Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012
Για την ολοκαίνουργια χρονιά που έρχεται, η υπενθύμιση ενός παμπάλαιου διλήμματος που ήταν πάντα εδώ...
Πόσο
παλιού; 97 ετών. 97 ετών από την επίσημη διατύπωσή του δια χειρός μιας από τις δικές μας Άγιες, διευκρινίζουμε. Γιατί, σύμφωνα με κάποιους,
η ιδέα, έστω και ανεπεξέργαστη ή με άλλες διατυπώσεις και μορφές, υπάρχει εδώ
και αιώνες. Ίσως και πριν από το έτος 0 των χριστιανών. Θυμηθείτε λοιπόν πως
για το 2013,
όπως άλλωστε
και
για το 1916,
το 1917,
το 1918,
το 1919,
το 1920,
το 1921,
το 1922,
το 1923,
το 1924,
το 1925,
το 1926,
το 1927,
το 1928,
το 1929,
το 1930,
το 1931,
το 1932,
το 1933,
το 1934,
το 1935,
το 1936,
το 1937,
το 1938,
το 1939,
το 1940,
το 1941,
το 1942,
το 1943,
το 1944,
το 1945,
το 1946,
το 1947,
το 1948,
το 1949,
το 1950,
το 1951,
το 1952,
το 1953,
το 1954,
το 1955,
το 1956,
το 1957,
το 1958,
το 1959,
το 1960,
το 1961,
το 1962,
το 1963,
το 1964,
το 1965,
το 1966,
το 1967,
το 1968,
το 1969,
το 1970,
το 1971,
το 1972,
το 1973,
το 1974,
το 1975,
το 1976,
το 1977,
το 1978,
το 1979,
το 1980,
το 1981,
το 1982,
το 1983,
το 1984,
το 1985,
το 1986,
το 1987,
το 1988,
το 1989,
το 1990,
το 1991,
το 1992,
το 1993,
το 1994,
το 1995,
το 1996,
το 1997,
το 1998,
το 1999,
το 2000,
το 2001,
το 2002,
το 2003,
το 2004,
το 2005,
το 2006,
το 2007,
το 2008,
το 2009,
το 2010,
το 2011,
το 2012,
ισχύει και παραμένει σε εκκρεμότητα
το παλιό αυτό δίλημμα. Εκείνο που πολλοί το έχουν εκμεταλλευτεί με τον πιο
αναίσχυντο τρόπο, άλλοι το έχουν διαστρεβλώσει, άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν έχει
πλέον κανένα νόημα γιατί έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα, κι άλλοι το έχουν
απωθήσει στο πίσω-πίσω μέρος τού μυαλού τους μέσα από αφελείς εκλογικεύσεις και
μάταιες αυταπάτες.
Το
ξέρετε. Μην κάνετε πως δεν το ξέρετε.
Ε,
απαντήστε το ντε!
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
Καλή Χρονιά!
Στην
εικόνα, σχέδιο του Don Kobasky. Από το xaxor.com.
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012
Στη ‘‘μεσαία τάξη’’. Με άπειρη κατανόηση για τα πάθη της. Και με απέραντη περιφρόνηση για τον ατομικιστικό αυτισμό της...
Είναι
ένα από τα εφηβικά μου λογοτεχνικά διαβάσματα. Το οφείλω —μαζί με κάμποσα
ακόμα— σε μία παιδική φίλη τής μητέρας μου. Βρίσκεται σε ένα από τα πολλά
εξαιρετικά καλαίσθητα βιβλιαράκια τής σειράς τού Κέδρου με τον γενικό τίτλο «Η νεοελληνική λογοτεχνία εικονογραφημένη» (κλασικά, σύντομα πεζογραφήματα, διανθισμένα από ζωγραφιές διαφόρων σύγχρονων
Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών). Πρόκειται για ένα πολύ μικρό διήγημα του
Μάριου Χάκκα.[***] Απολαύστε το. Και, προ πάντων,
νιώστε το...
