Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016
Καλά τα λέει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Μόνο που τα λέει όπως θα τα έλεγε ένα παιδί από σπίτι, με πιάνο και Γαλλικά...
Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου
ασχολήθηκε με το πρόσφατο άρθρο τού Ηλία Ιωακείμογλου. Το ίδιο που είχαμε σχολιάσει
κι εμείς. Εντάξει, εμείς το είχαμε παραχοντρύνει, αλλά κι εκείνος την παραέγειρε τη βέργα από την άλλη μεριά. Πολύ στρογγγύλεψε τα λόγια του, πολύ τα έτριψε με το πολιτικό
γυαλόχαρτο. Με αποτέλεσμα, σε ορισμένα σημεία, να μην ανταποκρίνονται στα πράγματα
–είναι χειρότερα. Δεν γίνεται δουλειά έτσι. Είναι η ώρα να αρχίσουμε να τα λέμε
όλα, όπως ακριβώς είναι. Πώς το είχε πει ο Ρίτσος; Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη;
Αυτό ακριβώς μάς χρειάζεται. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.
ЖΟЖΟЖΟЖΟЖ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ
ΑΦΟΡΜΗ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΛ. ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ
Του ΠΕΤΡΟΥ
ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Στην ιστοσελίδα RProject
δημοσιεύτηκε πρόσφατα ένα ενδιαφέρον άρθρο του Ηλία Ιωακείμογλου με τίτλο “ΛΑΕ:
Τί πρόγραμμα χρειαζόμαστε”; Ο αρθρογράφος στέκεται κριτικά στην τελευταία
διακήρυξη της ΛΑΕ (Ανατροπή τώρα! Για τι, με ποιους, πως;) θέτοντας σοβαρά
ερωτήματα, τα οποία ασφαλώς θα τεθούν στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου που
φιλοδοξεί να αναπτύξει η ΛΑΕ εν όψει της ιδρυτικής συνδιάσκεψής της, το αμέσως
επόμενο διάστημα. Προσωπικά θεωρώ ότι αρκετές διεισδυτικές παρατηρήσεις του
Ηλία, ενός συντρόφου που διαχρονικά στέκεται στο έδαφος του επαναστατικού, μη
δογματικού Μαρξισμού, μπορούν να παίξουν προωθητικό ρόλο σ' αυτόν τον ζωτικά
αναγκαίο διάλογο ενός νέου πολιτικού εγχειρήματος, που πασχίζει να αποκτήσει σταθερό
βάδισμα, φυσιογνωμία και μάχιμο πρόγραμμα ανατροπής. Φοβάμαι όμως ότι ο αρθρογράφος
δεν αποφεύγει τον πειρασμό των εύκολων, κληροδοτημένων απαντήσεων στα καίρια
προβλήματα που τίθενται ενώπιον όχι μόνο της ΛΑΕ, αλλά και των ευρύτερων
δυνάμεων που έχουν αναφορά στις σύγχρονες δυνάμεις της εργασίας και του
σοσιαλισμού.
Πιστεύω ότι δεν θα αδικήσω
τον Ηλία Ιωακείμογλου αν υποστηρίξω ότι η γενική οπτική της τοποθέτησής του
καθορίζεται από δύο κεντρικές παραδοχές. Πρώτον, ότι ο χώρος της ΛΑΕ
διατρέχεται, σε χονδρικές γραμμές, από μια αντίθεση που τον διαχωρίζει σε δύο
οιονεί “στρατόπεδα”: εκείνους που υιοθετούν μια επαναστατική,
αντικαπιταλιστική- σοσιαλιστική στρατηγική, θεωρώντας ότι η διαρθρωτική κρίση
του σύγχρονου καπιταλισμού δεν αφήνει περιθώρια για “ενδιάμεσες” απαντήσεις και
εκείνους που, υπό το πρίσμα μιας στρατηγικής “σταδίων”, υιοθετούν μια πολιτική
ευρύτερου αντιμνημονιακού- πατριωτικού μετώπου, που φιλοδοξεί να περιλάβει και
τμήματα της αστικής τάξης. Και δεύτερον, ότι ακριβώς λόγω αυτής της κεντρικής
διχογνωμίας, δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία στρατηγική, κάτι που θα μετέτρεπε τη
ΛΑΕ σε ενιαίο κόμμα, αλλά μόνο μια τακτικού χαρακτήρα, ενιαιομετωπική σύγκλιση
“όπου θα συμφωνήσουμε όλοι πάνω σε πέντε βασικές αρχές και δεκαπέντε, είκοσι,
σε όσες θέλετε, αντιμνημονιακές δράσεις”.
