήθεια»;
Δύσκολοι καιροί
Μία πρώτη απάντηση είναι η θεωρητική δυσκολία που πάντα είχε η Αριστερά όταν ερχόταν αντιμέτωπη με την έννοια του έθνους. Κι αυτό, γιατί η Αριστερά προσήγγιζε το «έθνος» πάντα πολυπρισματικά: Εθνικά, ταξικά και διεθνικά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το ζήτημα αυτό ποτέ δεν σταμάτησε να συζητιέται έντονα μέσα στην Αριστερά και συχνά να τη διχάζει, καθώς οι αντιτιθέμενες απόψεις εκινούντο πολλές φορές στον αντίποδα η μία της άλλης. Άρα, δικαιούμαστε να πούμε ότι το ΟΧΙ είναι δύσκολο γιατί το «έθνος» είναι δύσκολο. Όμως -και πάλι!- αυτό είναι η «μισή αλήθεια».
Η άλλη μισή είναι οι επιρροές που έχουν ασκήσει σε ένα τμήμα του στρατοπέδου της Αριστεράς οι εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής απόπειρας του 20ου αιώνα. Η επικράτηση του καπιταλισμού και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας επιτάχυνε την εφαρμογή των νεοκλασικών οικονομικών δογμάτων για την απελευθέρωση του Κεφαλαίου από κάθε είδους «δεσμά». Ανάμεσα στα άλλα και από τα εθνικά. Οι περιφερειακές ολοκληρώσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών που εφαρμόζονται στα κράτη-μέλη. Το έθνος-κράτος αποδυναμώνεται όσον αφορά στην άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στο εσωτερικό του αλλά και στην άσκηση αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής (ενισχύεται βέβαια σε άλλους τομείς με πρώτον και κύριο αυτούς του ελέγχου και της καταστολής).
Οι εξελίξεις αυτές εκτιμάται από μερίδες της εγχώριας (κι όχι βέβαια μόνο) Αριστεράς ότι αποτελούν περισσότερο ευκαιρία παρά πρόβλημα. Με την έννοια ότι, πρώτον, διευκολύνουν τη διεθνική δικτύωσή της σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα και δεύτερον, προωθούν τις διεθνιστικές ιδέες που πρεσβεύει η ίδια -το τελευταίο και μέσω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών. Κατά συνέπεια, όσοι συμμερίζονται αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων υποβαθμίζουν το ρόλο του έθνους-κράτους. Κι επειδή διακατέχονται κι από πασιφιστικές διαθέσεις, αυτό σημαίνει ότι υποβαθμίζουν ακόμα και τις συγκρούσεις που συνδέονται καθαρά με αμυντικούς και μ’ αυτή την έννοια απελευθερωτικούς αγώνες.
Είναι φανερό, τουλάχιστον σ’ εμάς, ότι το πνεύμα της ανακοίνωσης του ΣΥΝ στο συγκεκριμένο σημείο που παραθέτουμε δεν είναι έξω από αυτές τις αντιλήψεις. Σ’ αυτό το «ΟΧΙ στον πόλεμο» μπορεί να διακρίνει κανείς και τη διάθεση να αποδυναμωθεί η πολεμική διάθεση με την οποία ο Ελληνικός λαός αντιστάθηκε στην εισβολή των Ιταλών (άρα να αποδυναμωθεί το αγωνιστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας) αλλά και το άρρητο μήνυμα ενός αφηρημένου φιλειρηνισμού πέρα από ιστορικές πλαισιώσεις. Και δεν θα κάναμε λόγο βέβαια για μία ανακοίνωση (και μάλιστα δύο χρόνια μπαγιάτικη!) αν δεν ήταν γνωστό, τουλάχιστον στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι με αυτόν τον τρόπο προσεγγίζει τα ζητήματα του «έθνους» ένα σημαντικό μέρος του ΣΥΝ αλλά και των δυνάμεων που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ. (Για πιο πλήρη εικόνα, αξίζει να διαβάσει κανείς ένα άρθρο που δημοσίευσε η «Αυγή» επ’ ευκαιρία της περσινής επετείου του ’40).
Τι να κάνουμε;
Νομίζουμε αυτό που μας υποχρεώνει η πραγματικότητα να κάνουμε. Τα έθνη στην κρατική τους μορφή και υπόσταση είναι γεννήματα της Ιστορίας και χρησίμευσαν σε μέγιστο βαθμό στην εγκαθίδρυση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που θέλουμε να ανατρέψουμε. Διατυπωμένο αλλιώς: Το «έθνος» και το συνακόλουθο αίσθημα του συνανήκειν ήταν το αναγκαίο έδαφος για να πατήσει και να κατισχύσει ο καπιταλισμός. Εδώ και κάποια χρόνια οι αντίπαλοί μας υποστηρίζουν και προσπαθούν να υποβάλουν (και να επιβάλουν) με κάθε τρόπο την ιδέα του θανάτου του. Ένας λόγος παραπάνω να αναρωτηθούμε: Αν η Αριστερά εγκαταλείψει το έθνος-κράτος, πού ακριβώς θα πατήσει ο σοσιαλισμός για να αρχίσει η πορεία προς την πραγμάτωσή του;
Στο κενό;
Εικόνα: Πίνακας του Αλέξανδρου Αλέξανδράκη ("Αέρα").
Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009
Ανακοίνωση του Προεδρείου της 32ης Ολομέλειας της ΚΕ του Left G700
H 32η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Left G700 εξουσιοδότησε το Προεδρείο της να ανακοινώσει τα παρακάτω:
Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι εργασίες της 32ης Ολομέλειας. Σ’ αυτήν εξετάστηκαν και συζητήθηκαν όλες οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις σε καλό και συντροφικό κλίμα. Επισημάνθηκε η ανάγκη να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες ώστε να μειωθούν τα φαινόμενα δυσλειτουργίας που, σε μεγάλο βαθμό, σχετίζονται με αδικαιολόγητες απουσίες (κοπάνες) συντρόφων από τις διαδικασίες εκπλήρωσης των κοινών καθηκόντων.
Τέλος, η Ολομέλεια χαιρετίζει με βαθιά ικανοποίηση τη δήλωση του μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ Παναγιώτη Μεντρέκα με την οποία καταγγέλλεται η επιδρομή των ανδρών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στο καφέ «Floral» της πλατείας Εξαρχείων το βράδυ της περασμένης Τετάρτης. Όπως είναι γνωστό, η επιδρομή κατέληξε στην προσαγωγή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσιογράφων.
Η Ολομέλεια δεσμεύτηκε ομόφωνα ότι το Left G700 θα συνεχίσει να εργάζεται ακούραστα προς την κατεύθυνση της ενότητας δράσης της Αριστεράς και της συσπείρωσης όλων των ρευμάτων της, ανεξάρτητα από επιμέρους ιδολογικοπολιτικές διαφορές.
Το Προεδρείο της 32ης Ολομέλειας της ΚΕ του Left G700.
Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι εργασίες της 32ης Ολομέλειας. Σ’ αυτήν εξετάστηκαν και συζητήθηκαν όλες οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις σε καλό και συντροφικό κλίμα. Επισημάνθηκε η ανάγκη να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες ώστε να μειωθούν τα φαινόμενα δυσλειτουργίας που, σε μεγάλο βαθμό, σχετίζονται με αδικαιολόγητες απουσίες (κοπάνες) συντρόφων από τις διαδικασίες εκπλήρωσης των κοινών καθηκόντων.
Τέλος, η Ολομέλεια χαιρετίζει με βαθιά ικανοποίηση τη δήλωση του μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ Παναγιώτη Μεντρέκα με την οποία καταγγέλλεται η επιδρομή των ανδρών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στο καφέ «Floral» της πλατείας Εξαρχείων το βράδυ της περασμένης Τετάρτης. Όπως είναι γνωστό, η επιδρομή κατέληξε στην προσαγωγή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσιογράφων.
Η Ολομέλεια δεσμεύτηκε ομόφωνα ότι το Left G700 θα συνεχίσει να εργάζεται ακούραστα προς την κατεύθυνση της ενότητας δράσης της Αριστεράς και της συσπείρωσης όλων των ρευμάτων της, ανεξάρτητα από επιμέρους ιδολογικοπολιτικές διαφορές.
Το Προεδρείο της 32ης Ολομέλειας της ΚΕ του Left G700.
Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009
«Αλήτες, εργάτες, αριστοκράτες!»
Μια και έγινε time out στο «ματς» του Πειραιά και ανεστάλη η απεργία των λιμενεργατών για να «επαναδιαπραγματευθεί» η Λούκα Κατσέλη τη σύμβαση με την Cosco, ας πούμε μερικά πράγματα για την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε κατά της απεργίας.
Τη διαβάσαμε σε όλες τις έγκυρες στήλες εφημερίδων, δεξιών (ή φιλελεύθερων, όπως το θέλει η politically correct πολιτική προσέγγιση), κεντροαριστερών κάθε τάσης (αλλά και αριστεροκεντρώων), την είδαμε και σε σοσιαλφιλελεύθερα blogs, εδώ κι εκεί. Φυσικά, σε κυμαινόμενους τόνους και «χρωματισμούς». Η κωδικοποίηση αυτής της επιχειρηματολογίας δεν είναι δύσκολη. Στηρίζεται σε τρεις άξονες.
Ο πρώτος είναι το χιλιοτραγουδισμένο άσμα της λειτουργικής υπεροχής του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου όσο αφορά στην οικονομική αποτελεσματικότητα. Ό,τι είναι ιδιωτικό, φέρνει κέρδη. Ό,τι είναι δημόσιο συσσωρεύει χρέη.
Ο δεύτερος είναι το υπέρ του ανταγωνισμού πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, προάγει τον οικονομικό ανταγωνισμό ο οποίος με τη σειρά του επιφέρει μείωση των τιμών με παράλληλη βελτίωση της ποιότητας και άρα καταλήγει σε καθαρό όφελος για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών.
Ο τρίτος άξονας, σε χρήση εδώ και δεκαετίες, είναι αυτός που φιλοδοξεί να πλήξει τους απεργούς, απαξιώνοντάς τους ηθικά στα μάτια της κοινής γνώμης: Οι απεργοί είναι μία κλίκα διαπλεκόμενων συνδικαλιστών του Δημοσίου, μία συντεχνία που προασπίζει τα στενά της ιδιοτελή συμφέροντα αδιαφορώντας για την Ελληνική κοινωνία, ένα τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας που αδιαφορεί για τους άνεργους και τους εργαζόμενους των 700 ευρώ (άλλη μία «επίθεση αγάπης» σε μας) και ξεκοκαλίζει χωρίς αιδώ αμοιβές 120.000 και 140.000 ευρώ ετησίως, οι οποίες μάλιστα προκύπτουν από πλαστές υπερωρίες και μεροκάματα «στα χαρτιά».
Αν και το θέμα μας είναι ο τρίτος άξονας της αντιαπεργιακής επιχειρηματολογίας, δεν αντέχουμε να μη γράψουμε ότι με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 είχαμε όντως πολλές ευκαιρίες να διαπιστώσουμε αυτή τη σχεδόν δαιμονική ικανότητα του καπιταλισμού να «φέρνει κέρδη». Όσο για το ζήτημα του ανταγωνισμού, θα λέγαμε ότι μας φαίνεται τουλάχιστον περίεργο να επιχειρείται η προαγωγή του με την αντικατάσταση ενός κρατικού μονοπωλίου από ένα ιδιωτικό, όπως στην πραγματικότητα συμβαίνει με τη συμφωνία ενοικίασης του λιμανιού του Πειραιά στην Cosco. Μετά την αναγκαία παρέκβαση, ας επικεντρωθούμε στον τρίτο άξονα των εισαγγελικών προτάσεων για το «αδίκημα» της απεργίας. Θα το κάνουμε αναλύοντας το αντεργατικό τρίπτυχο του τίτλου. Ένα τρίπτυχο που δεν γράφτηκε βέβαια, ούτε ακούστηκε, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να το διακρίνουμε, αν διαβάσουμε between the lines…
«Αλήτες»
Η κατηγορία της «αλητείας» θεμελιώνεται στις πλασματικές υπερωρίες και στα μεροκάματα-φάντασμα όπως γράψαμε παραπάνω. Τι αποδείξεις κατατίθενται γι’ αυτές τις κατηγορίες; Απ’ όσο είδαμε καμία! Ούτε και χρειάζεται άλλωστε. Η κοινή γνώμη έχει τόσο πολύ βομβαρδιστεί με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι άντρα διαφθοράς που είναι ώριμη και έτοιμη να καταπιεί αμάσητη οποιαδήποτε τέτοια καταγγελία, ακόμα κι αν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία άποψη χωρίς ίχνος υποστηρικτικών στοιχείων, εκτός βέβαια από την καλλιεργημένη ήδη αντίληψη ότι «στο Δημόσιο όλοι τα παίρνουν». Σε απόλυτη αντίθεση φυσικά με ό,τι συμβαίνει στον τομέα της ιδιωτικής οικονομίας όπου οι εργαζόμενοι, όταν έχουν βέβαια την τύχη να είναι εργαζόμενοι, συνηθίζουν να κάνουν ετησίως και κάμποσα «κόκκινα μεροκάματα» εθελοντικής και χαρούμενης απλήρωτης εργασίας υπέρ της επιχείρησης με τη μορφή των απλήρωτων υπερωριών. Διότι -κι αυτό είναι ένα ακόμα σημείο υπεροχής του ιδιωτικού τομέα- η νομότυπη κατάργηση των υπερωριών, χωρίς να λογαριάσουμε αυτήν που γίνεται επί τη βάσει του περίφημου Διευθυντικού δικαιώματος, δηλαδή με το «έτσι θέλω», απαλλάσσει τον εργαζόμενο από τον πειρασμό να τις «μαγειρέψει».
Όλα είναι ωραία και καλά λοιπόν με το ζήτημα αυτό στον ΟΛΠ; Όχι βέβαια! Εδώ κι ο Χριστός ακόμα, ο Υιός του Θεού, σε δύσκολες ώρες ζήτησε από το «μέσον» Του να τον απαλλάξει από τη δοκιμασία της Σταύρωσης! Είναι δυνατόν οι λιμενεργάτες να μη ζητήσουν από τον κολλητό τους επόπτη να κάνει τα στραβά μάτια σε μερικές πλασματικές υπερωρίες; Όμως σε τι έκταση δεν είναι ωραία και καλά; Και -κυρίως- βάσει της αρχής της συγκρισιμότητας, σε τι παραπάνω έκταση δεν είναι ωραία και καλά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα; Όλοι αυτοί οι εισαγγελείς που κουνούν με ιερή αγανάκτηση το δάχτυλο προς τους εργάτες δεν έχουν ακούσει τίποτα -για να μην πούμε δεν ξέρουν από προσωπική πείρα- για τις προμήθειες σε business to business συναλλαγές και συνεργασίες, για ανύπαρκτα γεύματα εργασίας ή για δήθεν επαγγελματικά και «απολύτως αναγκαία» ταξίδια, φαινόμενα που ανθούν στον ιδιωτικό τομέα; Όχι βέβαια. Γιατί, όταν πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα, είναι σαν τις μαϊμούδες στο γνωστό σκίτσο που δεν ακούν ούτε βλέπουν και γι’ αυτό δεν μιλούν!
«Εργάτες»
Εδώ μπαίνουμε στο σκληρό, ταξικό πυρήνα του τρίπτυχου. Αυτοί που διαπράττουν όλα τα παραπάνω «αίσχη» είναι εργάτες. Κι αυτό το «είναι εργάτες» φέρει δισήμαντο νόημα.
