Κυριακή 14 Ιουνίου 2015
51 λεπτών αρχοντιά (Ποίος ο άρχοντας; Και ποιο το αρχοντόπουλο;)
Κανονισμένο από
μέρες. «Για το ματς θα μαζευτούμε στης Ε. Ξέρεις, στη Μπενάκη, έχουμε πάει. Μην
αργήσεις πάλι, μαλάκα! Μετά, τα κορίτσια λένε να πάμε καμιά Ροζαλία. Εντάξει;»
Έλα που άργησε! Και
τώρα ανεβαίνει τη Μαυρομιχάλη με χίλια (και με τα πόδια: ποτέ δεν ήταν καλός
στο παρκάρισμα και τα Σαββατόβραδα στα Εξάρχεια είναι κόλαση). Στη γωνία με
Καλλιδρομίου, στρίβοντας προς τη Χαριλάου Τρικούπη, τού ’ρχεται να καπνίσει και
αρχίζει να ξεσφραγίζει το πακέτο που έχει αγοράσει από το περίπτερο Ακαδημίας
και Ιπποκράτους. «Ένα τσιγάρο, ρε φίλε...» Ποιος μίλησε;
Ένας σκοτεινός και
σκοτεινιασμένος απ’ όλο το σκοτάδι τού
δρόμου και του κόσμου μίλησε. Περασμένα εξήντα (ή μήπως τα εβδομήντα;), αξύριστος,
άπλυτος, αναμαλλιασμένος —πρόσεξε πως είχε όλα τα μαλλιά του.
Βγάζει και του δίνει
τρία, φροντίζοντας από ευγένεια να μη τα πιάσει από το φίλτρο —τι αστειότητα
Θεέ μου! Ο σκοτεινός τού πιάνει το χέρι με απελπισμένη θέρμη. «Φχαριστώ πολύ,
αρχοντόπουλο». «Αρχοντόπουλο»! Άπειρες φορές έχει δώσει τη θέση του σε
λεωφορεία και μετρό, έχει κοκαλώσει για να περάσει εκτός διάβασης κάποιος
πεζός, έχει ανοίξει πόρτες και πορτούλες σε κορίτσια και κυρίες ηλικιωμένες, «αρχοντόπουλο»
δεν τον έχει πει κανένας! Τον λένε τώρα. Για τρία τσιγάρα! Για 51 λεπτά δηλαδή
(τόσο βγάζει η διαίρεση 3,90 διά 23).
Ο σκοτεινός δεν ξέρει
βέβαια ότι τα τρία τσιγάρα δεν είναι μόνο για εκείνον. Είναι και για κάποιον
άλλον που αναγκάστηκε, εκεί, λίγο πριν λίγο μετά τα πενήντα του, να καπνίζει «γραφτά»
τσιγάρα —δεν πάνε πολλά χρόνια που το ’μαθε και μετάνιωσε για κάποιες κουβέντες
του.
Θέλει να το πει αυτό
στη σκοτεινή φιγούρα, να είναι ειλικρινής. Μα βιάζεται (ή προφασίζεται στον εαυτό
του ότι βιάζεται: είναι απερίγραπτα μελωδική η κουβέντα τού σκοτεινού κι αυτός δεν
μπορεί να απαρνηθεί ούτε ένα μικρό κομματάκι από την ευχαρίστηση που του δίνει).
Λίγο αργότερα, αφού
τα έχει ακούσει για την αργοπορία του, η Ε. τού λέει: «Τι φέρνω; Ξέρω, ξέρω!
Μπύρα με πατατάκια!».
«Εννοείται!». Κι
αμέσως μετά, καθώς τού έρχεται στο νου το αιφνίδιο χειρόπιασμα: «Μου θυμίζεις μόνο
πού είναι το μπάνιο, να πλύνω λίγο τα χέρια μου;» Ύστερα, με χέρια που μύριζαν
λεβάντα ή κάτι τέτοιο, κάθισε να δει το ματς. Η λεβάντα δεν πολυπηγαίνει με
πατατάκια, είναι αλήθεια. Αλλά κι η μπύρα πίνεται πιο ευχάριστα με κάτι αλμυρό,
ψέματα;