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
Ο ΜΠΙΝΤΕΣ
ΕΙΧΑΜΕ ΦΑΓΩΘΕΙ ΜΕΣΑ
ΜΑΣ
χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα
πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια,
νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράποντα, είχανε
παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το
ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα για πρώτη
φορά στην Αθήνα από την επαρχία και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε
βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια
κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ
που έβρεχε και μ’ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τα ’κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού
τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τούς έβαλα, πηγαίνοντας πρωί
πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση τού δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια
πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν
το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει
και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα
που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας
κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε
είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει σπίτι.
Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Την παντρεύτηκα
κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε,
αυτός είναι ο προορισμός τού ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’
αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος,
είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές
αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα
μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας χτίσαμε
κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή
γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ
καθυστερήσαμε. Στο βάθος τής αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη
λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή
άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα
τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το
Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι
γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού
ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ,
σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που
πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα
που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή τής γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα
πότιζα. Κατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός
ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν
επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θα ’ρθει και της τουαλέτας
η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται
κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι
άλλωστε, τι ήτανε πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά τού γαϊδάρου. Κι όπως όλα
τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν
όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να
σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο
σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο,
όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ’ άλλα είδη δε με πειράξανε.
Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε
τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα
και τ’ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου
για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ’να
μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια
βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό
ρόγχο, τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι
όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου,
έτσι, μια ζωή – ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά.
Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες πού σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι
ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ
μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι
χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και
νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και
σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι
χρόνια μού κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στημμένο λεμόνι,
σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το
καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο τής
πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’
τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλάτς σκέπαζε κάθε άλλη βοή.
Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’
έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν,
πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού,
χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
[***] Αντιγράφω
από το ‘‘αυτί’’ τού βιβλίου (προσθέτοντας μόνο εκ προοιμίου ότι ο Χάκκας υπήρξε
ανθρώπινα και βαθιά αριστερός από τα εφηβικά του χρόνια μέχρι το τέλος τής
σύντομης ζωής του):
Γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και πέθανε στην
Αθήνα το 1972, ύστερα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Η λογοτεχνική παρουσία τού Χάκκα διήρκεσε επτά μόνο χρόνια.
Αρχικά δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Όμορφο
καλοκαίρι (1965), την οποία ακολουθεί η πρώτη του συλλογή διηγημάτων: Ο τυφεκιοφόρος τού εχθρού (1966).
Επόμενος σταθμός: Ο μπιντές και άλλες
ιστορίες (1970), το βιβλίο που, με το οξύτατο διαβρωτικό ύφος και την
τρυφερότατη λυρική διάθεση, τον επέβαλε ξαφνικά ως έναν από τους πιο
αυθεντικούς εκπροσώπους τής γενιάς του. Το 1971 κυκλοφορούν σ’ ένα τόμο τρία
θεατρικά του μονόπρακτα: Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά. Στο τελευταίο του βιβλίο, Το κοινόβιο (1972), ρίχνει τη σκιά του ο επικείμενος θάνατός του και
ηχούν τόνοι ελεγειακοί, ενώ η εξημμένη φαντασία τού συγγραφέα φτάνει ως τις
παραισθήσεις.
Ο Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά
βασανισμένος άνθρωπος, και στα πεζογραφήματά του αποδίδει τις προσωπικές του
εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου.
Πρόκειται κυρίως για μικρά κείμενα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς πλοκή,
χωρίς χαρακτήρες —ένα είδος εξομολογητικού, παραληρηματικού μονολόγου· πάντα εν
βρασμώ ψυχής, με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται
και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής
νεοελληνικής πραγματικότητας της εποχής του.
Η photo είναι τού Fernando Decillis. Από το xaxor.com.
Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012
«Μερικοί σύντροφοι είναι τόσο χοντροκέφαλοι, ώστε είναι ικανοί, προκειμένου να έχουν δικό τους ολόκληρο το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι μας, να το πριονίζουν!».*
*Όπως
μας ενημέρωσε ο ανταποκριτής μας στη Μόσχα, τη δήλωση αυτή φέρεται να έκανε,
σύμφωνα με ευρέως διαδοθείσες —πλην ανεπιβεβαίωτες— φήμες, ο Влади́мир Ильи́ч Улья́нов (Ле́нин), όταν, ξεφυλλίζοντας τον παγκόσμιο τύπο,
έπεσε πάνω σε μερικά άρθρα τής Αυγής (αλλά
και σε ένα τού Πριν).