Θέλω να ελπίζω ότι, στη
μεγάλη τους πλειονότητα, οι σύντροφοι της ΛΑΕ δεν θα αναγνωρίσουν τον εαυτό
τους σε κανένα από τα δύο “στρατόπεδα” που βιάστηκε να προδικάσει ο σύντροφος
Ηλίας. Προσωπικά δεν έχω αντιληφθεί την ύπαρξη ρευμάτων στους κόλπους της ΛΑΕ
τα οποία υιοθετούν τη λογική των “σταδίων”. Όπως δεν μπορώ να δεχθώ ότι
υπάρχουν ρεύματα τα οποία, από κεκτημένη “αντιπολιτευτική” ταχύτητα, θα
αμφισβητούσαν τη σημασία της ανατροπής της μνημονιακής τάξης πραγμάτων στο
όνομα του σοσιαλισμού, κάτι που θα τους κατέτασσε πολύ κοντά στην –ακίνδυνη για
το σύστημα– λογική του ΚΚΕ.
Θα συμφωνήσω με τον Ηλία
ότι ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης (και η θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική
αλυσίδα, θα προσέθετα) δεν επιτρέπουν φαντασιώσεις για κάποιο ενδιάμεσο
“στάδιο” μιας ευσταθούς, προοδευτικής αλλαγής, από ένα εξίσου φαντασιακό μέτωπο
της εργατικής τάξης με υποτιθέμενα “πατριωτικά” τμήματα του κεφαλαίου. Αυτό
άλλωστε απέδειξε η εμπειρία των επτά μηνών από την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ
και η οξύτατη κοινωνική πόλωση που προς στιγμήν εμφανίστηκε, την περίοδο του
δημοψηφίσματος, ανάμεσα στα κοινωνικο- πολιτικά μπλοκ του ΝΑΙ και το ΟΧΙ. Αλλά
η μη ύπαρξη μεταβατικού “σταδίου” δεν μπορεί να μεταφράζεται σε μη ύπαρξη
μεταβατικού προγράμματος πάλης των λαϊκών τάξεων για μια άμεση, λυτρωτική
απάντηση στις αγωνίες και τις ανάγκες τους. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη λογική
του “επαναστατικού τελεσιγραφισμού” από μία αυτοανακηρυγμένη “πρωτοπορία”, που
θέτει ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη μετωπικής δράσης την αποδοχή των δικών της
στρατηγικών στόχων από τις λαϊκές μάζες.
Ασφαλώς, ο σοσιαλισμός δεν
μπορεί να θεωρείται “εικόνισμα”, όπως έλεγε κάποτε ο Χαρίλαος Φλωράκης, δηλαδή
μια απλή διακήρυξη ταυτότητας, που επιτρέπει στην Αριστερά οποιαδήποτε δεξιόστροφη
γραμμή στα άμεσα, “τακτικής φύσης” προβλήματα. Ως υπαρκτή τάση που συγκρούεται
με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων –κάτι πολύ διαφορετικό από ένα απλό “ιδανικό”
για το ακαθόριστο μέλλον– οφείλει να αναπτύσσεται μέσα από το σημερινό κίνημα
για την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε βάρος του
κεφαλαίου, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για αποφασιστικές αναμετρήσεις, οι οποίες
θα θέσουν κάποια στιγμή επί τάπητος το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας (και όχι
μόνο της κυβέρνησης). Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτό το καθοριστικό ζήτημα περνάει
σε δεύτερη μοίρα στο συγκεκριμένο άρθρο, ορισμένες διατυπώσεις του οποίου,
μάλιστα, είναι ανοιχτές σε αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξουν διευρυνόμενες
“σοσιαλιστικές” νησίδες εντός καπιταλιστικής κυριαρχίας, με “μη καπιταλιστικές
μορφές παραγωγής”, με “δομές αλληλεγγύης χτισμένες πάνω στις αξίες του
σοσιαλισμού” κ.α. Και μόνο η προώθηση άμεσων μέτρων, μεγάλης κρουστικής ισχύος,
που προτείνει η ΛΑΕ, όπως η στάση πληρωμών του χρέους, η έξοδος από την
ευρωζώνη και η εθνικοποίηση των τραπεζών (μετά μάλιστα από την πρόσφατη αλλαγή
του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους) ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου στο διεθνές
χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Κάτι που θα οδηγήσει σε μια ιστορικών διαστάσεων
σύγκρουση, που θα φέρει επί τάπητος το πρόβλημα της πραγματικής εξουσίας.