Είναι εργάτες: Δηλαδή είναι η δήθεν ηθική Τάξη, η εκλεκτή και προορισμένη κατά Μαρξ να εγκαθιδρύσει μια καλύτερη, δικαιότερη και ηθικότερη κοινωνία. Κοιτάξτε τα χάλια τους, θαυμάστε την «ηθική» τους! Κοινοί απατεώνες και πλαστογράφοι! Είναι ποτέ δυνατόν «αυτοί» να φτιάξουν μια καλύτερη κοινωνία στην οποία να είναι κιόλας -άκουσον, άκουσον!- εξέχοντα μέλη της άρχουσας Τάξης; Και:
Είναι εργάτες: Δηλαδή ανήκουν στη χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική βαθμίδα. Πώς μπορούν, από πού αντλούν την εξουσία να καρπώνονται οφέλη που δεν τους αναλογούν, προνόμιο που έχουν μόνο οι ανώτερες Τάξεις; Ποιός επικίνδυνος αέρας φουσκώνει τα πανιά τους; Σηκώθηκαν τα βρωμερά πόδια και χτυπάνε τις σοφές και καλλιεργημένες κεφαλές της κοινωνίας μας;
«Αριστοκράτες»
Γιατί εγκαλούνται ως αριστοκράτες οι εργάτες του ΟΛΠ; Μα επειδή έχουν αμοιβές που ξεπερνούν κατά πολύ τις «λογικές» αμοιβές που έχει, που «πρέπει» για την ακρίβεια να έχει, ένας εργάτης. Αμοιβές τόσων χιλιάδων ευρώ δικαιούται να έχει μόνο ένας manager, ένα στέλεχος πολυεθνικής, ένας δημοσιογράφος (εδώ ευλογούν ορισμένοι και τα γένια τους!). Όχι όμως κι ένας εργάτης! Όχι να τα ισοπεδώσουμε όλα![1]
Τι κι αν όλες αυτές οι αμοιβές, που δεν αφορούν όλους τους λιμενεργάτες βέβαια, προκύπτουν από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας; Τι κι αν φτάνουν σ’ αυτό το ύψος μετά από υπερωρίες που φτάνουν ως και τα 500 8ωρα το χρόνο, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Σωματείου τους; Οι έγκυροι αρθρογράφοι δεν ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες. Κι αν ασχολούνται είναι για να πουν ότι οι λιμενεργάτες εμποδίζουν τον ΟΛΠ να κάνει προσλήψεις ώστε να μπορούν οι ίδιοι να αυξάνουν με υπερωρίες το μισθό τους. Χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν, ότι, σύμφωνα με τους ίδιους τους λιμενεργάτες, είναι ο ΟΛΠ που αρνείται εδώ και χρόνια να προσλάβει επιπλέον προσωπικό. Σωστά. Το Σωματείο των λιμενεργατών τα λέει αυτά, δεν τα λέει ο αυξημένης αξιοπιστίας ΣΕΒ για να τον πιστέψουν! Κι έπειτα, πόσες απεργίες έχουν κάνει για να αναγκάσουν τον ΟΛΠ να κάνει προσλήψεις; Και πάλι σωστά! Ιδίως αν θυμηθούμε σε πόσες «αιματηρές» απεργίες έχουν κατέβει τα δικαιούμενα bonus στελέχη του ιδιωτικού τομέα με το αίτημα να το μοιράζονται με όλο το προσωπικό!
Εδώ επισυνάπτεται από τους εισαγγελείς και η άλλη κατηγορία. Ότι οι λιμενεργάτες προωθούν τα παιδιά τους στη θέση τους, έχοντας επιβάλλει οι νεοπροσλαμβανόμενοι να προέρχονται κατά 10% από τους απογόνους τους και αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη την πραγματική αριστοκρατική θέση τους, αφού μόνο οι αριστοκράτες κληροδοτούν στα παιδιά τους προνόμια και τίτλους. Τι συντριπτική «κατηγορία»! Η οποία βέβαια περιλαμβάνει -θεσμοθετημένα ή άτυπα- και πλείστους όσους, από τραπεζοϋπάλληλους και στελέχη πολυεθνικών μέχρι Πρωθυπουργούς που έχουν κληρονομήσει το «πόστο» από το θείο τους ή το μπαμπά τους! Αλλά βέβαια, οι εισαγγελείς δεν ασχολούνται, δεν μπορούν να ασχοληθούν με όλα τα στραβά της Ελληνικής κοινωνίας. Αυτή την περίοδο ασχολούνται με τα στραβά των λιμενεργατών! Στο κάτω-κάτω, από κάπου πρέπει να αρχίσουν!
Στις κατηγορίες περί «εργατικής αριστοκρατίας» (οι οποίες, «σοφά», διατυπώνονται με τη χρήση του Μαρξικού όρου, μήπως και «τσιμπήσουν» και μερικοί αριστεροί –που τσιμπάνε!) τείνει ευήκοο ους ιδιαίτερα η μικροαστική τάξη, η παραδοσιακή και κυρίως η νέα -ανάμεσα σ’ αυτούς δυστυχώς και πολλοί μορφωμένοι της γενιάς μας. Γιατί τώρα που τελείωσαν οι αυταπάτες της διαρκούς ανόδου τις οποίες εξασφάλιζε η απελευθέρωση των «δημιουργικών δυνατοτήτων» του καπιταλισμού και βλέπουν όλοι αυτοί ότι η επένδυση σε γνώσεις δεν αποδίδει πια και δεν μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική καταξίωση που προσφέρει το αυξημένο εισόδημα σε μια κοινωνία του χρήματος, το μικροαστικό πνεύμα εξεγείρεται: «Δύο Πανεπιστημιακά πτυχία κι ένα μεταπτυχιακό εξωτερικού για 15.400 ευρώ το χρόνο κι ένα απολυτήριο τριταξίου γυμνασίου με δίπλωμα χειριστή γερανού 97.000; Είναι ποτέ δυνατόν; Είναι δίκαιο;».
Ναι, είναι δυνατόν! Ο συνδικαλισμός μπορεί να το κάνει δυνατόν. Όπως έκανε το (καταργημένο πια) 8ωρο, την πληρωμένη άδεια (όχι αν δουλεύεις με «μπλοκάκι»!), το επίδομα ανεργίας και άλλα.
Και όχι, δεν είναι δίκαιο! Γιατί παραβιάζει την αρχή της Ισότητας. Αλλά, για μια στιγμή! Όλα αυτά τα «άσπρα κολάρα» που διαμαρτύρονται το κάνουν στο όνομα της Ισότητας; Αν είναι έτσι -και μακάρι να είναι έτσι- έχουμε να συζητήσουμε πολλά. Και δεν θα είναι όλα ευχάριστα. Φυσικά, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο έγκυρος Πάσχος Μανδραβέλης π.χ., ή ο αξιότιμος Διευθυντής των «Νέων» Παντελής Καψής κόπτονται για την Ισότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν το ανέκδοτο του 21ου Αιώνα! Εκτός κι αν προσχώρησαν στο στρατόπεδο του Σοσιαλισμού και δεν το μάθαμε!...
Επίλογος
Πριν από λίγες ημέρες σ’ ένα ανώνυμο σχόλιο μας έγραψαν: «[…] συγχαρητήρια που υπερασπιζεται η αριστερά σας την εργατική αριστοκρατια του λιμανιου[…]». Ας κλείσουμε με δυό λόγια γι’ αυτό.
Η Αριστερά και μαζί της κι εμείς δεν υπερασπίζεται καμία εργατική αριστοκρατία. Υπερασπίζεται την Εργατική Τάξη συνολικά (κι αυτή, στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, δεν περιλαμβάνει μόνο τους εργάτες). Δεν μπορεί να διαχωρίσει στις παρούσες συνθήκες, δηλαδή σε μια σκληρά καπιταλιστική κοινωνία, την Εργατική Τάξη σε «προνομιούχες μερίδες» και μη. Όπου οι «προνομιούχοι» είναι εργαζόμενοι που με σκληρούς συνδικαλιστικούς αγώνες έχουν πετύχει να βελτιώσουν τη θέση τους, γεγονός το οποίο η Αριστερά πρέπει να υπενθυμίζει σταθερά σε όλους τους εργαζόμενους ως παράδειγμα προς μίμηση.
Όσοι μέμφονται την Αριστερά για τις υπερβολικές διαφορές αμοιβών που υπάρχουν ανάμεσα σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, «ξεχνούν» ότι στην Ελλάδα δεν είναι αυτή «στα πράγματα» καθώς και, πολύ περισσότερο, ότι δεν έχει εγκαθιδρυθεί ακόμα ο Σοσιαλισμός! Και καλά, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που τα «ξεχνούν» αυτά οι έχοντες έννομο συμφέρον να στηρίξουν την παρούσα τάξη πραγμάτων. Απορούμε όμως που δεν τα σκέφτονται κι όσοι καλοπροαίρετοι υιοθετούν άσκεφτα το σύνθημα του τίτλου…
[1]Απ’ όσο είδαμε στα blogs, μόνο ο @Greek Rider θίγει αυτό το συγκεκριμένο σημείο σε σχετικό του post.
Τη διαβάσαμε σε όλες τις έγκυρες στήλες εφημερίδων, δεξιών (ή φιλελεύθερων, όπως το θέλει η politically correct πολιτική προσέγγιση), κεντροαριστερών κάθε τάσης (αλλά και αριστεροκεντρώων), την είδαμε και σε σοσιαλφιλελεύθερα blogs, εδώ κι εκεί. Φυσικά, σε κυμαινόμενους τόνους και «χρωματισμούς». Η κωδικοποίηση αυτής της επιχειρηματολογίας δεν είναι δύσκολη. Στηρίζεται σε τρεις άξονες.
Ο πρώτος είναι το χιλιοτραγουδισμένο άσμα της λειτουργικής υπεροχής του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου όσο αφορά στην οικονομική αποτελεσματικότητα. Ό,τι είναι ιδιωτικό, φέρνει κέρδη. Ό,τι είναι δημόσιο συσσωρεύει χρέη.
Ο δεύτερος είναι το υπέρ του ανταγωνισμού πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, προάγει τον οικονομικό ανταγωνισμό ο οποίος με τη σειρά του επιφέρει μείωση των τιμών με παράλληλη βελτίωση της ποιότητας και άρα καταλήγει σε καθαρό όφελος για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών.
Ο τρίτος άξονας, σε χρήση εδώ και δεκαετίες, είναι αυτός που φιλοδοξεί να πλήξει τους απεργούς, απαξιώνοντάς τους ηθικά στα μάτια της κοινής γνώμης: Οι απεργοί είναι μία κλίκα διαπλεκόμενων συνδικαλιστών του Δημοσίου, μία συντεχνία που προασπίζει τα στενά της ιδιοτελή συμφέροντα αδιαφορώντας για την Ελληνική κοινωνία, ένα τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας που αδιαφορεί για τους άνεργους και τους εργαζόμενους των 700 ευρώ (άλλη μία «επίθεση αγάπης» σε μας) και ξεκοκαλίζει χωρίς αιδώ αμοιβές 120.000 και 140.000 ευρώ ετησίως, οι οποίες μάλιστα προκύπτουν από πλαστές υπερωρίες και μεροκάματα «στα χαρτιά».
Αν και το θέμα μας είναι ο τρίτος άξονας της αντιαπεργιακής επιχειρηματολογίας, δεν αντέχουμε να μη γράψουμε ότι με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 είχαμε όντως πολλές ευκαιρίες να διαπιστώσουμε αυτή τη σχεδόν δαιμονική ικανότητα του καπιταλισμού να «φέρνει κέρδη». Όσο για το ζήτημα του ανταγωνισμού, θα λέγαμε ότι μας φαίνεται τουλάχιστον περίεργο να επιχειρείται η προαγωγή του με την αντικατάσταση ενός κρατικού μονοπωλίου από ένα ιδιωτικό, όπως στην πραγματικότητα συμβαίνει με τη συμφωνία ενοικίασης του λιμανιού του Πειραιά στην Cosco. Μετά την αναγκαία παρέκβαση, ας επικεντρωθούμε στον τρίτο άξονα των εισαγγελικών προτάσεων για το «αδίκημα» της απεργίας. Θα το κάνουμε αναλύοντας το αντεργατικό τρίπτυχο του τίτλου. Ένα τρίπτυχο που δεν γράφτηκε βέβαια, ούτε ακούστηκε, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να το διακρίνουμε, αν διαβάσουμε between the lines…
«Αλήτες»
Η κατηγορία της «αλητείας» θεμελιώνεται στις πλασματικές υπερωρίες και στα μεροκάματα-φάντασμα όπως γράψαμε παραπάνω. Τι αποδείξεις κατατίθενται γι’ αυτές τις κατηγορίες; Απ’ όσο είδαμε καμία! Ούτε και χρειάζεται άλλωστε. Η κοινή γνώμη έχει τόσο πολύ βομβαρδιστεί με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι άντρα διαφθοράς που είναι ώριμη και έτοιμη να καταπιεί αμάσητη οποιαδήποτε τέτοια καταγγελία, ακόμα κι αν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία άποψη χωρίς ίχνος υποστηρικτικών στοιχείων, εκτός βέβαια από την καλλιεργημένη ήδη αντίληψη ότι «στο Δημόσιο όλοι τα παίρνουν». Σε απόλυτη αντίθεση φυσικά με ό,τι συμβαίνει στον τομέα της ιδιωτικής οικονομίας όπου οι εργαζόμενοι, όταν έχουν βέβαια την τύχη να είναι εργαζόμενοι, συνηθίζουν να κάνουν ετησίως και κάμποσα «κόκκινα μεροκάματα» εθελοντικής και χαρούμενης απλήρωτης εργασίας υπέρ της επιχείρησης με τη μορφή των απλήρωτων υπερωριών. Διότι -κι αυτό είναι ένα ακόμα σημείο υπεροχής του ιδιωτικού τομέα- η νομότυπη κατάργηση των υπερωριών, χωρίς να λογαριάσουμε αυτήν που γίνεται επί τη βάσει του περίφημου Διευθυντικού δικαιώματος, δηλαδή με το «έτσι θέλω», απαλλάσσει τον εργαζόμενο από τον πειρασμό να τις «μαγειρέψει».
Όλα είναι ωραία και καλά λοιπόν με το ζήτημα αυτό στον ΟΛΠ; Όχι βέβαια! Εδώ κι ο Χριστός ακόμα, ο Υιός του Θεού, σε δύσκολες ώρες ζήτησε από το «μέσον» Του να τον απαλλάξει από τη δοκιμασία της Σταύρωσης! Είναι δυνατόν οι λιμενεργάτες να μη ζητήσουν από τον κολλητό τους επόπτη να κάνει τα στραβά μάτια σε μερικές πλασματικές υπερωρίες; Όμως σε τι έκταση δεν είναι ωραία και καλά; Και -κυρίως- βάσει της αρχής της συγκρισιμότητας, σε τι παραπάνω έκταση δεν είναι ωραία και καλά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα; Όλοι αυτοί οι εισαγγελείς που κουνούν με ιερή αγανάκτηση το δάχτυλο προς τους εργάτες δεν έχουν ακούσει τίποτα -για να μην πούμε δεν ξέρουν από προσωπική πείρα- για τις προμήθειες σε business to business συναλλαγές και συνεργασίες, για ανύπαρκτα γεύματα εργασίας ή για δήθεν επαγγελματικά και «απολύτως αναγκαία» ταξίδια, φαινόμενα που ανθούν στον ιδιωτικό τομέα; Όχι βέβαια. Γιατί, όταν πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα, είναι σαν τις μαϊμούδες στο γνωστό σκίτσο που δεν ακούν ούτε βλέπουν και γι’ αυτό δεν μιλούν!
«Εργάτες»
Εδώ μπαίνουμε στο σκληρό, ταξικό πυρήνα του τρίπτυχου. Αυτοί που διαπράττουν όλα τα παραπάνω «αίσχη» είναι εργάτες. Κι αυτό το «είναι εργάτες» φέρει δισήμαντο νόημα.
Είναι εργάτες: Δηλαδή είναι η δήθεν ηθική Τάξη, η εκλεκτή και προορισμένη κατά Μαρξ να εγκαθιδρύσει μια καλύτερη, δικαιότερη και ηθικότερη κοινωνία. Κοιτάξτε τα χάλια τους, θαυμάστε την «ηθική» τους! Κοινοί απατεώνες και πλαστογράφοι! Είναι ποτέ δυνατόν «αυτοί» να φτιάξουν μια καλύτερη κοινωνία στην οποία να είναι κιόλας -άκουσον, άκουσον!- εξέχοντα μέλη της άρχουσας Τάξης; Και:
Είναι εργάτες: Δηλαδή ανήκουν στη χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική βαθμίδα. Πώς μπορούν, από πού αντλούν την εξουσία να καρπώνονται οφέλη που δεν τους αναλογούν, προνόμιο που έχουν μόνο οι ανώτερες Τάξεις; Ποιός επικίνδυνος αέρας φουσκώνει τα πανιά τους; Σηκώθηκαν τα βρωμερά πόδια και χτυπάνε τις σοφές και καλλιεργημένες κεφαλές της κοινωνίας μας;
«Αριστοκράτες»
Γιατί εγκαλούνται ως αριστοκράτες οι εργάτες του ΟΛΠ; Μα επειδή έχουν αμοιβές που ξεπερνούν κατά πολύ τις «λογικές» αμοιβές που έχει, που «πρέπει» για την ακρίβεια να έχει, ένας εργάτης. Αμοιβές τόσων χιλιάδων ευρώ δικαιούται να έχει μόνο ένας manager, ένα στέλεχος πολυεθνικής, ένας δημοσιογράφος (εδώ ευλογούν ορισμένοι και τα γένια τους!). Όχι όμως κι ένας εργάτης! Όχι να τα ισοπεδώσουμε όλα![1]
Τι κι αν όλες αυτές οι αμοιβές, που δεν αφορούν όλους τους λιμενεργάτες βέβαια, προκύπτουν από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας; Τι κι αν φτάνουν σ’ αυτό το ύψος μετά από υπερωρίες που φτάνουν ως και τα 500 8ωρα το χρόνο, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Σωματείου τους; Οι έγκυροι αρθρογράφοι δεν ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες. Κι αν ασχολούνται είναι για να πουν ότι οι λιμενεργάτες εμποδίζουν τον ΟΛΠ να κάνει προσλήψεις ώστε να μπορούν οι ίδιοι να αυξάνουν με υπερωρίες το μισθό τους. Χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν, ότι, σύμφωνα με τους ίδιους τους λιμενεργάτες, είναι ο ΟΛΠ που αρνείται εδώ και χρόνια να προσλάβει επιπλέον προσωπικό. Σωστά. Το Σωματείο των λιμενεργατών τα λέει αυτά, δεν τα λέει ο αυξημένης αξιοπιστίας ΣΕΒ για να τον πιστέψουν! Κι έπειτα, πόσες απεργίες έχουν κάνει για να αναγκάσουν τον ΟΛΠ να κάνει προσλήψεις; Και πάλι σωστά! Ιδίως αν θυμηθούμε σε πόσες «αιματηρές» απεργίες έχουν κατέβει τα δικαιούμενα bonus στελέχη του ιδιωτικού τομέα με το αίτημα να το μοιράζονται με όλο το προσωπικό!
Εδώ επισυνάπτεται από τους εισαγγελείς και η άλλη κατηγορία. Ότι οι λιμενεργάτες προωθούν τα παιδιά τους στη θέση τους, έχοντας επιβάλλει οι νεοπροσλαμβανόμενοι να προέρχονται κατά 10% από τους απογόνους τους και αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη την πραγματική αριστοκρατική θέση τους, αφού μόνο οι αριστοκράτες κληροδοτούν στα παιδιά τους προνόμια και τίτλους. Τι συντριπτική «κατηγορία»! Η οποία βέβαια περιλαμβάνει -θεσμοθετημένα ή άτυπα- και πλείστους όσους, από τραπεζοϋπάλληλους και στελέχη πολυεθνικών μέχρι Πρωθυπουργούς που έχουν κληρονομήσει το «πόστο» από το θείο τους ή το μπαμπά τους! Αλλά βέβαια, οι εισαγγελείς δεν ασχολούνται, δεν μπορούν να ασχοληθούν με όλα τα στραβά της Ελληνικής κοινωνίας. Αυτή την περίοδο ασχολούνται με τα στραβά των λιμενεργατών! Στο κάτω-κάτω, από κάπου πρέπει να αρχίσουν!
Στις κατηγορίες περί «εργατικής αριστοκρατίας» (οι οποίες, «σοφά», διατυπώνονται με τη χρήση του Μαρξικού όρου, μήπως και «τσιμπήσουν» και μερικοί αριστεροί –που τσιμπάνε!) τείνει ευήκοο ους ιδιαίτερα η μικροαστική τάξη, η παραδοσιακή και κυρίως η νέα -ανάμεσα σ’ αυτούς δυστυχώς και πολλοί μορφωμένοι της γενιάς μας. Γιατί τώρα που τελείωσαν οι αυταπάτες της διαρκούς ανόδου τις οποίες εξασφάλιζε η απελευθέρωση των «δημιουργικών δυνατοτήτων» του καπιταλισμού και βλέπουν όλοι αυτοί ότι η επένδυση σε γνώσεις δεν αποδίδει πια και δεν μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική καταξίωση που προσφέρει το αυξημένο εισόδημα σε μια κοινωνία του χρήματος, το μικροαστικό πνεύμα εξεγείρεται: «Δύο Πανεπιστημιακά πτυχία κι ένα μεταπτυχιακό εξωτερικού για 15.400 ευρώ το χρόνο κι ένα απολυτήριο τριταξίου γυμνασίου με δίπλωμα χειριστή γερανού 97.000; Είναι ποτέ δυνατόν; Είναι δίκαιο;».
Ναι, είναι δυνατόν! Ο συνδικαλισμός μπορεί να το κάνει δυνατόν. Όπως έκανε το (καταργημένο πια) 8ωρο, την πληρωμένη άδεια (όχι αν δουλεύεις με «μπλοκάκι»!), το επίδομα ανεργίας και άλλα.
Και όχι, δεν είναι δίκαιο! Γιατί παραβιάζει την αρχή της Ισότητας. Αλλά, για μια στιγμή! Όλα αυτά τα «άσπρα κολάρα» που διαμαρτύρονται το κάνουν στο όνομα της Ισότητας; Αν είναι έτσι -και μακάρι να είναι έτσι- έχουμε να συζητήσουμε πολλά. Και δεν θα είναι όλα ευχάριστα. Φυσικά, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο έγκυρος Πάσχος Μανδραβέλης π.χ., ή ο αξιότιμος Διευθυντής των «Νέων» Παντελής Καψής κόπτονται για την Ισότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν το ανέκδοτο του 21ου Αιώνα! Εκτός κι αν προσχώρησαν στο στρατόπεδο του Σοσιαλισμού και δεν το μάθαμε!...
Επίλογος
Πριν από λίγες ημέρες σ’ ένα ανώνυμο σχόλιο μας έγραψαν: «[…] συγχαρητήρια που υπερασπιζεται η αριστερά σας την εργατική αριστοκρατια του λιμανιου[…]». Ας κλείσουμε με δυό λόγια γι’ αυτό.
Η Αριστερά και μαζί της κι εμείς δεν υπερασπίζεται καμία εργατική αριστοκρατία. Υπερασπίζεται την Εργατική Τάξη συνολικά (κι αυτή, στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, δεν περιλαμβάνει μόνο τους εργάτες). Δεν μπορεί να διαχωρίσει στις παρούσες συνθήκες, δηλαδή σε μια σκληρά καπιταλιστική κοινωνία, την Εργατική Τάξη σε «προνομιούχες μερίδες» και μη. Όπου οι «προνομιούχοι» είναι εργαζόμενοι που με σκληρούς συνδικαλιστικούς αγώνες έχουν πετύχει να βελτιώσουν τη θέση τους, γεγονός το οποίο η Αριστερά πρέπει να υπενθυμίζει σταθερά σε όλους τους εργαζόμενους ως παράδειγμα προς μίμηση.
Όσοι μέμφονται την Αριστερά για τις υπερβολικές διαφορές αμοιβών που υπάρχουν ανάμεσα σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, «ξεχνούν» ότι στην Ελλάδα δεν είναι αυτή «στα πράγματα» καθώς και, πολύ περισσότερο, ότι δεν έχει εγκαθιδρυθεί ακόμα ο Σοσιαλισμός! Και καλά, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που τα «ξεχνούν» αυτά οι έχοντες έννομο συμφέρον να στηρίξουν την παρούσα τάξη πραγμάτων. Απορούμε όμως που δεν τα σκέφτονται κι όσοι καλοπροαίρετοι υιοθετούν άσκεφτα το σύνθημα του τίτλου…
[1]Απ’ όσο είδαμε στα blogs, μόνο ο @Greek Rider θίγει αυτό το συγκεκριμένο σημείο σε σχετικό του post.
Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009
«Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μέσα σε μια φάση τραγική. Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και η σωτηρία μου είσαι εσύ»
Το θυμάστε; Πριν λίγα χρόνια χάλαγε κόσμο. Ο Γιώργος Παπανδρέου, με τις χθεσινές προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή, ανέλαβε να μας το θυμίσει και, ει δυνατόν, να μας κάνει να αρχίσουμε πάλι να το τραγουδάμε, αυτή τη φορά προς εκείνον. Διότι, λέει, η κατάσταση της οικονομίας είναι τραγική -εννοείται πολύ πιο τραγική απ’ όσο νόμιζε- και πρέπει οπωσδήποτε κάτι να γίνει. Μας θύμισε δε και την αποστροφή του πατέρα του που είχε πει το 1993 «ή το Έθνος θα αφανίσει το χρέος ή το χρέος θα αφανίσει το Έθνος!». «Φυσικά», ξέχασε να μας θυμίσει ταυτόχρονα, ότι από τότε που το είπε ο Ανδρέας έχουν περάσει 16 στρογγυλά χρονάκια, εκ των οποίων τα 11 και μισό με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ! Εν πάση περιπτώσει, με τούτα αλλά χωρίς τα άλλα, ο Πρωθυπουργός κατέληξε: «Είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και μόνο από εμένα θα προέλθει η σωτηρία (αυτό το τελευταίο το παρέλειψε βέβαια ως ευκόλως εννοούμενο). Τέλος και τελεία και εις άλλα με υγεία!
Σήμερα, όπως επίσης ήταν «φυσικό», αναπαρήγαγαν τη Δαμόκλειο σπάθη της καταστροφής με τον πρωτοσέλιδο κύριο τίτλο τους τρεις από τις πιο influential εφημερίδες της χώρας: Η «Καθημερινή», τα «Νέα», και η φιλική προς την Αριστερά (περισσότερο λόγω Market Positioning παρά από πολιτική άποψη) «Ελευθεροτυπία». Έτσι ολοκληρώθηκε σε αυτή τη φάση ο κύκλος της γενικής κυβερνητικής προπαγανδιστικής γραμμής που, όπως είχαμε επισημάνει -χωρίς φυσικά να είμαστε και οι μόνοι- τον είχε ανοίξει προεκλογικά ο κατά πάσα πιθανότητα εμπνευστής της, το πάλαι ποτέ Εnfant Τerrible της Αριστεράς και νυν ιδεολογικο-στρατηγικο-επικοινωνιακός σύμβουλος του ΠΑΣΟΚ Μίμης Ανδρουλάκης, μιλώντας για «Έκτακτη Εθνική Ανάγκη» κάθε φορά που αναφερόταν στην κρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση.
Τι σημαίνει πρακτικά η κατάσταση «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης»; Σημαίνει ότι όλα όσα γίνουν και κυρίως όλα όσα δεν γίνουν πρέπει να τα δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα. Αυτό σημαίνει γενική προπαγανδιστική γραμμή άλλωστε. Να θέτει το πλαίσιο μέσα από το οποίο οι Έλληνες θα πρέπει να βλέπουν τα πράγματα. Και πρώτα απ’ όλα να δουν μέσα από αυτό το πρίσμα τις ίδιες τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού.
Όσοι το κάνουν αυτό, ίσως και να μην προσέξουν -ή εν πάση περιπτώσει να μη σημειώσουν- ότι ο Γιώργος Παπανδρέου αναλώθηκε σε διατύπωση επιθυμιών, ευχών και κατευθύνσεων με τον ίδιο γενικόλογο και ασαφή τρόπο που χαρακτηρίζει κάθε κυβέρνηση (δηλαδή κάθε ΝΔ και κάθε ΠΑΣΟΚ) όταν διατυπώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της, μέσω του κάθε φορά «καταλληλότερου» Πρωθυπουργού. Ή πάλι και να θεωρήσουν, ότι, δεδομένης της «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης», ακόμα και αυτά που είπε συνιστούν γενναιόδωρη παραχώρηση προς το λαό, με αποκορύφωμα τις δεσμεύσεις, τις μόνες δεσμεύσεις που διατύπωσε ποσοτικά, για ένα επιπλέον δισεκατομμύριο ευρώ στην Παιδεία και 3.000 προσλήψεις ετησίως στον τομέα της Υγείας.
Εδώ είμαστε, ως Αριστερά, να τα δούμε. Και τα νούμερα και τα λόγια των προγραμματικών του δηλώσεων. Μόνο που δεν θα τα δούμε κάτω από το πρίσμα της «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης», γι’ αυτό μπορεί να είναι σίγουρος ο Πρωθυπουργός. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από την ανάγκη του άνεργου που βλέπει να του βγάζουν το σπίτι στον πλειστηριασμό, νιώθουμε το ίδιο και την «ανάγκη» του Σωκράτη Κόκκαλη που, επειδή έχουν μειωθεί τα κέρδη του ή η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεών του, αναγκάζεται να πουλάει το μισό γήπεδο Καραϊσκάκη. Ο καημένος…
Η Αριστερά θα τα δει, θα πρέπει να τα δει, κάτω από το πρίσμα των εργαζομένων για τα συμφέροντα των οποίων υπάρχει. Ή θα περιθωριοποιηθεί ακόμα περισσότερο.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν!...
Η εικόνα είναι από το press-gr.blogspot.com
Σήμερα, όπως επίσης ήταν «φυσικό», αναπαρήγαγαν τη Δαμόκλειο σπάθη της καταστροφής με τον πρωτοσέλιδο κύριο τίτλο τους τρεις από τις πιο influential εφημερίδες της χώρας: Η «Καθημερινή», τα «Νέα», και η φιλική προς την Αριστερά (περισσότερο λόγω Market Positioning παρά από πολιτική άποψη) «Ελευθεροτυπία». Έτσι ολοκληρώθηκε σε αυτή τη φάση ο κύκλος της γενικής κυβερνητικής προπαγανδιστικής γραμμής που, όπως είχαμε επισημάνει -χωρίς φυσικά να είμαστε και οι μόνοι- τον είχε ανοίξει προεκλογικά ο κατά πάσα πιθανότητα εμπνευστής της, το πάλαι ποτέ Εnfant Τerrible της Αριστεράς και νυν ιδεολογικο-στρατηγικο-επικοινωνιακός σύμβουλος του ΠΑΣΟΚ Μίμης Ανδρουλάκης, μιλώντας για «Έκτακτη Εθνική Ανάγκη» κάθε φορά που αναφερόταν στην κρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση.
Τι σημαίνει πρακτικά η κατάσταση «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης»; Σημαίνει ότι όλα όσα γίνουν και κυρίως όλα όσα δεν γίνουν πρέπει να τα δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα. Αυτό σημαίνει γενική προπαγανδιστική γραμμή άλλωστε. Να θέτει το πλαίσιο μέσα από το οποίο οι Έλληνες θα πρέπει να βλέπουν τα πράγματα. Και πρώτα απ’ όλα να δουν μέσα από αυτό το πρίσμα τις ίδιες τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού.
Όσοι το κάνουν αυτό, ίσως και να μην προσέξουν -ή εν πάση περιπτώσει να μη σημειώσουν- ότι ο Γιώργος Παπανδρέου αναλώθηκε σε διατύπωση επιθυμιών, ευχών και κατευθύνσεων με τον ίδιο γενικόλογο και ασαφή τρόπο που χαρακτηρίζει κάθε κυβέρνηση (δηλαδή κάθε ΝΔ και κάθε ΠΑΣΟΚ) όταν διατυπώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της, μέσω του κάθε φορά «καταλληλότερου» Πρωθυπουργού. Ή πάλι και να θεωρήσουν, ότι, δεδομένης της «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης», ακόμα και αυτά που είπε συνιστούν γενναιόδωρη παραχώρηση προς το λαό, με αποκορύφωμα τις δεσμεύσεις, τις μόνες δεσμεύσεις που διατύπωσε ποσοτικά, για ένα επιπλέον δισεκατομμύριο ευρώ στην Παιδεία και 3.000 προσλήψεις ετησίως στον τομέα της Υγείας.
Εδώ είμαστε, ως Αριστερά, να τα δούμε. Και τα νούμερα και τα λόγια των προγραμματικών του δηλώσεων. Μόνο που δεν θα τα δούμε κάτω από το πρίσμα της «Έκτακτης Εθνικής Ανάγκης», γι’ αυτό μπορεί να είναι σίγουρος ο Πρωθυπουργός. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από την ανάγκη του άνεργου που βλέπει να του βγάζουν το σπίτι στον πλειστηριασμό, νιώθουμε το ίδιο και την «ανάγκη» του Σωκράτη Κόκκαλη που, επειδή έχουν μειωθεί τα κέρδη του ή η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεών του, αναγκάζεται να πουλάει το μισό γήπεδο Καραϊσκάκη. Ο καημένος…
Η Αριστερά θα τα δει, θα πρέπει να τα δει, κάτω από το πρίσμα των εργαζομένων για τα συμφέροντα των οποίων υπάρχει. Ή θα περιθωριοποιηθεί ακόμα περισσότερο.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν!...
Η εικόνα είναι από το press-gr.blogspot.com
Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009
O Πόλεμος των λέξεων…
…και μια μάχη του που μπορεί να κερδηθεί!
Οι ιδέες γράφονται με λέξεις. Έτσι, κάθε λέξη εκφράζει και μία ιδέα. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε λέξεις που έχουν αυστηρά χρηστικό ρόλο, όπως είναι οι προθέσεις ή οι σύνδεσμοι για παράδειγμα. Αναφερόμαστε στις λέξεις που συμβολίζουν μία έννοια και επομένως νοηματοδοτούν φαινόμενα, καταστάσεις και επιδιώξεις που εκδηλώνονται εντός της κοινωνικής ζωής.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε με ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι η Διαπάλη των Ιδεών που αναπτύσσεται στην κοινωνία εκδηλώνεται αρχικά με έναν Πόλεμο λέξεων. Σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο κάθε φορέας ιδεολογίας ή και απλώς μιας άποψης επιλέγει ή δημιουργεί τις λέξεις που συμβολίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα νοήματα που θέλει να προβάλει. Ταυτόχρονα επιλέγει ή δημιουργεί τις λέξεις που συμβολίζουν με τον καλύτερο τρόπο την αντιπαράθεσή του προς τους φορείς αντιπάλων ιδεολογιών ή απόψεων. Εκεί, με τις δικές του λέξεις, αποκαλύπτει το κατ’ αυτόν πραγματικό νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοι φορείς ιδεολογιών προσπαθώντας να αποδομήσει την νοηματοδότηση που εκείνοι προβάλλουν -σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι αντίπαλοι μιλούν για διαστρέβλωση. Εννοείται ότι όλα αυτά είναι κοινή πρακτική κάθε εμπλεκόμενου στον πόλεμο.
Είναι λογικό σύμφωνα με τα παραπάνω, η Αριστερά, που από το 1991 είναι για την ώρα η Μεγάλη Ηττημένη στο πεδίο των ιδεών, να έχει χάσει και πολλές μάχες στον πόλεμο των λέξεων, τουλάχιστον στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Πολλές μάλιστα τις έχασε με ταπεινωτικό τρόπο: Αποσύροντας και θέτοντας η ίδια στο περιθώριο αρκετές λέξεις-κλειδιά που αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία του ιδεολογικολεκτικού οπλοστασίου της (όπως ακριβώς απέσυρε και την Κόκκινη Σημαία από το οπλοστάσιο των οπτικών συμβόλων της). Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν εξαιρέσεις. Όχι όμως τόσες, ώστε να είναι κάτι παραπάνω από επιβεβαιωτικές του κανόνα (χωρίς να υπολογίζουμε και το γεγονός, ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εξαιρέσεις εκδηλώθηκαν ως εμμονές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν…).
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά; Ως εισαγωγή στο σημερινό θέμα μας που δεν είναι άλλο από τη μετονομασία του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως σε «Προστασίας του πολίτη» και τη στάση της Αριστεράς έναντι αυτής της απόφασης.
Δεν χρειάζεται να γράψουμε το παραμικρό για τους σκοπούς της μετονομασίας, η οποία, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και τόσο πρωτότυπη, τουλάχιστον για όσους έχουν διαβάσει το «1984» του Όργουελ ή έχουν δει την ομώνυμη ταινία. Ήδη έχουν γραφτεί αρκετά και σοβαρά και ειρωνικά, όπως αρμόζει στην κωμικοτραγική περίπτωση και κάθε τέτοια αναφορά θα ήταν μάλλον κοινοτοπία ή και υποτίμηση της νοημοσύνης των αναγνωστών μας. Είμαστε όμως της γνώμης ότι δεν αρκούν. Εννοούμε ότι δεν αρκούν τα λόγια απλώς. Χρειάζεται και το αναποδογύρισμά τους έτσι ώστε να επανέλθουν στην προηγούμενη μορφή τους.
Γιατί η Αριστερά να αποδεχθεί ένα τέτοιο κακότεχνο μασκάρεμα; Γιατί να προσυπογράψει την προπαγάνδα του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ που νομίζει ότι βρισκόμαστε στο 1981, όταν ακόμα δεν είχε απολέσει την «παρθενία» του; Γιατί να χάσει κι αυτή τη μάχη των συγκεκριμένων λέξεων; Ιδίως όταν, λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, έχουμε ήδη τις πρώτες αποδείξεις για το τι σημαίνουν όλα αυτά στην πραγματικότητα;
Καλούμε λοιπόν και προτρέπουμε κάθε αριστερό, πρόσωπο, κόμμα ή φορέα, καλούμε κάθε αριστερό έντυπο, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό, καλούμε κάθε αριστερό blogger, όποτε αναφέρεται στο συγκεκριμένο Υπουργείο, είτε σε ιδιωτικό χώρο είτε σε Δημόσιο, να χρησιμοποιεί την πραγματική ονομασία του: Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Για όσους είναι πιο προχωρημένοι, ή λίγο «αριστεριστές», ή απλώς περισσότερο φιλοπαίγμονες, προτείνουμε εναλλακτικά: Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας της Κυρίαρχης Τάξης (σε σύντμηση: ΥΠ.ΔΗ.ΤΑ.ΠΡΟΣ.ΚΥ.ΤΑ).
Εμείς θα χρησιμοποιούμε και τις δύο ονομασίες. Ανάλογα με τη διάθεσή μας.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε με ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι η Διαπάλη των Ιδεών που αναπτύσσεται στην κοινωνία εκδηλώνεται αρχικά με έναν Πόλεμο λέξεων. Σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο κάθε φορέας ιδεολογίας ή και απλώς μιας άποψης επιλέγει ή δημιουργεί τις λέξεις που συμβολίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα νοήματα που θέλει να προβάλει. Ταυτόχρονα επιλέγει ή δημιουργεί τις λέξεις που συμβολίζουν με τον καλύτερο τρόπο την αντιπαράθεσή του προς τους φορείς αντιπάλων ιδεολογιών ή απόψεων. Εκεί, με τις δικές του λέξεις, αποκαλύπτει το κατ’ αυτόν πραγματικό νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοι φορείς ιδεολογιών προσπαθώντας να αποδομήσει την νοηματοδότηση που εκείνοι προβάλλουν -σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι αντίπαλοι μιλούν για διαστρέβλωση. Εννοείται ότι όλα αυτά είναι κοινή πρακτική κάθε εμπλεκόμενου στον πόλεμο.
Είναι λογικό σύμφωνα με τα παραπάνω, η Αριστερά, που από το 1991 είναι για την ώρα η Μεγάλη Ηττημένη στο πεδίο των ιδεών, να έχει χάσει και πολλές μάχες στον πόλεμο των λέξεων, τουλάχιστον στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Πολλές μάλιστα τις έχασε με ταπεινωτικό τρόπο: Αποσύροντας και θέτοντας η ίδια στο περιθώριο αρκετές λέξεις-κλειδιά που αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία του ιδεολογικολεκτικού οπλοστασίου της (όπως ακριβώς απέσυρε και την Κόκκινη Σημαία από το οπλοστάσιο των οπτικών συμβόλων της). Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν εξαιρέσεις. Όχι όμως τόσες, ώστε να είναι κάτι παραπάνω από επιβεβαιωτικές του κανόνα (χωρίς να υπολογίζουμε και το γεγονός, ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εξαιρέσεις εκδηλώθηκαν ως εμμονές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν…).
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά; Ως εισαγωγή στο σημερινό θέμα μας που δεν είναι άλλο από τη μετονομασία του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως σε «Προστασίας του πολίτη» και τη στάση της Αριστεράς έναντι αυτής της απόφασης.
Δεν χρειάζεται να γράψουμε το παραμικρό για τους σκοπούς της μετονομασίας, η οποία, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και τόσο πρωτότυπη, τουλάχιστον για όσους έχουν διαβάσει το «1984» του Όργουελ ή έχουν δει την ομώνυμη ταινία. Ήδη έχουν γραφτεί αρκετά και σοβαρά και ειρωνικά, όπως αρμόζει στην κωμικοτραγική περίπτωση και κάθε τέτοια αναφορά θα ήταν μάλλον κοινοτοπία ή και υποτίμηση της νοημοσύνης των αναγνωστών μας. Είμαστε όμως της γνώμης ότι δεν αρκούν. Εννοούμε ότι δεν αρκούν τα λόγια απλώς. Χρειάζεται και το αναποδογύρισμά τους έτσι ώστε να επανέλθουν στην προηγούμενη μορφή τους.
Γιατί η Αριστερά να αποδεχθεί ένα τέτοιο κακότεχνο μασκάρεμα; Γιατί να προσυπογράψει την προπαγάνδα του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ που νομίζει ότι βρισκόμαστε στο 1981, όταν ακόμα δεν είχε απολέσει την «παρθενία» του; Γιατί να χάσει κι αυτή τη μάχη των συγκεκριμένων λέξεων; Ιδίως όταν, λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, έχουμε ήδη τις πρώτες αποδείξεις για το τι σημαίνουν όλα αυτά στην πραγματικότητα;
Καλούμε λοιπόν και προτρέπουμε κάθε αριστερό, πρόσωπο, κόμμα ή φορέα, καλούμε κάθε αριστερό έντυπο, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό, καλούμε κάθε αριστερό blogger, όποτε αναφέρεται στο συγκεκριμένο Υπουργείο, είτε σε ιδιωτικό χώρο είτε σε Δημόσιο, να χρησιμοποιεί την πραγματική ονομασία του: Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Για όσους είναι πιο προχωρημένοι, ή λίγο «αριστεριστές», ή απλώς περισσότερο φιλοπαίγμονες, προτείνουμε εναλλακτικά: Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας της Κυρίαρχης Τάξης (σε σύντμηση: ΥΠ.ΔΗ.ΤΑ.ΠΡΟΣ.ΚΥ.ΤΑ).
Εμείς θα χρησιμοποιούμε και τις δύο ονομασίες. Ανάλογα με τη διάθεσή μας.
Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009
Ένα σχόλιο του Ευτύχη Μπιτσάκη υπό τη μορφή ερωτημάτων
«Σχόλιο» τρόπος του λέγειν. Γιατί ο Ευτύχης Μπιτσάκης, διαπρεπής επιστήμονας και «αμετανόητος» κομμουνιστής εδώ και δεκαετίες, δεν έστειλε σχόλιο στο ιστολόγιό μας. Απλώς έγραψε ένα άρθρο στο χθεσινό τεύχος της 15νθήμερης εφημερίδας της ΚΟΕ (Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας) «Αριστερά!». Αναδημοσιεύουμε τα τελευταία δύο υποκεφάλαια από αυτό το άρθρο, μια και τα ερωτήματα που θέτει συμπίπτουν με τους προβληματισμούς και τις απόψεις που αναπτύχθηκαν στη σχολιογραφία του post της Δευτέρας 5 Οκτωβρίου. Και -εννοείται- προσυπογράφουμε αυτά τα ερωτήματα.
Και η Αριστερά;
Γιατί σ’ αυτή την περίοδο της κρίσης, της παρακμής και της σήψης η Αριστερά δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τα θύματα της αστικής πολιτικής; Σημείωσα μια σειρά ιδεολογικούς παράγοντες. Αλλά η ψήφος είναι πάντα, σωστά ή λάθος, τελική. Δέστε το χρώμα (μπλε) στο χάρτη του Ψυχικού, της Εκάλης και της Πεντέλης. Αλλά οι εργάτες και οι αγρότες; Η παρασιτική οικονομία μας έχει εκθρέψει ένα σημαντικό στρώμα μικροαστών. Αυτοί θα μείνουν κολλημένοι στη ΝΔ και στο ΛΑΟΣ, ή θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ , ελπίζοντας καλύτερες μέρες. Γενικότερα ο καπιταλισμός δίνει ευκαιρίες ακόμα και σ’ ένα ποσοστό εργατών. Στόχος του εργάτη, έλεγε ο Λένιν, είναι να περάσει στο στρώμα μικροαστών. Ο μικρομεσαίος αγρότης εξάλλου αγωνίζεται για να διατηρήσει και να αυξήσει το «έχει» του. Όλα αυτά δεν ευνοούν την Αριστερά. Αλλά η στασιμότητά της (λίγο πάνω από το 12%) δεν οφείλεται μόνο σ’ αυτά τα «αντικειμενικά» αίτια. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου εκλόνισε την πίστη στη δυνατότητα να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία. Και η πολυδιασπασμένη ελληνική Αριστερά, χωρίς στρατηγική και με πάγιες εμφύλιες διαμάχες, δεν μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τις «μάζες».
Η κοινωνία δεν απονεκρώθηκε
Παρόλα αυτά η ελληνική κοινωνία δεν είναι νεκρή. Απόδειξη οι απεργίες, τα κινήματα, η άνθιση ενός λαϊκού και προοδευτικού πολιτισμού. Η ευθύνη των ηγεσιών της Αριστεράς είναι και σήμερα ιστορική: Θα σταματήσουν τον εμφύλιο; Θα εγκαινιάσουν κοινή δράση και ταυτόχρονα τον πολιτικό και θεωρητικό διάλογο, με προοπτική την ανάπτυξη της θεωρίας και τη δημιουργία προϋποθέσεων για ουσιαστικές συγκλίσεις και στρατηγικές συμμαχίες με στόχο το σοσιαλισμό;
Η εικόνα είναι από το preppyplayer.blogspot.com.
Και η Αριστερά;
Γιατί σ’ αυτή την περίοδο της κρίσης, της παρακμής και της σήψης η Αριστερά δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τα θύματα της αστικής πολιτικής; Σημείωσα μια σειρά ιδεολογικούς παράγοντες. Αλλά η ψήφος είναι πάντα, σωστά ή λάθος, τελική. Δέστε το χρώμα (μπλε) στο χάρτη του Ψυχικού, της Εκάλης και της Πεντέλης. Αλλά οι εργάτες και οι αγρότες; Η παρασιτική οικονομία μας έχει εκθρέψει ένα σημαντικό στρώμα μικροαστών. Αυτοί θα μείνουν κολλημένοι στη ΝΔ και στο ΛΑΟΣ, ή θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ , ελπίζοντας καλύτερες μέρες. Γενικότερα ο καπιταλισμός δίνει ευκαιρίες ακόμα και σ’ ένα ποσοστό εργατών. Στόχος του εργάτη, έλεγε ο Λένιν, είναι να περάσει στο στρώμα μικροαστών. Ο μικρομεσαίος αγρότης εξάλλου αγωνίζεται για να διατηρήσει και να αυξήσει το «έχει» του. Όλα αυτά δεν ευνοούν την Αριστερά. Αλλά η στασιμότητά της (λίγο πάνω από το 12%) δεν οφείλεται μόνο σ’ αυτά τα «αντικειμενικά» αίτια. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου εκλόνισε την πίστη στη δυνατότητα να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία. Και η πολυδιασπασμένη ελληνική Αριστερά, χωρίς στρατηγική και με πάγιες εμφύλιες διαμάχες, δεν μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τις «μάζες».
Η κοινωνία δεν απονεκρώθηκε
Παρόλα αυτά η ελληνική κοινωνία δεν είναι νεκρή. Απόδειξη οι απεργίες, τα κινήματα, η άνθιση ενός λαϊκού και προοδευτικού πολιτισμού. Η ευθύνη των ηγεσιών της Αριστεράς είναι και σήμερα ιστορική: Θα σταματήσουν τον εμφύλιο; Θα εγκαινιάσουν κοινή δράση και ταυτόχρονα τον πολιτικό και θεωρητικό διάλογο, με προοπτική την ανάπτυξη της θεωρίας και τη δημιουργία προϋποθέσεων για ουσιαστικές συγκλίσεις και στρατηγικές συμμαχίες με στόχο το σοσιαλισμό;
Η εικόνα είναι από το preppyplayer.blogspot.com.
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
Η Κόκκινη Νάντια
Ομολογούμε ότι δεν την ξέραμε. Μάθαμε γι’ αυτήν το βράδυ των εκλογών από ένα μπαμπά, επίτιμο μέλος της ομάδας(*) που συχνά μας βοηθάει και πιο συχνά τον ζαλίζουμε με ερωτήσεις για «τα παλιά». Νάντια Βαλαβάνη.
Η Κόκκινη Νάντια. Αυτό ήταν το παρατσούκλι της στα αμφιθέατρα τα χρόνια της Χούντας. Στέλεχος της Αντι-Εφεέ, της παράνομης φοιτητικής παράταξης του ΚΚΕ. Όλο το σπουδαστικό της Ασφάλειας είχε λυσσάξει να τη βάλει στο χέρι. Δεν τα κατάφερε ποτέ.
Κάποια στιγμή, αργότερα, αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση. Αποχώρησε ήρεμα, ήσυχα, χωρίς «κραυγές» και καταγγελίες. Το 2007, μετά από χρόνια, δραστηριοποιήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες εκλογές ήταν υποψήφια στη Β' Αθηνών. Δεν εκλέχτηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ στη συγκεκριμένη περιφέρεια εξέλεξε τρεις βουλευτές. Τρίτος, ο …Ψαριανός! Τέταρτη η Κόκκινη Νάντια…
Έχουμε πολλά ράμματα για τη γούνα του Ψαριανού. Επιφυλασσόμαστε για τις προσεχείς ημέρες, όταν θα είμαστε έτοιμοι να ασχοληθούμε μαζί του. Προς το παρόν, ας περιοριστούμε να πούμε ότι ως υποψήφιο τον πρόβαλε ο καλύτερος Οδηγός Αγορών της πρωτεύουσας, η Athens Voice, με συνέντευξη που του πήρε ο ανεκδιήγητος Προκόπης Δούκας (και γι’ αυτόν προσεχώς). Έτσι, μ’ αυτά και με άλλα, ο Γρηγόρης ο Ψαριανός θα καθίσει και πάλι στα έδρανα της Βουλής. Στα ίδια αυτά έδρανα που κάποτε το είχε καημό να …κλάσει! Και η Κόκκινη Νάντια έμεινε εκτός…
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. Το μόνο που περνάει απ' το χέρι μας, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, είναι να αναδημοσιεύσουμε μία πολύ καλή δήλωση της Νάντιας Βαλαβάνη για τις εκλογές και το μετά τις εκλογές . Τη βρήκαμε στο blog της Ένωσης Οπαδών Σύριζα (enosy.blogspot.com).
ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΝΑΓΚΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις φίλες και τους φίλους, τους παλιούς και νεότερους συναγωνιστές και συντρόφους και προπαντός τους περισσότερους από 10.000 γυναίκες και άντρες σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας που, αγκαλιάζοντας το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, με τίμησαν προσωπικά μέχρι τη θέση της πρώτης επιλαχούσας στο ψηφοδέλτιο της Β΄ Αθηνών. Πολιτικά παραμένω απόλυτα δεσμευμένη απέναντι τους.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις συμπολίτισσες και τους συμπολίτες της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Ηρακλείου, που συνεκτιμώντας και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση-τομή του νομού τα δύο τελευταία χρόνια από τον Αλέκο Αλαβάνο, έκαναν δυνατή τη συνέχιση αυτής της εκπροσώπησης. Πιστεύω ότι θα παραμείνουν εξίσου απαιτητικοί για μια ριζοσπαστική και αγωνιστική εκπροσώπηση, μακριά από ασκήσεις δημοσίων σχέσεων, απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει πόλη και ύπαιθρος, κόντρα σε βαθιά ριζωμένες πελατειακές πρακτικές και πολύ μεγάλα συμφέροντα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε συντριπτική καταδίκη όχι μόνο ενός κόμματος, κυβερνητικού υπεύθυνου για την παρακμή των τελευταίων πέντε χρόνων και για τη χειρότερη περίοδο διακυβέρνησης από τη μεταπολίτευση, αλλά πριν απ’ όλα μιας πολιτικής. Της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που σε
επιταχυνόμενους, μετά τις κυβερνήσεις Σημίτη, ρυθμούς συνέχισε να παραδίδει τον δημόσιο πλούτο στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Και σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, με επιθετικές πολιτικές ανάκαμψης των κερδών επιδείνωσε τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων ανθρώπων.
Η καταδίκη αυτής της πολιτικής προκάλεσε την άνετη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ένα βήμα πριν την υποβολή των νέων προγραμμάτων «σταθεροποίησης» και «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στις Βρυξέλλες, αυτό δε θα πρέπει να το ξεχνά η καινούργια κυβέρνηση.
Στις συνθήκες αυτές το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, σημαντικά πάνω από τις προγνώσεις, αποτελεί μια πολιτική επιτυχία, την οποία είχε απόλυτη ανάγκη η κοινωνική αριστερά. Οφείλεται πριν απ΄ όλα στην ανιδιοτέλεια, την πίστη και τη μεγάλη γενναιότητα με την οποία ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, αν και τραυματισμένος, έδωσε μια δύσκολη μάχη. Ισοδυναμεί ουσιαστικά με μια, σπάνια στην πολιτική πάλη, δεύτερη δυνατότητα επανάκαμψης της δικής μας πολιτικής αριστεράς στο ρόλο μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα σημαντικά κάτω από τις δυνατότητες μας, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κατάρρευσης των βασικών υποστηριχτών και απολογητών των πολιτικών απέναντι στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ουσιαστική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, στα κινήματα και στους αγώνες, την προηγούμενη διετία. Και ακόμα μακρύτερα από το «άνοιγμα» προς την ενωτική, ριζοσπαστική αριστερά που αποτυπώθηκε σ΄ ένα μοναδικό ιστορικά εγχείρημα προσέγγισης του χώρου μας, με δική τους πρωτοβουλία, από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ένα χρόνο πριν.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ με το ζωντανό τους παράδειγμα, δίνοντας τη μάχη έδειξαν τι ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόμαστε, τις μεγάλες δυνατότητες
μιας ενωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς που κρατάει ανοιχτές τις γραμμές και το μυαλό της στις ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας – και γι΄ αυτό αποτελεί κοινωνική ανάγκη.
Στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της επίθεσης ενάντια στη ζωή των ανθρώπων, αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να περιφρουρηθεί με όσο γίνεται αποτελεσματικότερο τρόπο μέσα στη Βουλή και προπαντός στους δρόμους, στα κινήματα και στους αγώνες. Από κοινού με τη δρομολόγηση συλλογικότερων, από τις όποιες ατομικές προσπάθειες, διαδικασιών για μια αξιακή επαναθεμελίωση της αριστεράς που χρειαζόμαστε. Σε σύνδεση και με μια «ολική επαναφορά» ενός ουσιαστικού ενδιαφέροντος για οργανικές, αμφίδρομες σχέσεις με τους ανθρώπους της διανόησης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο πλαίσιο μιας «επανίδρυσης» των θεσμών του λαϊκού και του εργατικού κινήματος.
Επειδή μια Αριστερά χωρίς πραγματικά εναλλακτικές αξίες είναι μια Αριστερά που έχει χάσει την ψυχή της και δεν έχει λόγο ύπαρξης ούτε για τους ίδιους τους αριστερούς. Κι επειδή μια πολιτική Αριστερά με «αδιαμεσολάβητη» σχέση με τις μάζες, χωρίς την παρεμβολή εργατικών σωματείων και κάθε άλλου είδους θεσμικών και άτυπων συλλογικοτήτων, είναι μια αριστερά-πουκάμισο αδειανό: «αντιπροσωπεύοντας» τους εργαζόμενους τους καθηλώνει σε ρόλο ψηφοφόρων ή προσωρινά εντυπωσιασμένων αλλά αμέτοχων παρατηρητών κάθε είδους εκδηλώσεων ακτιβισμού. Το θέμα όμως που θα την κρίνει και μαζί μ’ αυτήν θα κρίνει και τη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων θα είναι η συμβολή της στο μετασχηματισμό τους σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα.
(*)Είναι αυτονόητο πως του αφιερώνουμε αυτό το post.
Η Κόκκινη Νάντια. Αυτό ήταν το παρατσούκλι της στα αμφιθέατρα τα χρόνια της Χούντας. Στέλεχος της Αντι-Εφεέ, της παράνομης φοιτητικής παράταξης του ΚΚΕ. Όλο το σπουδαστικό της Ασφάλειας είχε λυσσάξει να τη βάλει στο χέρι. Δεν τα κατάφερε ποτέ.
Κάποια στιγμή, αργότερα, αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση. Αποχώρησε ήρεμα, ήσυχα, χωρίς «κραυγές» και καταγγελίες. Το 2007, μετά από χρόνια, δραστηριοποιήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες εκλογές ήταν υποψήφια στη Β' Αθηνών. Δεν εκλέχτηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ στη συγκεκριμένη περιφέρεια εξέλεξε τρεις βουλευτές. Τρίτος, ο …Ψαριανός! Τέταρτη η Κόκκινη Νάντια…
Έχουμε πολλά ράμματα για τη γούνα του Ψαριανού. Επιφυλασσόμαστε για τις προσεχείς ημέρες, όταν θα είμαστε έτοιμοι να ασχοληθούμε μαζί του. Προς το παρόν, ας περιοριστούμε να πούμε ότι ως υποψήφιο τον πρόβαλε ο καλύτερος Οδηγός Αγορών της πρωτεύουσας, η Athens Voice, με συνέντευξη που του πήρε ο ανεκδιήγητος Προκόπης Δούκας (και γι’ αυτόν προσεχώς). Έτσι, μ’ αυτά και με άλλα, ο Γρηγόρης ο Ψαριανός θα καθίσει και πάλι στα έδρανα της Βουλής. Στα ίδια αυτά έδρανα που κάποτε το είχε καημό να …κλάσει! Και η Κόκκινη Νάντια έμεινε εκτός…
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. Το μόνο που περνάει απ' το χέρι μας, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, είναι να αναδημοσιεύσουμε μία πολύ καλή δήλωση της Νάντιας Βαλαβάνη για τις εκλογές και το μετά τις εκλογές . Τη βρήκαμε στο blog της Ένωσης Οπαδών Σύριζα (enosy.blogspot.com).
ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΝΑΓΚΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις φίλες και τους φίλους, τους παλιούς και νεότερους συναγωνιστές και συντρόφους και προπαντός τους περισσότερους από 10.000 γυναίκες και άντρες σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας που, αγκαλιάζοντας το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, με τίμησαν προσωπικά μέχρι τη θέση της πρώτης επιλαχούσας στο ψηφοδέλτιο της Β΄ Αθηνών. Πολιτικά παραμένω απόλυτα δεσμευμένη απέναντι τους.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις συμπολίτισσες και τους συμπολίτες της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Ηρακλείου, που συνεκτιμώντας και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση-τομή του νομού τα δύο τελευταία χρόνια από τον Αλέκο Αλαβάνο, έκαναν δυνατή τη συνέχιση αυτής της εκπροσώπησης. Πιστεύω ότι θα παραμείνουν εξίσου απαιτητικοί για μια ριζοσπαστική και αγωνιστική εκπροσώπηση, μακριά από ασκήσεις δημοσίων σχέσεων, απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει πόλη και ύπαιθρος, κόντρα σε βαθιά ριζωμένες πελατειακές πρακτικές και πολύ μεγάλα συμφέροντα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε συντριπτική καταδίκη όχι μόνο ενός κόμματος, κυβερνητικού υπεύθυνου για την παρακμή των τελευταίων πέντε χρόνων και για τη χειρότερη περίοδο διακυβέρνησης από τη μεταπολίτευση, αλλά πριν απ’ όλα μιας πολιτικής. Της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που σε
επιταχυνόμενους, μετά τις κυβερνήσεις Σημίτη, ρυθμούς συνέχισε να παραδίδει τον δημόσιο πλούτο στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Και σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, με επιθετικές πολιτικές ανάκαμψης των κερδών επιδείνωσε τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων ανθρώπων.
Η καταδίκη αυτής της πολιτικής προκάλεσε την άνετη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ένα βήμα πριν την υποβολή των νέων προγραμμάτων «σταθεροποίησης» και «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στις Βρυξέλλες, αυτό δε θα πρέπει να το ξεχνά η καινούργια κυβέρνηση.
Στις συνθήκες αυτές το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, σημαντικά πάνω από τις προγνώσεις, αποτελεί μια πολιτική επιτυχία, την οποία είχε απόλυτη ανάγκη η κοινωνική αριστερά. Οφείλεται πριν απ΄ όλα στην ανιδιοτέλεια, την πίστη και τη μεγάλη γενναιότητα με την οποία ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, αν και τραυματισμένος, έδωσε μια δύσκολη μάχη. Ισοδυναμεί ουσιαστικά με μια, σπάνια στην πολιτική πάλη, δεύτερη δυνατότητα επανάκαμψης της δικής μας πολιτικής αριστεράς στο ρόλο μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα σημαντικά κάτω από τις δυνατότητες μας, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κατάρρευσης των βασικών υποστηριχτών και απολογητών των πολιτικών απέναντι στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ουσιαστική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, στα κινήματα και στους αγώνες, την προηγούμενη διετία. Και ακόμα μακρύτερα από το «άνοιγμα» προς την ενωτική, ριζοσπαστική αριστερά που αποτυπώθηκε σ΄ ένα μοναδικό ιστορικά εγχείρημα προσέγγισης του χώρου μας, με δική τους πρωτοβουλία, από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ένα χρόνο πριν.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ με το ζωντανό τους παράδειγμα, δίνοντας τη μάχη έδειξαν τι ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόμαστε, τις μεγάλες δυνατότητες
μιας ενωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς που κρατάει ανοιχτές τις γραμμές και το μυαλό της στις ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας – και γι΄ αυτό αποτελεί κοινωνική ανάγκη.
Στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της επίθεσης ενάντια στη ζωή των ανθρώπων, αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να περιφρουρηθεί με όσο γίνεται αποτελεσματικότερο τρόπο μέσα στη Βουλή και προπαντός στους δρόμους, στα κινήματα και στους αγώνες. Από κοινού με τη δρομολόγηση συλλογικότερων, από τις όποιες ατομικές προσπάθειες, διαδικασιών για μια αξιακή επαναθεμελίωση της αριστεράς που χρειαζόμαστε. Σε σύνδεση και με μια «ολική επαναφορά» ενός ουσιαστικού ενδιαφέροντος για οργανικές, αμφίδρομες σχέσεις με τους ανθρώπους της διανόησης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο πλαίσιο μιας «επανίδρυσης» των θεσμών του λαϊκού και του εργατικού κινήματος.
Επειδή μια Αριστερά χωρίς πραγματικά εναλλακτικές αξίες είναι μια Αριστερά που έχει χάσει την ψυχή της και δεν έχει λόγο ύπαρξης ούτε για τους ίδιους τους αριστερούς. Κι επειδή μια πολιτική Αριστερά με «αδιαμεσολάβητη» σχέση με τις μάζες, χωρίς την παρεμβολή εργατικών σωματείων και κάθε άλλου είδους θεσμικών και άτυπων συλλογικοτήτων, είναι μια αριστερά-πουκάμισο αδειανό: «αντιπροσωπεύοντας» τους εργαζόμενους τους καθηλώνει σε ρόλο ψηφοφόρων ή προσωρινά εντυπωσιασμένων αλλά αμέτοχων παρατηρητών κάθε είδους εκδηλώσεων ακτιβισμού. Το θέμα όμως που θα την κρίνει και μαζί μ’ αυτήν θα κρίνει και τη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων θα είναι η συμβολή της στο μετασχηματισμό τους σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα.
(*)Είναι αυτονόητο πως του αφιερώνουμε αυτό το post.
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009
Αριστερή θλίψη
Το βλέπαμε και το ακούγαμε από χθες το βράδυ στις τηλεοράσεις και δεν πιστεύαμε τις αισθήσεις μας. Περιμέναμε να ξημερώσει η Δευτέρα για να δούμε τις εφημερίδες της Αριστεράς με την ελπίδα να έχουμε κάνει λάθος. Μάταιες ελπίδες. Περισσότερα λόγια διατυπωμένα γραπτώς, αλλά η ίδια γεύση από την ανάλυση των κομμάτων της Αριστεράς σχετικά με τις ιδιαίτερες επιδόσεις τους.
Η άποψη του ΚΚΕ είναι η πάγια μετά από κάθε εκλογική διαδικασία: Η ψήφος υπέρ του ΚΚΕ είναι μια «δύσκολη υπόθεση, η πιο δύσκολη για την ακρίβεια, αφού το Κόμμα δεν κάνει εκπτώσεις και συμβιβασμούς στη στάση του». Ο επίλογος είναι επίσης γνωστός: «Το Κόμμα βγήκε δυναμωμένο από αυτή τη μάχη». Στο ενδιάμεσο, ακούσαμε την Αλέκα Παπαρήγα να μιλάει στις δηλώσεις της για «ανάληψη ενωτικών πρωτοβουλιών από το Κόμμα». Να το δούμε και να μη το πιστέψουμε…
Ώστε δύσκολη υπόθεση η ψήφος προς το ΚΚΕ; Συμφωνούμε και επαυξάνουμε. Και τι κάνει το κόμμα για να τη διευκολύνει; Τίποτα, ή πολύ λίγα. Προφανώς ταυτίζει κάθε διευκόλυνση με συμβιβασμό. Και το ΚΚΕ δεν είναι τόσο ηλίθιο σαν τον Μωάμεθ που αφού δεν πήγαινε το βουνό σ’ αυτόν, πήγε ο ίδιος στο βουνό… Εξ άλλου δεν το ’χει και τόσο ανάγκη. Αφού «βγήκε δυναμωμένο»… Πόσο δυναμωμένο; Με 30 μόνο εκλογικά τμήματα να λείπουν από τη διαλογή, το ΚΚΕ έχει δυναμώσει κατά 66.777 ψήφους λιγότερες από τις εκλογές του 2007 και 0.61% χαμηλότερο ποσοστό!
Στον ΣΥΡΙΖΑ πάλι, δεν κρύβουν τη χαρά για τη μεγάλη νίκη. Όπου μεγάλη νίκη είναι η είσοδος στη Βουλή. Το μόνο μεταπολιτευτικό σχήμα της Αριστεράς που, έστω και δημοσκοπικά, είδε να το προσεγγίζουν ευρύτερα στρώματα που έφταναν το 18%, πανηγυρίζει επειδή «άντεξε». Έστω και με 45.728 λιγότερες ψήφους και με μείον 0.44% από την επίδοσή του στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές!
Από την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α δεν έχουμε κάποια επίσημη πληροφόρηση. Θα σας μεταφέρουμε όμως ένα χαρακτηριστικό γεγονός όπως το καταγράψαμε αυτοπροσώπως. Σήμερα το πρωί, ένας οπαδός της έστειλε SMS στο «Κόκκινο 105,5» για να παραπονεθεί επειδή ο σταθμός απέκρυπτε την «καλή πορεία της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α στις εκλογές». Καλή πορεία; Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές το συγκεκριμένο σχήμα είχε πάρει 21.951 ψήφους και 0.43%. Τώρα, πήρε 2779(!) ψήφους παραπάνω, αλλά και μόνο 0.36%! Προφανώς οι σύντροφοι δεν έχουν συλλάβει όλη τη διαλεκτική της έννοιας «καλή πορεία»…
Τι να πούμε; Είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς όλα τα ρεύματα της Αριστεράς να σκέπτονται απομονωμένα στο δικό του μικρόκοσμο το καθένα. Και είναι δύο φορές πιο αποκαρδιωτικό αυτό, όταν ξέρεις -κι εμείς το ξέρουμε καλά- ότι σε όλα τα ρεύματα, μα σε όλα τα ρεύματα, υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τα αδιέξοδα και δεν αντιδρούν. Πότε περιμένουν να το κάνουν; Κι ο πιο αργός θάνατος παίρνει κάποτε τέλος…
Η άποψη του ΚΚΕ είναι η πάγια μετά από κάθε εκλογική διαδικασία: Η ψήφος υπέρ του ΚΚΕ είναι μια «δύσκολη υπόθεση, η πιο δύσκολη για την ακρίβεια, αφού το Κόμμα δεν κάνει εκπτώσεις και συμβιβασμούς στη στάση του». Ο επίλογος είναι επίσης γνωστός: «Το Κόμμα βγήκε δυναμωμένο από αυτή τη μάχη». Στο ενδιάμεσο, ακούσαμε την Αλέκα Παπαρήγα να μιλάει στις δηλώσεις της για «ανάληψη ενωτικών πρωτοβουλιών από το Κόμμα». Να το δούμε και να μη το πιστέψουμε…
Ώστε δύσκολη υπόθεση η ψήφος προς το ΚΚΕ; Συμφωνούμε και επαυξάνουμε. Και τι κάνει το κόμμα για να τη διευκολύνει; Τίποτα, ή πολύ λίγα. Προφανώς ταυτίζει κάθε διευκόλυνση με συμβιβασμό. Και το ΚΚΕ δεν είναι τόσο ηλίθιο σαν τον Μωάμεθ που αφού δεν πήγαινε το βουνό σ’ αυτόν, πήγε ο ίδιος στο βουνό… Εξ άλλου δεν το ’χει και τόσο ανάγκη. Αφού «βγήκε δυναμωμένο»… Πόσο δυναμωμένο; Με 30 μόνο εκλογικά τμήματα να λείπουν από τη διαλογή, το ΚΚΕ έχει δυναμώσει κατά 66.777 ψήφους λιγότερες από τις εκλογές του 2007 και 0.61% χαμηλότερο ποσοστό!
Στον ΣΥΡΙΖΑ πάλι, δεν κρύβουν τη χαρά για τη μεγάλη νίκη. Όπου μεγάλη νίκη είναι η είσοδος στη Βουλή. Το μόνο μεταπολιτευτικό σχήμα της Αριστεράς που, έστω και δημοσκοπικά, είδε να το προσεγγίζουν ευρύτερα στρώματα που έφταναν το 18%, πανηγυρίζει επειδή «άντεξε». Έστω και με 45.728 λιγότερες ψήφους και με μείον 0.44% από την επίδοσή του στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές!
Από την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α δεν έχουμε κάποια επίσημη πληροφόρηση. Θα σας μεταφέρουμε όμως ένα χαρακτηριστικό γεγονός όπως το καταγράψαμε αυτοπροσώπως. Σήμερα το πρωί, ένας οπαδός της έστειλε SMS στο «Κόκκινο 105,5» για να παραπονεθεί επειδή ο σταθμός απέκρυπτε την «καλή πορεία της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α στις εκλογές». Καλή πορεία; Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές το συγκεκριμένο σχήμα είχε πάρει 21.951 ψήφους και 0.43%. Τώρα, πήρε 2779(!) ψήφους παραπάνω, αλλά και μόνο 0.36%! Προφανώς οι σύντροφοι δεν έχουν συλλάβει όλη τη διαλεκτική της έννοιας «καλή πορεία»…
Τι να πούμε; Είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς όλα τα ρεύματα της Αριστεράς να σκέπτονται απομονωμένα στο δικό του μικρόκοσμο το καθένα. Και είναι δύο φορές πιο αποκαρδιωτικό αυτό, όταν ξέρεις -κι εμείς το ξέρουμε καλά- ότι σε όλα τα ρεύματα, μα σε όλα τα ρεύματα, υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τα αδιέξοδα και δεν αντιδρούν. Πότε περιμένουν να το κάνουν; Κι ο πιο αργός θάνατος παίρνει κάποτε τέλος…
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009
Από το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, στην αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ
III
Το δισυπόστατο φάντασμα: ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις…
Το δισυπόστατο φάντασμα: ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις…
Η κατάρρευση της Χούντας βρήκε την Ελληνική κοινωνία ριζοσπαστικοποιημένη προς τα αριστερά σε πρωτόγνωρο βαθμό, με πρώτη και καλύτερη τη φοιτητική νεολαία της εποχής. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή ήταν αποτέλεσμα κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, της εφτάχρονης πολιτικής καταπίεσης: Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα τα χρόνια της δικτατορίας συγκρινόμενη με τη σημερινή φαντάζει σαν τον Απολεσθέντα Παράδεισο και τα αδιέξοδα της Κεϋνσιανής οικονομικής διαχείρισης δεν είχαν ακόμα φανεί σε όλη τους την έκταση στις δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες, αν και τα πρώτα σύννεφα ήταν ήδη ορατά μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.
Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας έφερε μαζί και την αποκατάσταση της Αριστεράς και μάλιστα εν δόξη και τιμή, αφού της αναγνωριζόταν καθολικά η γενναία αντίσταση κατά της Χούντας. Για πρώτη φορά μετά το 1947 τα σφυροδρέπανα μπορούσαν να κυματίζουν ελεύθερα και νόμιμα σε μπαλκόνια και δρόμους. Μόνο που τώρα τα σφυροδρέπανα δεν εμφανιζόντουσαν όλα μαζί, αλλά χωρισμένα σε τρία ευδιάκριτα και ξεχωριστά «μπλοκ»: Το «ορθόδοξο» του ΚΚΕ, το «ανανεωτικό» του ΚΚΕεσ. που «σχεδιάστηκε» μετά τη διάσπαση του 1968 και το «αυθεντικό» των Μαοϊκών, της νέας κομμουνιστικής γενιάς, «καρπού» της Μεγάλης Πολιτιστικής Επανάστασης του προέδρου Μάο, του Γαλλικού Μάη αλλά και της Άνοιξης της Πράγας. Καθώς αυτά τα τρία μπλοκς ήταν πολύ απασχολημένα να υποβλέπουν και να μάχονται με νύχια και με δόντια το ένα τα άλλα δύο για την ιδεολογική πρωτοκαθεδρία μέσα στο χώρο της Αριστεράς, δεν πρόσεξαν ότι για πρώτη φορά κάποιος ξένος είχε βάλει πόδι στο «οικόπεδό» τους. Για την ακρίβεια το πρόσεξαν, αλλά δεν του έδωσαν και πολύ σημασία.
Στις δεκαοκτώ, σοσιαλισμό!
Ο ξένος αυτός δεν ήταν βέβαια άλλος από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν όμως ένας περίεργος ξένος, αφού φορούσε τα ρούχα της Αριστεράς, έστω και σε πράσινη απόχρωση: Το ΠΑΣΟΚ οργανώθηκε στα πρότυπα των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς με Οργανώσεις Βάσης σε όλη την Ελλάδα στα γραφεία των οποίων μπορούσε να δει κανείς σε κορνίζες όλο το πάνθεο των Πατέρων της Κομμουνιστικής Θεολογίας, μηδέ του Στάλιν εξαιρουμένου! Ο χαρισματικός αρχηγός του, δημοφιλής ήδη από τα χρόνια της Ένωσης Κέντρου, μιλούσε για σοσιαλισμό με πιο θερμά λόγια από το ΚΚΕ ή το Μαοϊκό ΕΚΚΕ και δεν δίσταζε να καταγγέλλει ανελέητα τη Δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για ταξική προδοσία. Επιπλέον -και ίσως το πιο καταλυτικό για τη μετέπειτα πορεία του- ενέτασσε όλη αυτή τη συνθηματολογία κάτω από το αίτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας από κάθε ιμπεριαλιστικό (ή αντιιμπεριαλιστικό) κέντρο. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα του 1974, που είχε ταυτίσει τη Χούντα με τους Αμερικάνους και άκουγε από τον Εμφύλιο και μετά με μεθόδους παρόμοιες της υπνοπαιδείας, ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν παρά πράκτορες της Μόσχας, αυτό (σε συνδυασμό μάλιστα με τις πρόσφατες ακόμα μνήμες της Τσεχοσλοβακίας του 1968) ήταν πραγματικό υπερόπλο!
Έτσι το ΠΑΣΟΚ απέκτησε την πρώτη κρίσιμη μάζα οπαδών που ήδη από τις πρώτες εκλογές του 1974 (θριαμβευτής ο Καραμανλής με 54,37% για τη Νέα Δημοκρατία) ξεπέρασε σε όγκο τις δυνάμεις της Αριστεράς: 13,58% έναντι 9,47% της Αριστεράς.
Αυτή η κρίσιμη μάζα ήταν αρκετή για να ξεκινήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου την πορεία του προς την κυβερνητική εξουσία. Γιατί διακατεχόταν από το αριστερό πνεύμα της εποχής, άρα ήταν ένας σκληρός πυρήνας που επιπλέον του επέτρεπε να διεμβολίζει επί μονίμου βάσηςτην Αριστερά, μη επιτρέποντάς της να μετατρέψει το ηθικό της πλεονέκτημα σε πολιτική επιρροή. Με ασφαλισμένο το αριστερό πλευρό του στράφηκε προς το δεξιό. Το πρώτο μέλημα ήταν η απορρόφηση της παλιάς και πεπαλαιωμένης πια Ένωσης Κέντρου, προσελκύοντας όχι μόνο τους «Αντρεϊκούς» του ’65, αλλά και τη μεγάλη μάζα των δημοκρατικών, πλην όμως όχι και τόσο ριζοσπαστών οπαδών της. Ήταν αναγκαίο συνεπώς να αρχίσει σταδιακά να στρογγυλεύει το δημόσιο λόγο του, φροντίζοντας όμως να διατηρείται εσωκομματικά η αριστερή φρασεολογία. Δεν συνάντησε καμία δυσκολία να το κάνει, αφού πρώτα φρόντισε βέβαια να εκκαθαρίσει το ΠΑΣΟΚ από όσους είχαν πάρει στα σοβαρά τις περί εσωκομματικής δημοκρατίας διακηρύξεις… Ο στόχος της απορρόφησης του κεντρώου χώρου επιτεύχθηκε στις εκλογές του 1977, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα της Βουλής με 25,34% και 93 βουλευτές ξεπερνώντας κατά πολύ την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γ. Μαύρου. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος μέχρι τη θριαμβευτική νίκη του 1981 με 48,ο7% ήταν ένας ξεκούραστος περίπατος…
Φως vs Σκότος
Δεν είναι εύκολο να συνοψισθούν σε μία κεντρική στρατηγική όλοι οι χειρισμοί και οι συγχρονισμένες με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία τακτικές του Αντρέα Παπαντρέου σε αυτή την επταετία που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Ωστόσο, αν παραμερίσει κανείς τα πέπλα του αριστερού λαϊκισμού και της άμετρης δημαγωγίας του, θα μπορέσει ίσως να διακρίνει ότι ο Αντρέας κατάφερε εν τέλει να βγει νικητής, μετατοπίζοντας σταδιακά το «γήπεδο» όπου δινόταν ο αγώνας από αυτό της Δεξιάς-Αριστεράς στο οποίο εμφανίστηκε αλλά δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, σε αυτό της Δεξιάς-Αντιδεξιάς στο οποίο κατέληξε επειδή εκεί μπορούσε να συσπειρώσει ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα υπό την ηγεμονία του.
Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφορές στη στάση της, η Αριστερά, παρακολούθησε με αμηχανία την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την κυβέρνηση. Αν εξαιρέσουμε τις ζωτικές δυνάμεις που σπαταλούσε στις ενδοαριστερές έριδες, τι θα μπορούσε να κάνει; Όσο κι αν ηγεμόνευε στα Πανεπιστήμια, στα «δυναμικά» συνδικάτα και στους χώρους της διανόησης και της τέχνης, όσο κι αν απολάμβανε το σεβασμό από μεγάλα τμήματα των Ελλήνων λόγω των αντιστασιακών της περγαμηνών, δεν έπαυε να είναι η ηττημένη του Εμφυλίου που την προηγούμενη δεκαετία μάλιστα, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, είχε προσφέρει εθελοντικά και άνευ όρων χείρα βοηθείας στην αντιδεξιά παράταξη. Τώρα, τα εκλογικά τουλάχιστον ποσοστά της ήταν ακόμα περισσότερο συρρικνωμένα και στη θέση της παλιάς Ένωσης Κέντρου είχε εμφανιστεί ένα κόμμα που στα λόγια τουλάχιστον και σε συμβολικό επίπεδο φαινόταν συχνά σαν μια αριστερά της Αριστεράς, όπως εύστοχα είχε πει στη Βουλή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Έτσι, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση το 1981, η Αριστερά τήρησε στάση ευνοϊκής ανοχής. Στις Δημοτικές εκλογές του 1982, προχώρησε σε εκτεταμένη συνεργασία μαζί του, για να ακούσει εμβρόντητη το βράδυ από τους εκφωνητές της εξ ολοκλήρου κρατικής ακόμα τηλεόρασης να την αναφέρουν ως «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». Το κατάπιε όμως θέλοντας και μη -ορισμένα τμήματά της περισσότερο θέλοντας, παρά μη. Γιατί, ενώ από τη μια η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «καπάκωνε» την Αριστερά, από την άλλη είχε ακολουθήσει φιλολαϊκή, αναδιανεμητική οικονομική πολιτική και επιπλέον είχε προχωρήσει στην κατάργηση όσων εμφυλιοπολεμικών νόμων ίσχυαν ακόμα με παράλληλη αναγνώριση της Εαμικής αντίστασης κατά τη Γερμανική κατοχή. Οι Έλληνες επιτέλους απελευθερώνονταν από το «φόβο του χωροφύλακα» και οι «κατσαπλιάδες του ΕΑΜ» αγκαλιάζονταν από την Ελληνική πολιτεία ως άξια τέκνα της Πατρίδας. Αυτές οι δύο αντιφατικές όψεις του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, μαζί βέβαια με τον αυτοπροσδιορισμό του ως αριστερού κόμματος, ήταν η βασική αιτία που καθιστούσαν για την Αριστερά εξαιρετικά περίπλοκο το ζήτημα της συνεργασίας μαζί του. Στην τρίτη του και πιο «ζόρικη» εμφάνιση με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ, το φάντασμα των συμμαχιών που κυνηγούσε την Αριστερά από τον Μεσοπόλεμο παρουσιαζόταν κυριολεκτικά δισυπόστατο! Τόσο, ώστε εκτός από αριστερούς ψηφοφόρους, άρχισε να μπερδεύει και στελέχη της Αριστεράς κυρίως από το χώρο του ΚΚΕεσ και της προδικτατορικής ΕΔΑ που στις εκλογές του 1985 προσχώρησαν επίσημα στο ΠΑΣΟΚ.
Η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) ξεκίνησε με ένα διετές πρόγραμμα λιτότητας που διευκόλυνε την Αριστερά να αρχίσει να παίρνει αποστάσεις, αν και στο ΚΚΕεσ εξακολουθούσε να υπάρχει ένα ευδιάκριτο ρεύμα υπέρ της συνεργασίας. Από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ το ζήτημα αντιμετωπιζόταν με τη δοκιμασμένη μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου… Η φθορά του όμως ήταν τόση που δεν μπορούσε να ανακοπεί με εισροές από τη δεξαμενή της Αριστεράς. Αντίθετα, ενισχύθηκε από το σκάνδαλο Κοσκωτά που σημάδεψε τις εκλογές του ’89.
Το «Μαύρο ’89» και το μαύρο ’91
Με έναν εκλογικό νόμο ειδικά σχεδιασμένο να αποτρέψει κυβέρνηση της ανερχόμενης ΝΔ, απαιτώντας πολύ μεγάλη πλειοψηφία από το πρώτο κόμμα για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η ΝΔ του Μητσοτάκη έμεινε στους 145 βουλευτές, αν και πήρε 44,3% των ψήφων. (Το ΠΑΣΟΚ είχε κυβερνήσει την προηγούμενη τετραετία με άνετη πλειοψηφία 161 βουλευτών, παρ’ όλο που το ποσοστό ψήφων του ήταν μόλις μεγαλύτερο: 45,8%). Έτσι προέκυψε η συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς με τη συμμετοχή του Συνασπισμού (ΚΚΕ και η πλειοψηφία του παλιού ΚΚΕεσ που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ελληνική Αριστερά) στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Το γεγονός ισοδυναμούσε με βόμβα μεγατόνων!
Ποιούς λόγους επικαλέστηκε ο τότε Συνασπισμός; Αν δεν σχηματιζόταν κυβέρνηση και γίνονταν νέες εκλογές το σκάνδαλο Κοσκωτά θα παραγραφόταν. Για το σκάνδαλο, ευθυνόταν το ΠΑΣΟΚ. Συνεπώς, δεν μπορούσε να συγκυβερνήσει με τους ενόχους. Άρα, τι έμενε;
Όλα αυτά ήταν αλήθεια. Αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και η εκτίμηση του Συνασπισμού πως παρουσιαζόταν μια καλή ευκαιρία να πάρει η Αριστερά τη ρεβάνς για όλη την πολύχρονη λεηλασία που είχε υποστεί από το ΠΑΣΟΚ μέσω του εκβιαστικού διλήμματος «ή μας ψηφίζετε ή έρχεται η Δεξιά». Εκτίμηση που εναρμονιζόταν άλλωστε με τα αισθήματα των οπαδών της…
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση του Συνασπισμού αποτέλεσε για το ΠΑΣΟΚ casus belli. Η Αριστερά καταγγέλθηκε σε όλους τους τόνους από σύσσωμο το ΠΑΣΟΚ για προδοσία του λαού. Σε πέντε όμως μήνες, στις επόμενες εκλογές τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, όπου και πάλι η ΝΔ δεν μπόρεσε να αποκτήσει αυτοδυναμία, ενέδωσε και το ίδιο σ’ αυτή την «προδοσία» συμμετέχοντας στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμός)! Η περιπετειώδης αυτή περίοδος έληξε με νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1990 που -επιτέλους!- έδωσε στον Μητσοτάκη την πολυπόθητη αυτοδυναμία, έστω κι αν χρειάστηκαν κάποιοι τελευταίοι, «επιδέξιοι» χειρισμοί για να εξασφαλιστεί ο 151ος βουλευτής…
Ανεξάρτητα από όλα όσα ειπώθηκαν εκείνους τους μήνες, αλήθειες, ψέματα , προσχήματα ή οι μισές εκδοχές τους, η απόφαση του Συνασπισμού που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικά συγκροτημένης Αριστεράς, μάλλον έβλαψε παρά ωφέλησε. Συσπείρωσε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ εναντίον της και τροφοδότησε για χρόνια την Πασοκική προπαγάνδα. Το χειρότερο: Έστω και βραχυπρόθεσμα αδυνάτισε το δυνατό της «χαρτί», αυτό δηλαδή της καταγγελίας του ΠΑΣΟΚ για τις δεξιές πολιτικές που αργότερα, όταν εκείνο επανήλθε στην κυβέρνηση, ακολούθησε.
Μεσολάβησαν τα 3,5 χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και βέβαια, μεσολάβησε το κοσμοϊστορικό γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο από ακριβώς αντίθετη άποψη σε σύγκριση με τις 10 μέρες που τον είχαν συγκλονίσει τον μακρινό Οκτώβρη του 1917: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τον Αύγουστο του 1991!
Μοιραία, στις εκλογές του 1993 η Αριστερά έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Το ΚΚΕ, που στο μεταξύ είχε αποχωρήσει (1991) από τον Συνασπισμό χωρίς να αποφύγει μια ακόμα μεγάλη διάσπαση μετά αυτήν του 1968, κατρακύλησε σε προπολεμικά ποσοστά (4,54%)! Ο δε Συνασπισμός δεν μπήκε καν στη Βουλή αφού δεν κατάφερε να «πιάσει» το όριο του 3%. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεφε θριαμβευτικά και ο Αντρέας Παπανδρέου, αν και με κλονισμένη ανεπανόρθωτα υγεία, έπαιρνε τη ρεβάνς!
Η «Κεντροαριστερά» εκσυγχρονίζεται
Αυτό συνέβη στα χρόνια των κυβερνήσεων του Σημίτη, μετά τον θάνατο του Α. Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1996. Ο εκσυγχρονισμός κατέστη το ελκυστικό για πολλούς Έλληνες όραμα που θα έβγαζε την Ελλάδα από τη «βαλκανική» της καθυστέρηση. Παρά τις θυσίες που αυτό το όραμα απαιτούσε από τον λαό, ένα τμήμα της Αριστεράς γοητεύθηκε και σχεδόν (κάποιοι τελείως!) συμπαρατάχθηκε με την Σημιτική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ. Γι αυτό το τμήμα της Αριστεράς, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε ταυτόχρονα και την οριστική νίκη του καπιταλισμού. Πριν από χρόνια, αυτό το ίδιο τμήμα είχε στηρίξει τον Αντρέα, έστω και διακριτικά, βοηθώντας τον να βάλει τη Δεξιά «στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας». Τώρα στήριζε τον Σημίτη για να βάλει την ίδια την Αριστερά σ’ αυτό το χρονοντούλαπο…
Το ΚΚΕ είχε βγάλει τα σωστά διδάγματα ήδη από τη δεύτερη κυβέρνηση Παπανδρέου το 1985 και από τότε φρόντιζε επιμελώς να παίρνει τις αποστάσεις ασφαλείας. Εκείνοι που δεν είχαν βγάλει τα σωστά συμπεράσματα ήταν οι προερχόμενοι από τη δεξιά πτέρυγα του παλιού ΚΚΕεσ. που είχαν ενταχθεί στον αρχικό ενιαίο Συνασπισμό και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι ενταγμένοι σ’ αυτόν. Βέβαια, υπάρχουν και μερικές «απουσίες». Ουκ ολίγα στελέχη με αυτές τις απόψεις έχουν προσχωρήσει κατά καιρούς «εν χορδαίς και οργάνοις» στο ΠΑΣΟΚ. Μεταξύ τους και η «Μαρία του Πολυτεχνείου», η Μαρία Δαμανάκη, Πρόεδρος του Συνασπισμού από το 1989 μέχρι το 1993!
Με τέτοιου τύπου δομικά προβλήματα που καταλήγουν σε υπαρξιακά προβλήματα πολιτικής ταυτότητας δεν είναι να απορεί κανείς με την καχεξία του Συνασπισμού. Σε δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις (2000 και 2004) μπήκε στη Βουλή κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα (και με λίγη βοήθεια από πιο αριστερούς φίλους: της ΑΚΟΑ αρχικά και του ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν). Στις εκλογές του 2007, αφού είχε πραγματοποιήσει μία εντυπωσιακή (για το χώρο) στροφή επ’ αριστερά, ήταν η πρώτη φορά που τα στελέχη του δεν ξενύχτισαν με τα υπογλώσσια στην τσέπη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο χωρίς το ενωτικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στις σημερινές εκλογές φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να μη ξεπεράσει το 3%. Για μετά τις εκλογές όμως, όταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ξεκαθαριστούν οι μεγάλες εκκρεμότητες με την Ανανεωτική και σταθερά φιλοπασοκική πτέρυγα που υπονομεύει ανοιχτά πια το εγχείρημα, τα πάντα είναι «ανοιχτά». Και στα «πάντα», συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η ίδια του η ύπαρξη. Τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή…
Επίμετρο
Γράφεται και λέγεται συχνά: «Οι συνεργασίες είναι εγγεγραμμένες στο DNA της Αριστεράς». Σωστό αλλά λειψό. Το θέμα των συνεργασιών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ενιαία και ανεξάρτητα από τα πεδία στα οποία προκύπτει.
Στο κοινωνικό πεδίο, ναι, η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεργασίες. Από τη στιγμή που αγωνίζεται να αλλάξει την κοινωνία με τη συγκατάθεση και τη συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας, είναι υποχρεωμένη να υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Όπως αυτή είναι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή.
Στο πολιτικό πεδίο και ιδίως σε γενικό πολιτικό επίπεδο, όπου, αφ’ ενός η συμπύκνωση του κοινωνικού προκύπτει μέσα από άπειρες διαμεσολαβήσεις και επηρεασμούς και αφ’ ετέρου, οι συνεργασίες αυτές καθ’ εαυτές έχουν έντονο συμβολικό φορτίο το οποίο επίσης φτάνει στην κοινωνία διαμεσολαβημένο, πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο όταν, εκτός από το βραχυπρόθεσμο όφελος που καθιστά συμφέρουσα τη συνεργασία, προκύπτει και στρατηγικό ή, στη χειρότερη περίπτωση, αυτό δεν βλάπτεται. Είναι δε αυτονόητο, ότι, τόσο ο συσχετισμός ισχύος μεταξύ των συνεργαζομένων, όσο και η διατήρηση των ορίων μεταξύ τους αποτελούν κρίσιμο παράγοντα της επιτυχημένης συνεργασίας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, στη μεγάλη αναδρομή που κάναμε (αλλά απειροελάχιστη για την πλήρη ανάλυση τέτοιων ιστορικών και καθοριστικών γεγονότων) δεν είναι και πολύ δύσκολο να δει κανείς ότι η αποπειραθείσα συνεργασία με τους Φιλελεύθερους του Σοφούλη στον Μεσοπόλεμο ήταν επιβεβλημένη μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας Μεταξά. Αντίστροφα, ποιο ήταν το όφελος της Αριστεράς όταν η ΕΔΑ δεν κατέβαζε υποψήφιους σε 24 περιφέρειες για να βοηθήσει τη νίκη της Ένωσης Κέντρου, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν;
Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, ορθώς η Αριστερά στήριξε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία του το 1981. Τι νόημα όμως είχε μία τέτοια στήριξη όταν αυτό άρχισε να παίρνει πίσω με το δεξί χέρι όσα είχε δώσει με το αριστερό; Και τι νόημα είχε το «φλερτ» με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ που απέρριπτε ένα μεγάλο μέρος από τους ίδιους τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ;
Και τώρα, που φεύγει ήδη και η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Μα τώρα που φεύγει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχει ήδη πέσει προ πολλού και το τελευταίο φύλλο συκής από την τέως σοσιαλδημοκρατία. Για την Αριστερά ανοίγονται μεγάλες προοπτικές για να παίξει τον δικό της ρόλο.
Εκτός κι αν οι φιλοδοξίες της σταματούν στην ανάληψη του ρόλου αυτού του χαμένου, τελευταίου φύλλου συκής…
ΠΗΓΕΣ:
Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Εκδόσεις «Θεμέλιο».
Συλλογικό: «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
Σ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», Εκδόσεις «Παπαζήση».
Θ.Χατζηπαντελή, Ι. Ανδρεάδη: «Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων προς την Ένωση Κέντρου στις βουλευτικές εκλογές του 1963 και του 1964», «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης», τ.29/2007.
Εφημερίδες: «Αυγή», «Ριζοσπάστης».
Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας έφερε μαζί και την αποκατάσταση της Αριστεράς και μάλιστα εν δόξη και τιμή, αφού της αναγνωριζόταν καθολικά η γενναία αντίσταση κατά της Χούντας. Για πρώτη φορά μετά το 1947 τα σφυροδρέπανα μπορούσαν να κυματίζουν ελεύθερα και νόμιμα σε μπαλκόνια και δρόμους. Μόνο που τώρα τα σφυροδρέπανα δεν εμφανιζόντουσαν όλα μαζί, αλλά χωρισμένα σε τρία ευδιάκριτα και ξεχωριστά «μπλοκ»: Το «ορθόδοξο» του ΚΚΕ, το «ανανεωτικό» του ΚΚΕεσ. που «σχεδιάστηκε» μετά τη διάσπαση του 1968 και το «αυθεντικό» των Μαοϊκών, της νέας κομμουνιστικής γενιάς, «καρπού» της Μεγάλης Πολιτιστικής Επανάστασης του προέδρου Μάο, του Γαλλικού Μάη αλλά και της Άνοιξης της Πράγας. Καθώς αυτά τα τρία μπλοκς ήταν πολύ απασχολημένα να υποβλέπουν και να μάχονται με νύχια και με δόντια το ένα τα άλλα δύο για την ιδεολογική πρωτοκαθεδρία μέσα στο χώρο της Αριστεράς, δεν πρόσεξαν ότι για πρώτη φορά κάποιος ξένος είχε βάλει πόδι στο «οικόπεδό» τους. Για την ακρίβεια το πρόσεξαν, αλλά δεν του έδωσαν και πολύ σημασία.
Στις δεκαοκτώ, σοσιαλισμό!
Ο ξένος αυτός δεν ήταν βέβαια άλλος από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν όμως ένας περίεργος ξένος, αφού φορούσε τα ρούχα της Αριστεράς, έστω και σε πράσινη απόχρωση: Το ΠΑΣΟΚ οργανώθηκε στα πρότυπα των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς με Οργανώσεις Βάσης σε όλη την Ελλάδα στα γραφεία των οποίων μπορούσε να δει κανείς σε κορνίζες όλο το πάνθεο των Πατέρων της Κομμουνιστικής Θεολογίας, μηδέ του Στάλιν εξαιρουμένου! Ο χαρισματικός αρχηγός του, δημοφιλής ήδη από τα χρόνια της Ένωσης Κέντρου, μιλούσε για σοσιαλισμό με πιο θερμά λόγια από το ΚΚΕ ή το Μαοϊκό ΕΚΚΕ και δεν δίσταζε να καταγγέλλει ανελέητα τη Δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για ταξική προδοσία. Επιπλέον -και ίσως το πιο καταλυτικό για τη μετέπειτα πορεία του- ενέτασσε όλη αυτή τη συνθηματολογία κάτω από το αίτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας από κάθε ιμπεριαλιστικό (ή αντιιμπεριαλιστικό) κέντρο. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα του 1974, που είχε ταυτίσει τη Χούντα με τους Αμερικάνους και άκουγε από τον Εμφύλιο και μετά με μεθόδους παρόμοιες της υπνοπαιδείας, ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν παρά πράκτορες της Μόσχας, αυτό (σε συνδυασμό μάλιστα με τις πρόσφατες ακόμα μνήμες της Τσεχοσλοβακίας του 1968) ήταν πραγματικό υπερόπλο!
Έτσι το ΠΑΣΟΚ απέκτησε την πρώτη κρίσιμη μάζα οπαδών που ήδη από τις πρώτες εκλογές του 1974 (θριαμβευτής ο Καραμανλής με 54,37% για τη Νέα Δημοκρατία) ξεπέρασε σε όγκο τις δυνάμεις της Αριστεράς: 13,58% έναντι 9,47% της Αριστεράς.
Αυτή η κρίσιμη μάζα ήταν αρκετή για να ξεκινήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου την πορεία του προς την κυβερνητική εξουσία. Γιατί διακατεχόταν από το αριστερό πνεύμα της εποχής, άρα ήταν ένας σκληρός πυρήνας που επιπλέον του επέτρεπε να διεμβολίζει επί μονίμου βάσηςτην Αριστερά, μη επιτρέποντάς της να μετατρέψει το ηθικό της πλεονέκτημα σε πολιτική επιρροή. Με ασφαλισμένο το αριστερό πλευρό του στράφηκε προς το δεξιό. Το πρώτο μέλημα ήταν η απορρόφηση της παλιάς και πεπαλαιωμένης πια Ένωσης Κέντρου, προσελκύοντας όχι μόνο τους «Αντρεϊκούς» του ’65, αλλά και τη μεγάλη μάζα των δημοκρατικών, πλην όμως όχι και τόσο ριζοσπαστών οπαδών της. Ήταν αναγκαίο συνεπώς να αρχίσει σταδιακά να στρογγυλεύει το δημόσιο λόγο του, φροντίζοντας όμως να διατηρείται εσωκομματικά η αριστερή φρασεολογία. Δεν συνάντησε καμία δυσκολία να το κάνει, αφού πρώτα φρόντισε βέβαια να εκκαθαρίσει το ΠΑΣΟΚ από όσους είχαν πάρει στα σοβαρά τις περί εσωκομματικής δημοκρατίας διακηρύξεις… Ο στόχος της απορρόφησης του κεντρώου χώρου επιτεύχθηκε στις εκλογές του 1977, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα της Βουλής με 25,34% και 93 βουλευτές ξεπερνώντας κατά πολύ την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γ. Μαύρου. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος μέχρι τη θριαμβευτική νίκη του 1981 με 48,ο7% ήταν ένας ξεκούραστος περίπατος…
Φως vs Σκότος
Δεν είναι εύκολο να συνοψισθούν σε μία κεντρική στρατηγική όλοι οι χειρισμοί και οι συγχρονισμένες με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία τακτικές του Αντρέα Παπαντρέου σε αυτή την επταετία που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Ωστόσο, αν παραμερίσει κανείς τα πέπλα του αριστερού λαϊκισμού και της άμετρης δημαγωγίας του, θα μπορέσει ίσως να διακρίνει ότι ο Αντρέας κατάφερε εν τέλει να βγει νικητής, μετατοπίζοντας σταδιακά το «γήπεδο» όπου δινόταν ο αγώνας από αυτό της Δεξιάς-Αριστεράς στο οποίο εμφανίστηκε αλλά δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, σε αυτό της Δεξιάς-Αντιδεξιάς στο οποίο κατέληξε επειδή εκεί μπορούσε να συσπειρώσει ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα υπό την ηγεμονία του.
Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφορές στη στάση της, η Αριστερά, παρακολούθησε με αμηχανία την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την κυβέρνηση. Αν εξαιρέσουμε τις ζωτικές δυνάμεις που σπαταλούσε στις ενδοαριστερές έριδες, τι θα μπορούσε να κάνει; Όσο κι αν ηγεμόνευε στα Πανεπιστήμια, στα «δυναμικά» συνδικάτα και στους χώρους της διανόησης και της τέχνης, όσο κι αν απολάμβανε το σεβασμό από μεγάλα τμήματα των Ελλήνων λόγω των αντιστασιακών της περγαμηνών, δεν έπαυε να είναι η ηττημένη του Εμφυλίου που την προηγούμενη δεκαετία μάλιστα, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, είχε προσφέρει εθελοντικά και άνευ όρων χείρα βοηθείας στην αντιδεξιά παράταξη. Τώρα, τα εκλογικά τουλάχιστον ποσοστά της ήταν ακόμα περισσότερο συρρικνωμένα και στη θέση της παλιάς Ένωσης Κέντρου είχε εμφανιστεί ένα κόμμα που στα λόγια τουλάχιστον και σε συμβολικό επίπεδο φαινόταν συχνά σαν μια αριστερά της Αριστεράς, όπως εύστοχα είχε πει στη Βουλή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Έτσι, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση το 1981, η Αριστερά τήρησε στάση ευνοϊκής ανοχής. Στις Δημοτικές εκλογές του 1982, προχώρησε σε εκτεταμένη συνεργασία μαζί του, για να ακούσει εμβρόντητη το βράδυ από τους εκφωνητές της εξ ολοκλήρου κρατικής ακόμα τηλεόρασης να την αναφέρουν ως «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». Το κατάπιε όμως θέλοντας και μη -ορισμένα τμήματά της περισσότερο θέλοντας, παρά μη. Γιατί, ενώ από τη μια η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «καπάκωνε» την Αριστερά, από την άλλη είχε ακολουθήσει φιλολαϊκή, αναδιανεμητική οικονομική πολιτική και επιπλέον είχε προχωρήσει στην κατάργηση όσων εμφυλιοπολεμικών νόμων ίσχυαν ακόμα με παράλληλη αναγνώριση της Εαμικής αντίστασης κατά τη Γερμανική κατοχή. Οι Έλληνες επιτέλους απελευθερώνονταν από το «φόβο του χωροφύλακα» και οι «κατσαπλιάδες του ΕΑΜ» αγκαλιάζονταν από την Ελληνική πολιτεία ως άξια τέκνα της Πατρίδας. Αυτές οι δύο αντιφατικές όψεις του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, μαζί βέβαια με τον αυτοπροσδιορισμό του ως αριστερού κόμματος, ήταν η βασική αιτία που καθιστούσαν για την Αριστερά εξαιρετικά περίπλοκο το ζήτημα της συνεργασίας μαζί του. Στην τρίτη του και πιο «ζόρικη» εμφάνιση με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ, το φάντασμα των συμμαχιών που κυνηγούσε την Αριστερά από τον Μεσοπόλεμο παρουσιαζόταν κυριολεκτικά δισυπόστατο! Τόσο, ώστε εκτός από αριστερούς ψηφοφόρους, άρχισε να μπερδεύει και στελέχη της Αριστεράς κυρίως από το χώρο του ΚΚΕεσ και της προδικτατορικής ΕΔΑ που στις εκλογές του 1985 προσχώρησαν επίσημα στο ΠΑΣΟΚ.
Η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) ξεκίνησε με ένα διετές πρόγραμμα λιτότητας που διευκόλυνε την Αριστερά να αρχίσει να παίρνει αποστάσεις, αν και στο ΚΚΕεσ εξακολουθούσε να υπάρχει ένα ευδιάκριτο ρεύμα υπέρ της συνεργασίας. Από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ το ζήτημα αντιμετωπιζόταν με τη δοκιμασμένη μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου… Η φθορά του όμως ήταν τόση που δεν μπορούσε να ανακοπεί με εισροές από τη δεξαμενή της Αριστεράς. Αντίθετα, ενισχύθηκε από το σκάνδαλο Κοσκωτά που σημάδεψε τις εκλογές του ’89.
Το «Μαύρο ’89» και το μαύρο ’91
Με έναν εκλογικό νόμο ειδικά σχεδιασμένο να αποτρέψει κυβέρνηση της ανερχόμενης ΝΔ, απαιτώντας πολύ μεγάλη πλειοψηφία από το πρώτο κόμμα για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η ΝΔ του Μητσοτάκη έμεινε στους 145 βουλευτές, αν και πήρε 44,3% των ψήφων. (Το ΠΑΣΟΚ είχε κυβερνήσει την προηγούμενη τετραετία με άνετη πλειοψηφία 161 βουλευτών, παρ’ όλο που το ποσοστό ψήφων του ήταν μόλις μεγαλύτερο: 45,8%). Έτσι προέκυψε η συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς με τη συμμετοχή του Συνασπισμού (ΚΚΕ και η πλειοψηφία του παλιού ΚΚΕεσ που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ελληνική Αριστερά) στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Το γεγονός ισοδυναμούσε με βόμβα μεγατόνων!
Ποιούς λόγους επικαλέστηκε ο τότε Συνασπισμός; Αν δεν σχηματιζόταν κυβέρνηση και γίνονταν νέες εκλογές το σκάνδαλο Κοσκωτά θα παραγραφόταν. Για το σκάνδαλο, ευθυνόταν το ΠΑΣΟΚ. Συνεπώς, δεν μπορούσε να συγκυβερνήσει με τους ενόχους. Άρα, τι έμενε;
Όλα αυτά ήταν αλήθεια. Αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και η εκτίμηση του Συνασπισμού πως παρουσιαζόταν μια καλή ευκαιρία να πάρει η Αριστερά τη ρεβάνς για όλη την πολύχρονη λεηλασία που είχε υποστεί από το ΠΑΣΟΚ μέσω του εκβιαστικού διλήμματος «ή μας ψηφίζετε ή έρχεται η Δεξιά». Εκτίμηση που εναρμονιζόταν άλλωστε με τα αισθήματα των οπαδών της…
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση του Συνασπισμού αποτέλεσε για το ΠΑΣΟΚ casus belli. Η Αριστερά καταγγέλθηκε σε όλους τους τόνους από σύσσωμο το ΠΑΣΟΚ για προδοσία του λαού. Σε πέντε όμως μήνες, στις επόμενες εκλογές τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, όπου και πάλι η ΝΔ δεν μπόρεσε να αποκτήσει αυτοδυναμία, ενέδωσε και το ίδιο σ’ αυτή την «προδοσία» συμμετέχοντας στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμός)! Η περιπετειώδης αυτή περίοδος έληξε με νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1990 που -επιτέλους!- έδωσε στον Μητσοτάκη την πολυπόθητη αυτοδυναμία, έστω κι αν χρειάστηκαν κάποιοι τελευταίοι, «επιδέξιοι» χειρισμοί για να εξασφαλιστεί ο 151ος βουλευτής…
Ανεξάρτητα από όλα όσα ειπώθηκαν εκείνους τους μήνες, αλήθειες, ψέματα , προσχήματα ή οι μισές εκδοχές τους, η απόφαση του Συνασπισμού που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικά συγκροτημένης Αριστεράς, μάλλον έβλαψε παρά ωφέλησε. Συσπείρωσε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ εναντίον της και τροφοδότησε για χρόνια την Πασοκική προπαγάνδα. Το χειρότερο: Έστω και βραχυπρόθεσμα αδυνάτισε το δυνατό της «χαρτί», αυτό δηλαδή της καταγγελίας του ΠΑΣΟΚ για τις δεξιές πολιτικές που αργότερα, όταν εκείνο επανήλθε στην κυβέρνηση, ακολούθησε.
Μεσολάβησαν τα 3,5 χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και βέβαια, μεσολάβησε το κοσμοϊστορικό γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο από ακριβώς αντίθετη άποψη σε σύγκριση με τις 10 μέρες που τον είχαν συγκλονίσει τον μακρινό Οκτώβρη του 1917: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τον Αύγουστο του 1991!
Μοιραία, στις εκλογές του 1993 η Αριστερά έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Το ΚΚΕ, που στο μεταξύ είχε αποχωρήσει (1991) από τον Συνασπισμό χωρίς να αποφύγει μια ακόμα μεγάλη διάσπαση μετά αυτήν του 1968, κατρακύλησε σε προπολεμικά ποσοστά (4,54%)! Ο δε Συνασπισμός δεν μπήκε καν στη Βουλή αφού δεν κατάφερε να «πιάσει» το όριο του 3%. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεφε θριαμβευτικά και ο Αντρέας Παπανδρέου, αν και με κλονισμένη ανεπανόρθωτα υγεία, έπαιρνε τη ρεβάνς!
Η «Κεντροαριστερά» εκσυγχρονίζεται
Αυτό συνέβη στα χρόνια των κυβερνήσεων του Σημίτη, μετά τον θάνατο του Α. Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1996. Ο εκσυγχρονισμός κατέστη το ελκυστικό για πολλούς Έλληνες όραμα που θα έβγαζε την Ελλάδα από τη «βαλκανική» της καθυστέρηση. Παρά τις θυσίες που αυτό το όραμα απαιτούσε από τον λαό, ένα τμήμα της Αριστεράς γοητεύθηκε και σχεδόν (κάποιοι τελείως!) συμπαρατάχθηκε με την Σημιτική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ. Γι αυτό το τμήμα της Αριστεράς, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε ταυτόχρονα και την οριστική νίκη του καπιταλισμού. Πριν από χρόνια, αυτό το ίδιο τμήμα είχε στηρίξει τον Αντρέα, έστω και διακριτικά, βοηθώντας τον να βάλει τη Δεξιά «στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας». Τώρα στήριζε τον Σημίτη για να βάλει την ίδια την Αριστερά σ’ αυτό το χρονοντούλαπο…
Το ΚΚΕ είχε βγάλει τα σωστά διδάγματα ήδη από τη δεύτερη κυβέρνηση Παπανδρέου το 1985 και από τότε φρόντιζε επιμελώς να παίρνει τις αποστάσεις ασφαλείας. Εκείνοι που δεν είχαν βγάλει τα σωστά συμπεράσματα ήταν οι προερχόμενοι από τη δεξιά πτέρυγα του παλιού ΚΚΕεσ. που είχαν ενταχθεί στον αρχικό ενιαίο Συνασπισμό και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι ενταγμένοι σ’ αυτόν. Βέβαια, υπάρχουν και μερικές «απουσίες». Ουκ ολίγα στελέχη με αυτές τις απόψεις έχουν προσχωρήσει κατά καιρούς «εν χορδαίς και οργάνοις» στο ΠΑΣΟΚ. Μεταξύ τους και η «Μαρία του Πολυτεχνείου», η Μαρία Δαμανάκη, Πρόεδρος του Συνασπισμού από το 1989 μέχρι το 1993!
Με τέτοιου τύπου δομικά προβλήματα που καταλήγουν σε υπαρξιακά προβλήματα πολιτικής ταυτότητας δεν είναι να απορεί κανείς με την καχεξία του Συνασπισμού. Σε δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις (2000 και 2004) μπήκε στη Βουλή κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα (και με λίγη βοήθεια από πιο αριστερούς φίλους: της ΑΚΟΑ αρχικά και του ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν). Στις εκλογές του 2007, αφού είχε πραγματοποιήσει μία εντυπωσιακή (για το χώρο) στροφή επ’ αριστερά, ήταν η πρώτη φορά που τα στελέχη του δεν ξενύχτισαν με τα υπογλώσσια στην τσέπη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο χωρίς το ενωτικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στις σημερινές εκλογές φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να μη ξεπεράσει το 3%. Για μετά τις εκλογές όμως, όταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ξεκαθαριστούν οι μεγάλες εκκρεμότητες με την Ανανεωτική και σταθερά φιλοπασοκική πτέρυγα που υπονομεύει ανοιχτά πια το εγχείρημα, τα πάντα είναι «ανοιχτά». Και στα «πάντα», συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η ίδια του η ύπαρξη. Τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή…
Επίμετρο
Γράφεται και λέγεται συχνά: «Οι συνεργασίες είναι εγγεγραμμένες στο DNA της Αριστεράς». Σωστό αλλά λειψό. Το θέμα των συνεργασιών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ενιαία και ανεξάρτητα από τα πεδία στα οποία προκύπτει.
Στο κοινωνικό πεδίο, ναι, η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεργασίες. Από τη στιγμή που αγωνίζεται να αλλάξει την κοινωνία με τη συγκατάθεση και τη συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας, είναι υποχρεωμένη να υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Όπως αυτή είναι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή.
Στο πολιτικό πεδίο και ιδίως σε γενικό πολιτικό επίπεδο, όπου, αφ’ ενός η συμπύκνωση του κοινωνικού προκύπτει μέσα από άπειρες διαμεσολαβήσεις και επηρεασμούς και αφ’ ετέρου, οι συνεργασίες αυτές καθ’ εαυτές έχουν έντονο συμβολικό φορτίο το οποίο επίσης φτάνει στην κοινωνία διαμεσολαβημένο, πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο όταν, εκτός από το βραχυπρόθεσμο όφελος που καθιστά συμφέρουσα τη συνεργασία, προκύπτει και στρατηγικό ή, στη χειρότερη περίπτωση, αυτό δεν βλάπτεται. Είναι δε αυτονόητο, ότι, τόσο ο συσχετισμός ισχύος μεταξύ των συνεργαζομένων, όσο και η διατήρηση των ορίων μεταξύ τους αποτελούν κρίσιμο παράγοντα της επιτυχημένης συνεργασίας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, στη μεγάλη αναδρομή που κάναμε (αλλά απειροελάχιστη για την πλήρη ανάλυση τέτοιων ιστορικών και καθοριστικών γεγονότων) δεν είναι και πολύ δύσκολο να δει κανείς ότι η αποπειραθείσα συνεργασία με τους Φιλελεύθερους του Σοφούλη στον Μεσοπόλεμο ήταν επιβεβλημένη μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας Μεταξά. Αντίστροφα, ποιο ήταν το όφελος της Αριστεράς όταν η ΕΔΑ δεν κατέβαζε υποψήφιους σε 24 περιφέρειες για να βοηθήσει τη νίκη της Ένωσης Κέντρου, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν;
Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, ορθώς η Αριστερά στήριξε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία του το 1981. Τι νόημα όμως είχε μία τέτοια στήριξη όταν αυτό άρχισε να παίρνει πίσω με το δεξί χέρι όσα είχε δώσει με το αριστερό; Και τι νόημα είχε το «φλερτ» με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ που απέρριπτε ένα μεγάλο μέρος από τους ίδιους τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ;
Και τώρα, που φεύγει ήδη και η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Μα τώρα που φεύγει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχει ήδη πέσει προ πολλού και το τελευταίο φύλλο συκής από την τέως σοσιαλδημοκρατία. Για την Αριστερά ανοίγονται μεγάλες προοπτικές για να παίξει τον δικό της ρόλο.
Εκτός κι αν οι φιλοδοξίες της σταματούν στην ανάληψη του ρόλου αυτού του χαμένου, τελευταίου φύλλου συκής…
ΠΗΓΕΣ:
Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Εκδόσεις «Θεμέλιο».
Συλλογικό: «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
Σ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», Εκδόσεις «Παπαζήση».
Θ.Χατζηπαντελή, Ι. Ανδρεάδη: «Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων προς την Ένωση Κέντρου στις βουλευτικές εκλογές του 1963 και του 1964», «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης», τ.29/2007.
Εφημερίδες: «Αυγή», «Ριζοσπάστης».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)