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ είναι διεθνούς
έκτασης και πιο παλιό κι από τις λάσπες: Πολύ συχνά, οι ιδεολογικές
αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες μεταξύ τών διαφόρων αριστερών κομμάτων,
οργανώσεων, τάσεων και ρευμάτων εκτρέπονται σε αλληλοκατηγορίες που, ανεξάρτητα
από την ιδιαίτερη στόχευσή τους και τους επιδιωκόμενους σκοπούς, πλήττουν την
πάσα όλη Αριστερά. Ένα από τα καλύτερα εγχώρια παραδείγματα αυτού του
φαινομένου, το οποίο τροφοδοτούν όλες ανεξαιρέτως
οι εκφάνσεις τής Αριστεράς, είναι οι εδώ και πάνω από δύο χρόνια επικρίσεις που
εκτοξεύονται προς το ΚΚΕ για τις απολύσεις εργαζομένων ή για τις μειώσεις
μισθών που γίνονται στις επιχειρήσεις μαζικής επικοινωνίας και, γενικότερα,
διαφώτισης και προπαγάνδας, τού κόμματος.
Δεν
είναι η πρώτη φορά που μας απασχολεί αυτό το παράδειγμα προς αποφυγή. Η πρώτη
φορά ήταν το φθινόπωρο τού 2010. Τότε, με αφορμή πάλι κάποιες απολύσεις στην Τυποεκδοτική, είχαμε αναρτήσει μια σειρά
από άρθρα, ξεκινώντας από αυτό, συνεχίζοντας με αυτό, και κλείνοντας με κάποια
συμπεράσματα εδώ κι εδώ. Συνιστούμε θερμά να τα διαβάσετε. Κυρίως γιατί
ξεκαθαρίζουν από τη μεριά μας μια και καλή το πώς βλέπουμε το ζήτημα με τις
κομματικές επιχειρήσεις (οποιουδήποτε
κόμματος!) σε συνθήκες καπιταλισμού και δή σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης. Και
δευτερευόντως γιατί θα έχετε την ευκαιρία να απολαύσετε μία ‘‘μαγική’’ εικόνα.
Όπου, θα δείτε εμάς τους ‘‘οπορτουνιστές’’ (και, πιθανόν, παραμάγαζο της ...ΕΥΠ!),
να επικρίνουμε, μεταξύ άλλων, και τον πιο Κουκουέ από τους Κουκουέδες τής
ελληνικής μπλογκόσφαιρας (πιο Κουκουέ δεν γίνεται: σε χρησιμοποιούν αντί στόκου
με θαυμάσια αποτελέσματα!) για τις θέσεις του σχετικά με το ζήτημα. Θέσεις παραπλήσιες με αυτές τής ...αναρχοαυτόνομης εφημερίδας Κόντρα, σύμφωνα με τις οποίες ο Περισσός είναι στην ‘‘πραγματικότητα’’ Περισσός ...ΑΕ και κατοικείται από συγνούς καπιταλιστές![1] Λεπτομέρειες επί όλων αυτών
(και άλλων τινών) προσεχώς. Όταν θα καταπιαστούμε με την ανάλυση της πολιτικής
αγυρτείας που εμφανίζεται με τη μάσκα τού λενινισμού...
Η
δεύτερη φορά ήταν στις αρχές αυτού τού χρόνου, όταν το ΚΚΕ υπέβαλε αίτηση για
την υπαγωγή τής Τυποεκδοτικής στο
άρθρο 99.
Η
τρίτη είναι το σημερινό σημείωμα.
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ, 19 Δεκεμβρίου, ο Ριζοσπάστης προανήγγειλε επικείμενες
απολύσεις από την εφημερίδα (υπενθυμίζουμε ότι πρόσφατα ο 902, ο τηλεοπτικός σταθμός τού κόμματος κατέβασε ρολά) καθώς και
μείωση του αριθμού των στελεχών πλήρους
κομματικής απασχόλησης —για προφανείς λόγους προτιμούμε αυτόν τον όρο από
τον καθολικά χρησιμοποιούμενο επαγγελματικά
στελέχη. Με όλες τις φυσιολογικές επιφυλάξεις,[2]
προσυπογράφουμε το άρθρο. Τα έχουμε εξηγήσει αναλυτικά στις αναρτήσεις που
αναφέρουμε παραπάνω. Εδώ θα συνοψίσουμε:
1.
Κομματικές επιχειρήσεις και στελέχη πλήρους κομματικής απασχόλησης είχαν όλα τα ΚΚ και γενικά όλα τα αριστερά κόμματα τού κόσμου από
ένα επίπεδο μαζικότητας και πάνω· επίπεδο που το ΚΚΕ έχει ξεπεράσει προ πολλών
δεκαετιών. Όλα αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να καταφύγουν σε μέτρα εξοικονόμησης
πόρων που συμπεριελάμβαναν μειώσεις μισθών και απολύσεις στελεχών και
εργαζομένων.
2. Κανένα
αριστερό κόμμα δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στην εθελοντική
και μη αμειβόμενη εργασία, αν θέλει να διευρύνει την επιρροή του.
3. Κανένα
αριστερό κόμμα σε συνθήκες καπιταλισμού δεν μπορεί να κηρύξει τον καπιταλισμό
νεκρό, ειδικά για τις δικές του επιχειρήσεις. («Τα άτομα κάνουν την ιστορία τους, αλλά δεν την κάνουν ακριβώς όπως την
επιθυμούν δεν την κάνουν κάτω από τις περιστάσεις που επιλέγουν οι ίδιοι , αλλά
κάτω από τις περιστάσεις που αντιμετωπίζουν και δίνονται και διαβιβάζονται
άμεσα, από το παρελθόν.» – Παππούς
Κάρολος) Η κοινότητα της Νέας Αρμονίας
τού ουτοπιστή Robert Owen και της Marinaleda
στην Ισπανία είναι χρήσιμα για το φωτισμό τού δρόμου. Δεν είναι όμως ο δρόμος!
4. Σε
οποιοδήποτε τρόπο παραγωγής και γενικότερα κοινωνικοοικονομικό σύστημα, η
παραγωγή προηγείται της διανομής. Συνεπώς, ακόμα κι αν η Ελλάδα ήταν
Σοσιαλιστική Δημοκρατία, η διανομή θα παρακολουθούσε τα ανοδικά και καθοδικά
ρεύματα της παραγωγής. Πιο ακραία, για να τελειώνουμε: Το ίδιο θα συνέβαινε και
στην πιο υποδειγματικά λειτουργούσα κολεκτίβα (ή αναρχικό κοινόβιο). Η μειωμένη
παραγωγή θα επέφερε μειωμένη διανομή. Period.
ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ όλα τα παραπάνω δεν
υπάρχει ούτε ως υποψία σκέψης στην αρθρογραφία τής Αυγής. Κι ας μη σχετίζονται αποκλειστικά με το ΚΚΕ παρά μόνο θέσει. Γιατί φύσει, όπως προείπαμε κι όπως έχει καταγράψει η Ιστορία, αφορούν σε
κάθε αριστερό κόμμα. Με πρώτο και καλύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ (λέγε με μάλλον ΣΥΝ) που
έχει τον δεύτερο κομματικό μηχανισμό μετά το ΚΚΕ.[3]
Αντίθετα, π.χ., υπάρχουν τίτλοι τού τύπου «Ριζοσπάστης»: Το κόμμα πάνω απ’ όλα ή Απολύσεις στον «Ριζοσπάστη» κι από πίσω ‘‘μπίζνες’’ το ΚΚΕ, στους οποίους δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις: την ανοησία ή την ύπουλη
διαστρέβλωση! Και στο ‘‘ψαχνό’’ τών άρθρων, σχεδόν αράδα παρά αράδα (ακόμα και σ' αυτό, το πιο ‘‘δημοσιογραφικό’’) η
τεχνηέντως —ή λιγότερο τεχνηέντως— καλλιέργεια και υποβολή τής ιδέας: τι
Μπόμπολας, τι ΚΚΕ![4]
Δεν ξέρουμε αν και πόσοι υπάρχουν που θεωρούν ότι όλα αυτά αντιστοιχούν σε κάποιου είδους ...ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση! Η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως πρόκειται
για σκουπίδια! Σκου-πί-δια! Πολύ περισσότερο που δεν είναι ούτε μία ούτε δύο
ούτε τρεις οι απεργίες και οι στάσεις εργασίας των εργαζομένων στον ραδιοσταθμό του ΣΥΝ Κόκκινο 105,5 για καθυστερήσεις καταβολής μισθών (ας μην αναφερθούμε σε όσα
έχουν ακουστεί για ασφαλιστικές εισφορές).[5] Κι
επειδή δεν είμαστε σκουπιδοφάγοι, κι επειδή έχουμε δώσει συνολικά ουκ ολίγα
ευρώ για να αγοράζουμε την Κυριακάτικη
Αυγή τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια,
δεν έχουμε τον παραμικρό δισταγμό να τα επιστρέψουμε συστημένα και στην Αγγέλα Νταρζάνου που τα
υπέγραψε, και στους Διευθυντές
σύνταξης Σταύρο Καπάκο & Κωστή Νικολακάκο που τα ενέκριναν «ως έχει», και στον Διευθυντή τής εφημερίδας Νίκο
Φίλη που τα ευλόγησε! Καλοφάγωτα![6]
ΜΑΣ ΕΞΕΠΛΗΞΑΝ τα όσα διαβάσαμε
στην Αυγή; Με το χέρι στην καρδιά, όχι. Αντίθετα όμως, και το λέω πάλι με το
χέρι στην καρδιά, αλλά με βαριά την καρδιά αυτή τη φορά, μας εξέπληξε και μας απογοήτευσε
η σύντομη αναφορά που έκανε το Πριν,
η Κυριακάτικη εφημερίδα τού Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ), στο τελευταίο, Χριστουγεννιάτικο φύλλο του.
Παίρνοντας
αποστάσεις (δια του μη σχολιασμού) από τις εξηγήσεις που έδωσε το ΚΚΕ, ο
ανώνυμος αρθρογράφος κατέληγε:
«Όσο βέβαια το ΚΚΕ εισπράττει την παχυλή κρατική
επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό και δεν στηρίζεται αποκλειστικά στα μέλη και τους
φίλους του, θα είναι υπόλογο για την οικονομική διαχείριση και κάθε αντεργατική
επιλογή στο πλαίσιο της εξορθολογικοποίησης των εξόδων».
Είχαμε
την εντύπωση ότι οι σύντροφοι του ΝΑΡ μπορούν καλύτερα να προφυλάσσουν το κλαδί
στο οποίο καθόμαστε όλοι και να μη το πριονίζουν. Και, αν μη τι άλλο, ότι είναι
σε θέση τουλάχιστον να μην υποπίπτουν σε τέτοια κραυγαλέα λάθη (πολιτικής)
λογικής:
Αν
το ΚΚΕ στηριζόταν «αποκλειστικά στα μέλη και τους φίλους του», δεν θα ήταν
υπόλογο για την οικονομική διαχείριση των οικονομικών πόρων του;;; Και τότε δεν
θα υπήρχε ζήτημα με τους απολυμένους εργαζόμενους;;;
Μήπως
κάτι πάει στραβά εδώ; Και μήπως αυτό το οποίο πάει στραβά είναι το χαλί που
φουσκώνει, εξ αιτίας τού προβλήματος (υστέρηση παραγωγής = μείωση των προς διανομή διαθέσιμων) που κρύφτηκε από κάτω του;
[1]
Τώρα βέβαια που έχει ‘‘ανανήψει’’ και έχει έρθει
στον ‘‘ίσιο’’ δρόμο μάς τα λέει αλλιώς. Αλλιώς, αλλά με την ίδια πολιτική ρηχότητα
που χαρακτηρίζει πολλές φορές τη σκέψη του —συνήθως σε περιστάσεις κατά τις
οποίες το θέμα είναι εκτός διδαχθείσας ύλης και τα σκονάκια τής θεωρίας τού
είναι άχρηστα. Για του λόγου το αληθές: χρησιμοποιεί την καραμπινάτη
ανικανότητα των ανθρώπων που διευθύνουν τη Σύγχρονη
Εποχή να εξυπηρετήσουν ηλεκτρονικά τούς πελάτες τους, και επομένως να
αυξήσουν τα έσοδα της συγκεκριμένης επιχείρησης επ’ ωφελεία τών θεμιτών στόχων
που εξυπηρετεί, ως ...απόδειξη του μη καπιταλιστικού χαρακτήρα τών κομματικών
επιχειρήσεων!!! Λες κι αυτό είναι η απόδειξη!!! Πού να το πεις ότι έλλογο όν, και δη πανεπιστημιακού επιπέδου,
‘‘σκέπτεται’’ έτσι και να σε πιστέψουν!;
[2]
Δεν διευθύνουμε εμείς τις επιχειρήσεις τού ΚΚΕ,
ούτε α οικονομικά του. Επομένως: Έχει εξαντληθεί κάθε άλλο ισοδύναμο μέτρο που
θα εξασφάλιζε τη μείωση των εξόδων, χωρίς απολύσεις; Στο άρθρο τού Ριζοσπάστη που αναγγέλλει τα μαντάτα
δίνεται η διαβεβαίωση πως ναι. Ελπίζουμε να είναι έτσι. Κι ακόμα —χωρίς όμως
ελπίδες εδώ: Γιατί το ΚΚΕ δεν φρόντισε ποτέ για ένα ειδικό κομματικό Ταμείο
Ανεργίας (με τη συνεισφορά τών εργαζομένων στις επιχειρήσεις του); Μια τέτοια
κίνηση και τους απολυμένους θα
ανακούφιζε κάπως, αλλά και θα αύξανε
το βαθμό προστασίας τού κόμματος από την αστική προπαγάνδα. Άμα όμως απασχολεί
κανείς από το πρωί ως το βράδυ όλο το μυαλό του για να δει πώς θα αντιμετωπίσει
τον αριστερό και δεξιό ‘‘οπορτουνισμό’’, πού να του περισσέψει για τέτοιες ‘‘ανόητες’’
ιδέες...
[3]
Τώρα μάλιστα τον διευρύνει. Ίσως μέσα στη χαρά τής
διεύρυνσης να ξεχνάει πως ο καιρός έχει γυρίσματα για όλους. Όχι μόνο για το
ΚΚΕ...
[4]
Ποιοι το υπονοούν αυτό; Οι κατά τα άλλα πρώτοι στην
καταγγελία των ισοπεδωτικών απλουστεύσεων τύπου «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος»!!!
Ευτυχώς που έσωσε κάπως την τιμή τους ο προσκείμενος στον ΣΥΡΙΖΑ Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ
Δημήτρης Τρίμης ο οποίος δήλωσε: «ούτε το ΚΚΕ, ούτε η διοίκηση του Ριζοσπάστη είναι εργοδότες σαν όλους
τους άλλους [...] δεν εξομοιώνονται με τις αστικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις».
[5]
Χώρια τις καταγγελθείσες και μηδέποτε διαψευσθείσες ‘‘ομορφιές’’, μερικές εκ των οποίων σε κάνουν να θέλεις να τραβήξεις πιστόλι!
[6]
Ήμουν έτοιμος να στείλω την ίδια ευχή και στην ηγετική
ομάδα τού ΣΥΡΙΖΑ. Ευτυχώς, με προφύλαξε από αυτό το τεράστιο και ασυγχώρητο
λάθος κάποιος από την παρέα: «Ξεχνάς, ρε γραφιά, ότι η Αυγή δεν είναι σαν τον Ριζοσπάστη;
Ξεχνάς ότι δεν είναι όργανο καμιάς Κεντρικής Επιτροπής, αλλά απολύτως ανεξάρτητη;».
Γι’ αυτό είναι οι φίλοι! Για να σε σώζουν από τέτοια τραγικά ολισθήματα!
Η
εικόνα, από το guardian.co.uk (Sipa Press/Rex Features).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)