Εκείνο που μου προξένησε
κάποια έκπληξη στο κείμενο συμβολής του Ηλία, ενός μαρξιστή που δεν κουβαλάει
πάνω του τις γνωστές αγκυλώσεις συγκεκριμένων ρευμάτων του ιστορικού
κομμουνισμού, είναι η ευκολία με την οποία διολισθαίνει σε παραδοσιακές
σχηματικότητες που διαχωρίζουν με σινικά τείχη τη στρατηγική με την τακτική και
βλέπουν τη σχέση εργατικού κόμματος- ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μετώπου με τη
λογική των “ομόκεντρων κύκλων” (ένα εργατικό κόμμα με ξεκάθαρη, “επαναστατική”
στρατηγική και ένα ευρύτερο μέτωπο με ευρύτερα εκμεταλλευόμενα στρώματα πάνω σε
φλέγοντα θέματα της συγκυρίας). Ακόμη κι αν υποτεθεί, για οικονομία της
συζήτησης, ότι αυτή η οπτική ήταν σωστή σε άλλες εποχές και χώρες (με ένα
συμπαγές βιομηχανικό προλεταριάτο να περιτριγυρίζεται από μια θάλασσα
μικροαστικών στρωμάτων και με ισχυρά, μαζικά κόμματα κομμουνιστικής αναφοράς),
δεν νομίζω ότι αποτελεί γόνιμη γραμμή σκέψης στη σημερινή εποχή της εξαιρετικής
πολυμορφίας του κόσμου της εργασίας και της κρίσης των αριστερών, πολιτικών
υποκειμένων, σε όλες τις εκφράσεις τους.
Φυσικά, το θέμα απαιτεί
μεγάλη συζήτηση και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διεξοδικά στο πλαίσιο ενός
άρθρου. Θα έλεγα όμως ότι σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ένας αξιόμαχος πολιτικός
φορέας για τη χειραφέτηση της εργασίας δεν μπορεί παρά να έχει “μετωπικά”
χαρακτηριστικά και έναν ορισμένο “πλουραλισμό” τάσεων και ευαισθησιών στο
εσωτερικό του. Αυτό σημαίνει, πάντα κατά την προσωπική μου γνώμη, μια ελάχιστη
στρατηγική σύγκλιση, χωρίς την οποία ο όποιος πολιτικός φορέας θα είναι ένας
πύργος της Βαβέλ, και μια ισχυρή προγραμματική σύγκλιση, που θα του δώσει
κρουστική δύναμη και μαζική απήχηση. Αντίθετα, η λογική “αφήνουμε στην άκρη όλα
τα στρατηγικά ζητήματα και συμφωνούμε μόνο σε πέντε- δέκα άμεσες, αντιμνημονιακές
δράσεις” θα οδηγήσει μοιραία, πιστεύω, σε μια εκλογική σημαία ευκαιρίας ή σε
ένα χαλαρό δίκτυο κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ή σε ένα αμήχανο υβρίδιο
αυτών των δύο. Κι αυτό, είμαι απολύτως βέβαιος, είναι το τελευταίο πράγμα που
θα ήθελε ο Ηλίας Ιωακείμογλου, όπως και το Κόκκινο Δίκτυο στο σύνολό του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου